«Ο Νεώτερος Ελληνισμός, ταυτίσας την εορτήν των γραμμάτων μετά της εορτής των Τριών Ιεραρχών, ων σήμερον επιτελούμεν την μνήμην, απέδειξεν οπόσον ευκρινή είχε την συνείδησιν του χαρακτήρος, δι’ ου ηθέλησε να περιβάλη την εθνικήν ημών παίδευσιν. Παιδεία και πίστις, πίστις και παιδεία υπήρξαν οι δύο πόλοι, περί ους έδει να περιστρέφηται η πνευματική και ηθική ημών διάπλασις».
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο ένθερμος υπέρμαχος της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, το 1883 στον Πανηγυρικό της εορτής των Τριών Ιεραρχών, διατύπωνε ευθαρσώς ότι ο καθορισμός αυτής της εορτής ως εορτής των ελληνικών Γραμμάτων ήταν αποτέλεσμα συνειδητής απόφασης του νεότερου Ελληνισμού˙ ότι αποτελούσε αντιπελάργωση του ευγνώμονος Γένους προς την Εκκλησία. Η εορτή -σημειωτέον- είχε καθιερωθεί ήδη από το 1842, στα δε εκπαιδευτήρια της Σμύρνης ήταν καθιερωμένη από το 1819.
΄Οντως στα πρόσωπα των τριών Ιεραρχών και στην από του 11ου αι. καθιέρωση της εορτής τους στις 30 Ιανουαρίου το ευγνώμον έθνος διείδε τους κατ’ εξοχήν θεράποντες, διακόνους, που υπηρέτησαν και καλλιέργησαν την ελληνική παίδευση.
Σπούδασαν στα περιφημότερα παιδευτικά κέντρα της εποχής: Βηρυτό, Αλεξάνδρεια, Καισάρεια Καππαδοκίας και Παλαιστίνης, Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια. ΄Ετυχαν παιδείας αμφιλαφούς, πλησίον σε σπουδαίους διδασκάλους: Ο Μ. Βασίλειος και ο Θεολόγος Γρηγόριος κοντά στους τότε θεραπεύοντες την φιλοσοφία στην Ακαδημία των Αθηνών. Ο Χρυσόστομος πλησίον στον διδάσκαλο της φιλοσοφίας Ανδραγάθιο και στον περίκλυτο σοφιστή, ρητοροδιδάσκαλο, της Αντιόχειας Λιβάνιο, ο οποίος θεωρούσε εξαίρετο μαθητή τον Χρυσόστομο και ευχαρίστως θα τον άφηνε διάδοχο στην σχολή, αν δεν τον είχαν «συλήσει» οι Χριστιανοί. Με τον Λιβάνιο, καίτοι θεωρητικό του παγανισμού, τηρούσε άλληλογραφία ο Μ. Βασίλειος και του έστελνε μάλιστα μαθητές. Σε αυτές τις επιστολές περιέχεται και η –μετέπειτα παροιμιώδης- φράση του Μ. Βασιλείου: «Ιδού σοι και έτερος ήκει Καππαδόκης» (PG 32, 1081B).
Τα κείμενά τους, τα οποία κατέχουν εξέχουσα θέση στην παγκόσμια βιβλιογραφία, καθιστάμενα μνημεία του οικουμενικού πολιτισμού, διακρίνονται για την ακρίβεια του λόγου, την σαφήνεια, την καλλιέπεια, την γλαφυρότητα. Αποτελούν πλούσια μεταλλεία όχι μόνο για τους μεταγενεστέρους θεολόγους, αλλά και για όλους όσοι καλλιεργούν τον έλληνα λόγο. Το σμιλευμένο ύφος του λόγου τους, η άνετη δημιουργία φράσεων προσδίδουν στα έργα τους μοναδικότητα˙ τόσο μεγάλη, ώστε ειδικά για τον Χρυσόστομο ο Wilamovitz να πει ότι οι εθνικοί συγγραφείς της εποχής του, συγκρινόμενοι με τον άγιο Πατέρα, φαίνονται ως βάρβαροι κακοτέχνες (Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 247). Η πειθώ στον λόγο τους συναρτάται με την υιοθέτηση και την επιμελή καλλιέργεια των τεχνικών της ελληνικής ρητορικής.
΄Οντως τα έργα τους «όζουν ελλυχνίων», όπως έλεγαν οι αρχαίοι για τους λόγους του Δημοσθένη. ΄Οντως ο έλλην λόγος βρήκε στους τρεις Πατέρες την πλήρη έκφρασή του. Βέβαια να τονισθεί εδώ ότι η τελειότητα της γλώσσας τους δεν είναι αποτέλεσμα σκοπιμότητας και λεξιθηρίας, αλλ’ απλώς καρπός της υψηλής παιδείας τους. «Δεν θηρεύουν την γλωσσική τελειότητα για προσωπική καταξίωση» (π. Γ. Μεταλληνός). Αποφεύγουν τον εντυπωσιασμό. Ο λόγος τους περνά αβίαστα και άμεσα στις καρδιές των ακροατών τους και σήμερα στους αναγνώστες τους. Η «δύναμις των ρημάτων» είναι αυτή που τους καθιστά μοναδικούς.
Ο έλλην λόγος στους Πατέρες καθίσταται λόγος διακονικός και ποιμαντικός. Δίνεται βαρύτητα στο μήνυμα της αλήθειας και όχι στο ένδυμά τoυ. Η παιδεία και η γλώσσα καθίστανται για τους Πατέρες τα μέσα, με τα οποία ο άνθρωπος φθάνει στον σκοπό που είναι η αλήθεια
«Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν, ότι τούτο δοκεί τισι», θα πει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στον επιτάφιο του Μ. Βασιλείου, αποστομώνοντας τους υπεράγαν ορθοδόξους (PG 36, 509A). Η παιδεία που έτυχε, αυτή του δίνει την παρρησία, με ρητορική έξαρση, να γράψει τους Στηλιτευτικούς λόγους στον Ιουλιανό, διότι απέκλειε τους Χριστιανούς από τα κλασικά γράμματα, και να πει στον Σταγείριο: «Αττικός συ την παίδευσιν; Αττικοί και ημείς» (PG 37, 308B).
Ο δε Χρυσόστομος, τηρώντας μία μέση οδό έναντι της φιλοσοφίας και όχι αρνούμενος αυτήν εξ ολοκλήρου –όπως κακώς υποστηρίζουν τινές- διερωτάται για την θύραθεν παιδεία: «Τι ουν; Κατασκάψομεν τα διδασκαλεία, φησίν; Ου τούτο λέγω, αλλ’ όπως μη την της αρετής καθέλωμεν οικοδομήν και ζώσαν κατορύξωμεν την ψυχήν» (PG 47, 367).
Ο Μ. Βασίλειος, απευθυνόμενος προς τους ανεψιούς του με τον λόγο «προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», ο οποίος μεταφράσθηκε στα συριακά κατά τον 5ο και 7ο αι., φέρει ως υποδείγματα αρετής πρόσωπα από έργα αρχαίων πεζογράφων, ποιητών, φιλοσόφων, ρητόρων και γράφει: «Ουκ άχαρί γε μην ουδέ την θύραθεν σοφίαν περιβεβλήσθαι, οίον τινα φύλλα σκέπην τε τω καρπώ και όψιν ουκ άωρον παρεχόμενα». Διατυπώνει την ανάγκη της επιλεκτικότητας, κατά το παράδειγμα των μελισσών, οι οποίες «όσον αυτών επιτήδειον προς την εργασίαν λαβούσαι, το λοιπόν χαίρειν αφήκαν», και της συλλογής ανθέων: «Καθάπερ της ροδωνιάς του άνθους δρεψάμενοι τας ακάνθας εκκλίνομεν, ούτω και επί των τοιούτων λόγων όσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, το βλαβερόν φυλαξώμεθα» (ΕΠΕ, τ. 7, σ. 322, 326).
Εδώ έγκειται ο χρυσός κανόνας για την χρήση της κλασικής παιδείας, την οποία έλαβαν οι Πατέρες όσον ολίγοι μέχρι σήμερα. Οι Πατέρες δεν καταδικάζουν την θύραθεν μόρφωση. Τον παγανισμό και την πολυθεΐα εμποδίζουν. Αυτό ακριβώς θα διατυπωθεί αργότερα στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, το οποίο επισείει την μέγιστη εκκλησιαστική ποινή «τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη διά παίδευσιν ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσι».
Οι Πατέρες μας, οι οποίοι κυριολεκτικά γεύθηκαν μέχρι τρυγός την θύραθεν παιδεία και σπούδασαν υψηλή ρητορική, έριξαν το βάρος στην αρετή. «Μη ρήτορα αυτόν (=τον υιόν σου) σπούδαζε ποιήσαι», θα πει ο Χρυσόστομος, «αλλά φιλοσοφείν (=να είναι ευσεβής) παίδευε. Τρόπων χρεία, ου λόγων˙ήθους, ου δεινότητος˙ έργων, ου ρημάτων. Μη την γλώτταν ακονήσης, αλλά την ψυχήν εκκάθαρε. Ου κωλύων παιδεύειν ταύτα λέγω, αλλά κωλύων εκείνοις μόνοις προσέχειν» (PG 62, 152).
Πράγματι οι Πατέρες καταξιώθηκαν ως προστάτες της Παιδείας μας, διότι έδωσαν την αρμόζουσα αξία στην ανθρωπιστική παιδεία και σε αυτούς συνδυάσθηκαν άριστα η πίστη και ο ελληνικός ορθολογισμός. Όπως γράφει ο Καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, η καθιέρωση της εορτής των τριών Ιεραρχών ως εορτής της ελληνικής Παιδείας καταδεικνύει ότι «ο συνεορτασμός πηγάζει από μία σαφή πολιτισμική παραδοχή και εκδοχή της Παιδείας μας: ότι η ελληνική Παιδεία στηρίχτηκε σε δύο παιδευτικούς άξονες, στον (ελληνικό) ορθολογισμό και στην Ορθοδοξία».
Μπορεί για τους Πατέρες να είναι επιλεκτική και ιεραρχημένη η συνύπαρξη ελληνικών γραμμάτων και πίστεως, αλλ’ αυτή η σχετική αξία που αποδίδουν στα ελληνικά γράμματα ούτε αναιρεί την εκτίμησή τους ούτε μειώνει την προσφορά τους. Η ελληνική παιδεία που έλαβαν στη νιότη τους συνετέλεσε στην μετέπειτα προσφορά τους στην οικουμένη και στην Εκκλησία. Τους έδωσε εφόδια αναγκαία για την κατοπινή συμβολή στον οικουμενικό πολιτισμό, για την διατύπωση και την κατοχύρωση του δόγματος. Ιδιαίτερα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος διακρίνεται για την μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας και την ακριβή διατύπωση των δογμάτων.
Η ελληνική παιδεία τους είχε σχέση υπαγωγής προς την χριστιανική πίστη, μια ιεραρχημένη σχέση, από την οποία τελικά ωφελήθηκε η Εκκλησία, διότι αυτή κέρδισε τους τρεις αυτούς πανεπιστήμονες. «Ελλάς εμή, νεότης τε φίλη, και όσσα πέπασμαι, και δέμας, ως Χριστώ είξατε προφρονέως», σημειώνει ο Θεολόγος Γρηγόριος (PG 37, 1449Α).
Τους ονομάζω δε πανεπιστήμονες, διότι οι γνώσεις τους δεν περιορίζονταν μόνο στο θεολογικό πεδίο, αλλά επεκτείνονταν και στην φιλοσοφία, στην ρητορική και επιπλέον στην Αριθμητική, στην Γεωμετρία, στην Αρμονική και στην Αστρονομία, στην «Τετρακτύ» των Βυζαντινών (Quadrivium των Δυτικών). Μόνο την «Εξαήμερο» του Μ. Βασιλείου να διαβάσει κανείς, αρκεί για να διαπιστώσει ότι ο άγιος Πατέρας ήταν άριστος φυσιοδίφης και αστρονόμος.
Αυτές όμως οι ολοκληρωμένες γνώσεις τους διατέθηκαν από τους Πατέρες στην διακονία του ανθρώπου. Τα έργα τους δεν είναι μόνο συγγραφές, αλλά κυρίως ομιλίες που εκφωνήθηκαν μπροστά στους ανθρώπους του μόχθου και του κόπου, για την πνευματική τους ωφέλεια.
Είναι αληθές ότι η μόρφωση που λαμβάνει ο άνθρωπος καθίσταται εξαίρετος παράγοντας καλλιέργειας του ανθρώπου, καταλύτης ανθρωπισμού. Η διανοητική συγκρότηση των τριών Πατέρων τους κατέστησε τα μάλιστα ωφέλιμους στον άνθρωπο.
Αυτόν τον ανθρωπισμό καλλιέργησαν και τόνισαν οι πεπαιδευμένοι και πεπνυμένοι Ιεράρχες, σε μία εποχή κατά την οποία η αξία που δίδονταν στο ανθρώπινο πρόσωπο ήταν πολύ χαμηλή και η κρατική αυθαιρεσία, με την υπέρογκη φορολογία και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ήταν πολύ μεγάλη. Ο άμβωνας αντικατέστησε το βήμα του ρήτορος και η εκκλησία των πιστών την εκκλησία του δήμου. Γνώριζαν, όσο ελάχιστοι, την κοινωνία και την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου, τα πάθη και τα πάθια του.
Οι Πατέρες έδωσαν την δέουσα σημασία στην ανατροφή των παιδιών και καθιέρωσαν αρχές παιδαγωγικές που μέχρι σήμερα δεν απώλεσαν την αξία τους. Προσήρμοσαν το τότε υπάρχον εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο αξιακό σύστημα του Χριστιανισμού. Όπως παρατηρεί ο C. Mango, «η Εκκλησία ούτε απέκλεισε τα εθνικά κείμενα από το σχολικό πρόγραμμα, ούτε εγκαθίδρυσε ένα ξεχωριστό εκπαιδευτικό σύστημα» (Βυζάντιο, σ. 161).
Οι άγιοι Ιεράρχες δεν παραβλέπουν την αξία της θύραθεν μόρφωσης, αλλά υπερτονίζουν την αξία της αρετής. Η κοσμική σοφία επέχει θέση κονιάματος, ενώ η αρετή είναι το θεμέλιο και οι τοίχοι του οικοδομήματος. Το συναμφότερον είναι το ευκταίο. Οι δε γονείς που αμελούν την αγωγή των παιδιών, είναι χειρότεροι και από τους παιδοκτόνους (Χρυσόστομος, PG 47, 356, 367-368, 371).
Σε εποχή, κατά την οποία, η εργασία θεωρούνταν αρμόζουσα σε δούλο και υπηρέτη και επαίσχυντη για τον ελεύθερο άνθρωπο - γι’ αυτό άλλωστε οι φόροι των υπηκόων καταναλώνονταν στις πολυτέλειες της βασιλικής αυλής- οι Πατέρες τόνισαν ότι η εργασία είναι καθήκον του ανθρώπου προς τον εαυτό του και τους συνανθρώπους, παράγοντας προόδου και εξευγενισμού του ανθρώπου, πηγή πνευματικών απολαύσεων, σωφροσύνης και αρετής. Η ίδια η φύση μάς διδάσκει ότι η αργία φθείρει, ενώ η εργασία ανανεώνει και ωφελεί. Το αξιοσημείωτο, μάλιστα, είναι ότι τόνισαν την συνεργασία των τεχνιτών, την αλληλοσυμπλήρωση και αλληλοβοήθεια. ΄Εδωσαν μεγάλη αξία σε όλες τις τέχνες, ακόμη και στην «βάναυσο», του σιδηρουργού και καταφρονημένου εργάτη, σε όλα τα επαγγέλματα, ειδικά του γεωργού, του οποίου το επάγγελμα θεωρούν βάση όλων των άλλων.
Τον καιρό των Πατέρων η κοινωνική αδικία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ήταν δυνατό, με την ανθρωπιστική παιδεία που έλαβαν, να μείνουν ανεπηρέαστοι, προπαντός ο ιερός Χρυσόστομος. Λάβρος, χωρίς καμία φειδώ, ο άγιος Πατέρας εξεγέρθηκε κατά της πολυτέλειας, κατά των πλουσίων, που είχαν τόσα και τόσα πλέθρα γης, ενώ άλλοι δεν είχαν ούτε «κύαθον γης», ούτε μια χούφτα χώμα (PG 62, 563). Τόνισαν την αυτάρκεια και την ολιγοδεΐα. Ο άδικος πλουτισμός, η αδιαφορία για την αθλιότητα του πλησίον, η απληστία καταδικάσθηκαν από τους ανθρωπιστές Πατέρες. Η απανθρωπία, η αδιαφορία για τον πλησίον έφεραν τις κοινωνικές διαμάχες.« Tο σον και το εμόν , το ψυχρόν τούτο ρήμα˙ τότε γάρ μάχη, τότε αηδία» (Χρυσόστομος˙ PG 62, 564).
Ακόμη και η προσφορά στο ναό πολύτιμων δώρων από χρυσό επικρίνεται, όταν υπάρχουν αδελφοί πενόμενοι. Η Εκκλησία, κατά τον Χρυσόστομο, δεν είναι χρυσοχοείο ούτε αργυροκοπείο, αλλά «πανήγυρις αγγέλων». Ο πενόμενος αδελφός είναι «ναός κυριώτερος» (PG 58, 508-509).
Το παράδειγμα δε της ολιγοδεΐας και προσφοράς στον άνθρωπο έδωσαν πρώτοι αυτοί οι Πατέρες. Ο Μ. Βασίλειος με την «Βασιλειάδα»˙ ο Γρηγόριος Θεολόγος με την λιτή ζωή του στην Βασιλεύουσα, εξ αιτίας της οποίας δημιουργούσε την απαρέσκεια των εν Χριστώ αδελφών˙ ο Χρυσόστομος που εισάγει στο πατριαρχικό οίκημα την μοναχική εγκράτεια και το περίσσευμα δίνει στην φιλανθρωπία˙ πωλεί πολυτελείς κίονες του πατριαρχικού οίκου, καταργεί τις δεξιώσεις και δηλώνει ότι ο ίδιος δεν θα συμμετέχει σε δεξιώσεις που δίνουν άλλοι. Οι οικονομίες που προκύπτουν, διατίθενται στον ήδη υπάρχοντα ξενώνα για τους γέροντες, τους πτωχούς και τους ξένους. Δικαίως, λοιπόν, αποκαλείται «πρεσβευτής των πτωχών».
Παρά ταύτα, ουδείς των Πατέρων εισηγείται επαναστατική δράση των πτωχών. Προσπαθούν να μαλάξουν τις καρδιές. Κρούουν τις πανίσχυρες χορδές της καρδιάς. Διότι η καρδιά, ως πηγή των συναισθημάτων και κέντρο της υπάρξεως, έχει την προτεραιότητα στον άνθρωπο και στην παιδεία.
Χωρίς καθαρή καρδιά, που αγαπά δηλαδή τον Θεό και τον άνθρωπο, δεν είναι δυνατό να συγκροτηθεί παιδεία ανθρωπιστική και κοινωνία αυθεντική. «Κάμε το καλό και ριξ’ το στον γιαλό», λέγει ο σοφός λαός, εκφράζοντας το πνεύμα της ανιδιοτέλειας. Ο άνθρωπος που αγαπά, δίνει τα πάντα για τον πένητα, τον ανήμπορο, τον αδύναμο.
Αυτό το πνεύμα της αγάπης και της ανιδιοτέλειας διδάσκεται στην οικογένεια, στο πρώτο παιδευτήριο, και στο σχολείο. Η αγωγή αρχίζει από το σπίτι. Εκεί πρωτομαθαίνει ο άνθρωπος. Εκεί πρωτοσμιλεύεται ο χαρακτήρας του. Όπως έλεγε ο Ευριπίδης: «΄Οταν κρηπίς μη καταβληθή γένους ορθώς, ανάγκη δυστυχείν τους εκγόνους» (Ηρακλής, 1261-1262). Οι άγιοι Πατέρες μας ευτύχησαν να έχουν ευσεβείς γονείς και να διδαχθούν την αρετή μέσα στην οικία τους. Το δε σχολείο είναι χώρος, όπου καλλιεργείται η αγάπη, η συνεργατικότητα, η αλληλοβοήθεια, η αλληλοϋποστήριξη, αρετές κοινωνικές. Η αγωγή τότε είναι τελέσφορη, όταν διαπνέεται από το πνεύμα της αγάπης. «Ουδέν ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν, ως το φιλείν και φιλείσθαι», τονίζει ο Χρυσόστομος (PG 62, 529-530).
Το σχολείο δεν είναι χώρος, στον οποίο μεταδίδονται γνώσεις ξηρές για να γίνει ο νέος homo oeconomicus. Το σχολείο δίνει το σπίρτο (εκ του spiritus, πνεύμα), προκειμένου να ανάψει μέσα στους νέους η φωτιά που καθαρίζει και θερμαίνει την κοινωνία. Το σχολείο δεν είναι φυλακή, από την οποία αποφοιτούν οι μαθητές, για να βρεθούν μετέπειτα σε μια άλλη φυλακή, πολύ σκληρή, την κοινωνία, και να αισθάνονται τότε σαν το ψάρι έξω από το νερό.
Η ανθρωπιστική Παιδεία έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο, την πνευματική, ηθική και πολιτική ολοκλήρωσή του. Ο δε απώτερος σκοπός της είναι: Η ολοκληρωμένη ένταξη του ανθρώπου στο κοινωνικό σώμα, η κοινωνικοποίησή του, να φθάσει από το εγώ στο εμείς, από το άτομο στο πρόσωπο. Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε πρωτοπόρος σε αυτό τον τομέα, ως οργανωτής του κοινοβίου, που αποτελεί συνέχεια των «κοινών», του συνόλου των πολιτών στην αρχαία Ελλάδα.
Το σχολείο είναι το φυτώριο, όπου καλλιεργούνται προσωπικότητες ελεύθερες και ψυχές ανδρείες. ΄Αλλωστε, όπως έλεγε η Κυριακίδου-Νέστορος, η λ. παιδεία αντιστοιχεί στη λατινική cultura (καλλιέργεια)- λέξη ακαλαίσθητη κατ’ αυτήν- και εμπεριέχει τον βασικό άξονα της σύγχρονης θεωρίας του πολιτισμού, δηλαδή, την εκπαίδευση, την ανατροφή του παιδιού, την κοινωνικοποίησή του, την ένταξή του στον πολιτισμό.
Ατυχώς προτεραιότητα δίνεται στο ανθρωποείδωλο του homo oeconomicus. Αυτό είναι το πρόβλημα της στοχοθεσίας των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Τοποθετούμε την άμαξα μπροστά από το άλογο, δηλαδή μπροστά την μηχανή και όχι αυτόν που κινεί την μηχανή, τον άνθρωπο. H μηχανή δεν είναι το παν. Δεν είναι ο σκοπός του βίου μας. Ικανοποιεί μόνο τις υλικές ανάγκες και όχι τις πνευματικές. Η παραγωγικότητα της ύλης μας ενδιαφέρει. Τα οικονομικά μεγέθη είναι ο βραχνάς μας. Το κεφάλαιο και όχι η κεφαλή. Ο άνθρωπος, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι «Θεός κεκελευσμένος» (PG 36, 560A), έχει δηλαδή μέσα του την εντολή να γίνει Θεός κατά χάρη. Γι’ αυτό και πάλι ο λαός μας χαρακτηρίζει κάποιους «αθεόφοβους» και «θεομπαίχτες» και διερωτάται «αν έχουν Θεό μέσα τους». Αν τα παιδιά μας δεν έχουν μέσα τους Θεό, πού οδεύουμε;
Για να μορφωθούν, όμως, τα παιδιά μας χρειάζονται δάσκαλοι, με ήθος και γνώσεις, ώστε να μη λένε τα παιδιά μας το του Μ. Βασιλείου: «Πολλών μεν ακήκοα λόγων ψυχωφελών, πλην παρ’ ουδενί των διδασκάλων εύρον αξίαν των λόγων την αρετήν» (PG 32, 356C).
Στόχος μας, λοιπόν, είναι και η ευρυμάθεια, αλλά και η πολύπτυχη μόρφωση του ανθρώπου. Άλλο μόρφωση και άλλο γράμματα. ΄Οπως έλεγε ο Παπαδιαμάντης, «μορφωμένους θέλουμε, όχι εγγραμμάτους». Κάτι ξέρει και ο λαός μας που λέγει: «΄Αλλα ειν’ τα γράμματα κι άλλη ειν’ η γνώση». Στην εποχή μας πλεονάζουν οι γνώσεις, αλλά σπανίζουν οι άνθρωποι. Είναι δυνατό να έχουμε νέους με μυαλό Αϊνστάιν και καρδιά Κάιν;
Ο Μ. Γλέζος, πρόσφατα, είπε ένα πετυχημένο: «Το χρήμα δεν παράγει αξίες. Ο άνθρωπος παράγει αξίες». Είναι με άλλα λόγια αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι: «Μέτρον πάντων χρημάτων ο άνθρωπος». Αυτός που μετράει, που εξετάζει και σταθμίζει όλα τα πράγματα, είναι ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι πάνω και έξω από τα πράγματα. Προηγείται και δεν έπεται. Αυτός εποπτεύει, ελέγχει, κατευθύνει.
Η Παιδεία μας καλλιεργεί ανθρώπους και όχι οικονομικές μονάδες. Το παν δεν είναι το χρήμα. «Άλλο γνώση και άλλο γρόσι». Το πνεύμα είναι το ζητούμενο, όχι η ύλη. Το πνεύμα είναι το κινούν και η ύλη το αντικείμενο του πνεύματος.
Η Παιδεία, κατά τους Πατέρες μας, είναι αναζήτηση της αλήθειας και μύηση σε αυτήν. Είναι φιλοκαλία, αγάπη του ωραίου, και θεραπεία του δικαίου, συστατικά απαραίτητα του βίου.
* * *
Ο τομέας κρατικής λειτουργίας που επηρεάζει αμεσότερα την κοινωνική ψυχολογία, είναι η Παιδεία. Η Παιδεία αποτελεί καταλύτη για την ανάκαμψη της Πατρίδος, αρκεί το παρασιτικό, πελατειακό καθεστώς του κομματισμού να μένει έξω από αυτήν. Στην σημερινή συγκυρία της ανταγωνιστικότητας στην παγκόσμια οικονομία, χρειάζεται να αυξήσουμε όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα στα προϊόντα, αλλά κυρίως την ανταγωνιστικότητα στην οικονομία της γνώσης που είναι δύναμη. Η δε γνώση δεν μπορεί να είναι θεμελιωμένη σε αφηρημένες έννοιες ούτε να είναι υπερβολικά κωδικοποιημένη, αλλά να βοηθά τους νέους να συλλαμβάνουν την ουσία των πραγμάτων, όπως είχε επισημάνει προ ετών η Λευκή βίβλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
Αλλάζοντας κάποια στερεότυπα ετών, προσανατολίζοντας την Παιδεία σε πρακτική κατεύθυνση που βασίζεται στην θεωρία και στις ανθρωπιστικές σπουδές, μακριά από την αποστήθιση και ενεργοποιώντας το ζώπυρο που έχουν μέσα τους οι νέοι, μπορούμε να ελπίζουμε. Οι καιροί ου μενετοί.
Όταν παραπολλοί μαθητές φεύγουν από τα θρανία ή μένουν στην ίδια τάξη, είτε αποχωρούν από το σχολείο είτε το ολοκληρώνουν ασθμαίνοντας, για να πάρουν ένα απολυτήριο και να στραφούν στην αγορά εργασίας, αποτελώντας όμως την πιο ευάλωτη ομάδα από την απειλή της φτώχειας και της ανεργίας, καταλαβαίνουμε όλοι ότι δεν μπορούμε να παίζουμε «εν ου παικτοίς». Το πρόβλημα, μάλιστα, είναι οξύτερο στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Εφόσον το πανεπιστημιακό πτυχίο δεν θεωρείται πλέον ιδιαίτερο προσόν στην αγορά εργασίας, γίνεται φανερό ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Η Παιδεία είναι το φυτώριο, στο οποίο καλλιεργείται το μέλλον της Πατρίδος.
Συν τοις άλλοις, δεν διαθέτουμε τον απαιτούμενο χρόνο να ασχοληθούμε με τα παιδιά μας, με τα προβλήματά τους, με τις έγνοιές τους και τα ενδιαφέροντά τους. Ποτέ ή σπάνια μπορούν να μιλήσουν με τους γονείς τους, όταν το θέλουν. Εμείς οι παιδαγωγοί αγχωνόμαστε να περατώσουμε την διδακτέα ύλη, μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και παραθεωρούμε το γεγονός ότι η Πατρίδα μάς εμπιστεύθηκε ψυχές που σήμερα είναι σαν δενδρύλλια, αλλ’ αύριο θα γίνουν λεύκες υψίκορμοι που θα αντιμετωπίσουν τις θύελλες της ζωής.
Καιρός να δώσουμε προτεραιότητα στον άνθρωπο˙ να καλλιεργήσουμε τις έμφυτες αρετές των παιδιών μας˙ να παιδευτούμε και να παιδεύσουμε, δηλαδή εμείς οι ίδιοι να μορφωθούμε ποικιλότροπα και ύστερα να μορφώσουμε. Ο πολιτισμός, η ιστορία και η ανθρωπιστική παιδεία μάς απέμειναν. Αυτά είναι ο πλούτος και ο θησαυρός μας που εκτιμούν όσοι ξένοι φίλοι μάς απέμειναν. Δυστυχώς, όπως λέγει ο Σ. Σόρογκας, εμείς δεν είχαμε την καθαρότητα να δούμε αυτό τον πνευματικό μας πλούτο. Επικράτησε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα που επέβαλε στα πάντα την υλόφρονα αντίληψη. Η ζωή μας καθορίζεται από το κέρδος, την αλλοτρίωση από τον συνάνθρωπο, την έλλειψη κατεύθυνσης.
Καιρός να επιστρέψουμε στις ρίζες μας που αρδεύονται από την παράδοση τόσων αιώνων˙ την παρακαταθήκη που μας κληροδότησαν οι Τρεις άγιοι Πατέρες μας με τις ανθρωπιστικές σπουδές τους και την προσφορά στον άνθρωπο˙ με τον υπερτονισμό του προσώπου, την ανεκτικότητα, την ποικιλότητα των προσώπων. Η κληρονομιά που μας άφησαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες μάς δίνει την δύναμη να εργασθούμε υπό τις σημερινές αντίξοες συνθήκες για την ελευθερία του προσώπου. Ούτε σε μάζες διδάσκουμε, ούτε αγέλες δημιουργούμε. Είμαστε, θεράποντες, διάκονοι, υπηρέτες των παιδιών μας, και όχι αποικιοκράτες. Η Παιδεία μας, άλλωστε, έχει και αυτό το χαρακτηριστικό: Μία ελευθερία εν αγάπη και μία αγάπη εν ελευθερία.
΄Οσοι έφεραν την λοιμική της κομματοκρατίας στην Παιδεία μας, να συναισθανθούν τις ευθύνες τους και να βρουν την θεραπεία. «Ο τρώσας και ιάσεται». Τα παιδιά μας δεν είναι μαζοποιημένα άτομα που άγονται και φέρονται, αλλά ελεύθερες προσωπικότητες που αποζητούν πρότυπα, διψούν για αξιολόγηση της παραγωγικότητας και ποιότητας, δημιουργική φαντασία και αξιοκρατία. Δεν είναι δυνατόν οι ναοί της γνώσης να μεταβάλλονται σε οίκους εμπορίου, συναλλαγής και αγοραπωλησίας ανθρωπίνων συνειδήσεων, να επιβιώνουν οι «σέμπροι της λαθροχειρίας και οι κολλίγοι της ημιμάθειας», όπως έλεγε ο Μάριος Πλωρίτης, ή, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, «οι κέρκωπες», οι πανούργοι, να ευδοκιμούν, «οι δε λέοντες να ηρεμούν». ΄Υστερα από όλα αυτά, είναι να απορεί κανείς για την αναισχυντία των παιδιών μας; Ποια πρότυπα τους δίνουμε; Ποια ιδανικά τους καλλιεργούμε; Ποια οράματα και όνειρα τους αφήνουμε να έχουν, όταν η ίδια η Πατρίδα-σαν μητριά-τους διώχνει και τους κόβει τα φτερά;
Σε μία κοινωνία παγκοσμιοποιημένη, όπου «η βάση δεδομένων, ως μοντέλο οργάνωσης της σύγχρονης γνώσης, και οι μηχανές αναζήτησης αντικατέστησαν την έννοια “του δένδρου της γνώσης”, δηλαδή την ιεραρχημένη και διαβαθμισμένη γνώση» (Α. Λιάκος), σε αυτόν τον κόσμο οφείλουμε, ως θεράποντες, να δώσουμε την προτεραιότητα στο πνεύμα, στον εξευγενισμό του ανθρώπου, στην καλλιέργεια των έμφυτων αρετών του, στην μόρφωση και στην ολοκληρωμένη καταξίωσή του. Ευημερία δεν σημαίνει μόνο αύξηση του ΑΕΠ και μείωση του ελλείμματος, εάν παραλλήλως δεν δίνουμε έμφαση στα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αειφορίας, εάν δεν σεβόμαστε τον άνθρωπο και τα βασικά δικαιώματά του. Ο άνθρωπος, λοιπόν, και η ολόπλευρη παιδεία του είναι το ζητούμενο. Αυτά καλούμαστε να διακονήσουμε, να θεραπεύσουμε. Και είμαστε αισιόδοξοι ότι όλοι μαζί, με σύμπνοια και ομοθυμία, θα επιτύχουμε.
Bιβλιογραφικές αναφορές
Γαζή ΄Ε. (2004), Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών, Νεφέλη: Αθήνα.
π. Ζήσης Θ. (1997), Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου, Βρυέννιος: Θεσσαλονίκη.
Κορνιτσέσκου Κ. (1971), Ο ανθρωπισμός κατά τον ιερόν Χρυσόστομον, ΠΙΠΜ: Θεσσαλονίκη.
Κυριακίδου-Νέστορος ΄Α. (1978), Η θεωρία της ελληνικής Λαογραφίας, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής Παιδείας: Αθήνα.
Mango C. (1988), Bυζάντιo, H aυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ: Αθήνα.
π. Μεταλληνός Γ. (1992), Λόγος ως αντίλογος, Αρμός: Αθήνα.
Του αυτού, Η πρόταση των Τριών Ιεραρχών για την παιδεία της Ευρώπης, ΄Αρθρο δημοσιευμένο στο Διαδίκτυο.
Μπαμπινιώτης Γ. “Ορθοδοξία και ορθολογισμός”, Το Βήμα, 3-2-2002, σ. Α59.
Χρήστου Π. (1973), Ο Ιωάννης Χρυσόστομος και οι Καππαδόκαι, Ανάλεκτα Βλατάδων: Θεσσαλονίκη.
Του αυτού (2006), Ελληνική Πατρολογία, τ. 4, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου