Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες


Τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

Δὲν θὰ ἐπαρκοῦσαν οὔτε σαράντα γλῶσσες νὰ ἐξυμνήσουν τὴν ἀρετὴ τόσων μεγάλων ἀνδρῶν. Καὶ ὅμως, καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἕνας ὁ τιμώμενος, θὰ ἀρκοῦσε νὰ νικήσῃ τὴ δύναμι τῶν λόγων μου, πολὺ δὲ περισσότερο τώρα ποὺ εἶναι τόσο μεγάλο πλῆθος, στρατιωτικὴ φάλαγγα, παράταξις δυσκολοκαταγώνιστος, ἐξ ἴσου ἀνίκητος στοὺς πολέμους καὶ ἄφθαστος στοὺς ἐπαίνους.

Ἐμπρὸς λοιπὸν τώρα, ἀφοῦ τοὺς φέρουμε ἐνώπιόν μας διὰ τῆς ἐνθυμήσεως, ἂς καταστήσουμε κοινὴ τὴν ὠφέλεια σ’αὐτοὺς ποὺ εἶναι παρόντες, ἀφοῦ δείξουμε πρῶτα σ’ ὅλους σὰν σέ ζωγραφιά, τὰ κατορθώματα τῶν ἀνδρῶν. Ἄλλωστε καὶ τὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα, πολλές φορές καὶ οἱ λογογράφοι καὶ οἱ ζωγράφοι ἐξιστοροῦν· οἱ μὲν μὲ τὸ νὰ τὰ ἐγκωμιάζουν μὲ τὸ λόγο, οἱ δὲ μὲ τὸ νὰ τὰ ζωγραφίζουν στοὺς πίνακες, διεγείρουν πολλοὺς πρὸς τὴν... ἀνδραγαθία, καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Διότι αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἡ ἱστοριογραφία παρουσιάζει διὰ τῆς ἀκοῆς, αὐτὰ τὰ ἴδια ἡ ζωγραφικὴ σιωπηλῶς τὰ παριστάνει διὰ τῆς μιμήσεως. Ἔτσι τώρα καὶ ἐμεῖς θὰ ὑπενθυμήσουμεν στοὺς παρόντες τὴν ἀρετὴ τῶν ἀνδρῶν· καὶ ἀφοῦ κατὰ κάποιον τρόπο φέρουμεν κάτω ἀπὸ τὰ μάτια σας τίς πράξεις των, θὰ παρακινήσουμε πρὸς μίμησι, αὐτοὺς ποὺ εἶναι γενναιότεροι καὶ οἰκειότεροι κατὰ τὴν διάθεσι πρὸς αὐτούς. Διότι «ἐγκωμιασμὸς μαρτύρων» σημαίνει προτροπὴ πρὸς ἀρετή, αὐτῶν ποὺ εἶναι συγκεντρωμένοι. Οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ἁγίους δὲν καταδέχονται νὰ ὑποτάσσωνται στοὺς κανόνες τῶν ἐγκωμίων. Διότι οἱ ἐγκωμιαστές παίρνουν τίς ἀρχές τῶν εὐφημιῶν, ἀπὸ τίς ἀφορμές τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτοὺς ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σταυρώσει τὸν κόσμο, πῶς μπορεῖ, κάτι ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτόν, νὰ δώσῃ ἀφορμὴ γιά ὑπερηφάνεια;

Οἱ ἅγιοι δὲν εἶχαν μία πατρίδα. Διότι ὁ καθένας κατήγετο ἀπὸ διαφορετικὴν πατρίδα. Τί λοιπόν; θὰ τοὺς θεωρήσουμε ἀπάτριδες, ἢ οἰκουμενικοὺς πολίτες; Διότι ὅπως στίς συνεισφορές ἀπὸ τοὺς ἐράνους, αὐτὰ ποὺ ἔχουν προσφερθῆ ἀπὸ τὸν καθένα, γίνονται κοινὰ σ’αὐτοὺς ποὺ τὰ προσέφεραν, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσι τῶν μακαρίων τούτων ἀνδρῶν, τοῦ καθενὸς ἡ πατρίδα εἶναι κοινὴ γιά ὅλους· καὶ ὅλοι προερχόμενοι ἀπὸ παντοῦ, ἀνταποδίδουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὴν πατρίδα ποὺ τοὺς προσέφερεν. Ἄλλωστε γιατί πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε τίς εὐρισκομένας κατά τό ἀνθρώπινον πατρίδες, ἐνῷ εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζουμε ποιά εἶναι ἡ τωρινὴ πατρίδα τους;

Πόλις λοιπὸν μαρτύρων εἶναι ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶναι ὁ τεχνίτης καὶ ὁ δημιουργός. Εἶναι ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ ἐλευθέρα, ἡ μητέρα τοῦ Παύλου καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι ὅμοιοι μὲ αὐτόν. Τὸ ἔθνος μὲν αὐτὸ, ποὺ εἶναι ἀνθρώπινο, εἶναι διάφορο γιὰ τὸν καθένα, τὸ πνευματικὸν ὅμως ἔθνος εἶναι γιά ὅλους. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι κοινὸς πατέρας αὐτῶν, καὶ ὅλοι εἶναι ἀδελφοί, ἂν καὶ δὲν ἔχουν γεννηθῆ ἀπὸ ἕνα πατέρα καὶ μιά μάννα, ἀλλ᾿ ἔχουν συναρμοσθῆ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο στὴν ὁμόνοια διὰ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν υἱοθεσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἕτοιμος χορός! Μεγάλη συνδρομὴ αὐτῶν ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες δοξάζουν τὸν Κύριον! Δὲν ἔχουν μαζευθῆ ἕνας-ἕνας, ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ ἔχουν μετατεθῆ στὴν ἄλλη ζωή. Ποιὸς ὅμως εἶναι ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς μεταθέσεως; Αὐτοὶ ἐπειδὴ ὑπερεῖχαν καὶ κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας, καὶ κατὰ τὴν δύναμι ἀπὸ ὅλους τοὺς συνομηλίκους των, ἐτάχθησαν νὰ ὑπηρετοῦν στίς στρατιωτικές τάξεις. Λόγῳ δὲ τῆς πολεμικῆς πείρας καὶ τῆς ψυχικῆς γενναιότητος, εἶχαν λάβει κιόλας τίς πρῶτες τιμές ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἦταν ξακουστοὶ σ’ὅλους γιὰ τὴν ἀνδρεία τους.

Ὅταν δὲ ἐξηγγέλθηκε ἐκεῖνο τὸ ἄθεο καὶ ἀσεβὲς διάταγμα, νὰ μὴ ὁμολογοῦν πίστι στὸν Χριστό, ἢ διαφορετικὰ νὰ τιμωροῦνται, ἠπειλεῖτο δὲ κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ εἶχε ξεσηκωθῆ πολὺς καὶ ἄγριος ὁ θυμὸς ἀπὸ μέρους τῶν ἀδίκων δικαστῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐμηχανορραφοῦντο δὲ ἐπιβουλαὶ καὶ δολοπλοκίαι ἐναντίον των, καὶ ἐπενοοῦντο ποικίλα εἴδη βασανισμοῦ, -καὶ οἱ βασανιστές ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαῖοι-, ἡ φωτιὰ ἦταν ἑτοιμασμένη, τὸ ξίφος ἀκονισμένον, ὁ σταυρὸς εἶχε στηθῆ, ὁ λάκκος, ὁ τροχός, τὰ μαστίγια ἕτοιμα· καὶ ἄλλοι μὲν ἔφευγαν στὴν ἐρημία, ἄλλοι δὲ ὑπέκυπταν καὶ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα, ἄλλοι δὲ κλονίζονταν, μερικοὶ δὲ κατετρόμαζαν καὶ μὲ μόνη τὴ δοκιμασία τῆς ἀπειλῆς, ἄλλοι δὲ ἀφοῦ ἔρχονταν κοντὰ στὰ δεινὰ τρελλαίνονταν, ἄλλοι δὲ μόλις ἔμβαιναν στὸν ἀγῶνα, ἔπειτα ἀδυνατοῦσαν νὰ ὑπομείνουν ὡς τὸ τέλος τὰ βασανιστήρια, διότι λύγιζαν στὸ μέσον περίπου τῆς ἀθλήσεως, ὅπως αὐτοὶ ποὺ κλυδωνίζονται στὴ θάλασσα καὶ καταποντίζουν ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ ἐμπορεύματα τοῦ μόχθου τους.

Τότε λοιπὸν οἱ ἀνίκητοι καὶ γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, παρουσιάσθηκαν στὸ μέσον, ἐνῷ ὁ ἄρχοντας τοὺς ἐπεδείκνυε τὸ διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ καὶ ἀπαιτοῦσε τὴν ὑπακοή, μὲ θαρρετὴ τὴ φωνή, μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν, χωρὶς νὰ τρομάξουν ἀπὸ τίς ἀπειλές, ὡμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ὦ μακάριοι γλῶσσαι, ποὺ ἀφήκατε ἐκείνη τὴν ἱερή ὁμολογία, τὴν ὁποίαν ὁ ἀέρας μὲν ποὺ τὴν δέχθηκε ἀγιάσθηκε, οἱ Ἄγγελοι δὲ ποὺ τὴν ἄκουσαν τὴν ἐπεκρότησαν, ὁ διάβολος μαζὶ μὲ τὰ δαιμόνια πληγώθηκε, ὁ δὲ Κύριος τὴν κατέγραψεν στοὺς οὐρανούς!

Ὁ καθένας λοιπὸν ἀφοῦ παρουσιάσθκε στὸ μέσον εἶπε: «Εἶμαι Χριστιανός». Καὶ ὅπως στὰ στάδια αὐτοὶ ποὺ προσέρχονται στὴν ἄθλησι, λένε συγχρόνως καὶ τὰ ὀνόματά τους, καὶ μεταβαίνουν στὸν τόπο τοῦ ἀγωνίσματος, ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ τότε, ἀφοῦ περιεφρόνησαν τὰ ὀνόματα τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀπὸ τὴ γέννησί τους, ὁ καθένας ἔπαιρνε τό ὄνομά του ἀπὸ τὸ κοινὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος· καὶ ὅλοι ἔκαναν τὸ ἴδιο συνδέοντας ὁ ἑπόμενος τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν προηγούμενο. Ὥστε ὅλοι εἶχαν ἕνα ὄνομα, διότι δὲν ἦταν πιὰ ὁ δεῖνα ἢ ὁ τάδε, ἀλλ᾿ ὅλοι ὠνομάζονταν Χριστιανοί.

Τί λοιπὸν ἔπραττε ὁ τότε κυρίαρχος; Διότι ἦταν φοβερὸς καὶ πολυμήχανος στὸ νὰ μεταχειρίζεται τίς κολακεῖες, καὶ νὰ μεταπείθῃ μὲ τίς ἀπειλές. Κατ᾿ ἀρχὴν τοὺς ἐδελέαζε μὲ τίς κολακεῖες, προσπαθώντας νὰ παραλύσῃ τὸν τόνο τῆς πίστεως. Μὴ χαραμίζετε τὰ νειάτα σας καὶ ἀνταλλάσσετε τὴ γλυκειά αὐτὴ ζωὴ μὲ τὸν ἄγουρο θάνατο. Διότι εἶναι πρᾶγμα ἀνάρμοστο, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀριστεύουν στοὺς πολέμους, νὰ πεθαίνουν τὸ θάνατο τῶν κακούργων. Κοντὰ σ’ αὐτὰ ὑπόσχονταν καὶ χρήματα. Προσέφερε δὲ καί ἄλλα -δηλαδὴ τίς βασιλικές τιμές καὶ τίς ἀπονομές τῶν ἀξιωμάτων- καὶ μὲ μύριες ἐπινοήσεις τοὺς ἐδελέαζε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐκάμπτοντο μὲ τὴ δοκιμασία αὐτή, χρησιμοποιοῦσε τὸ ἄλλο εἶδος τῶν τεχνασμάτων. Τοὺς ἀπειλοῦσε μὲ πληγές καὶ θανάτους, καὶ μὲ δοκιμασία ἀθεραπεύτων κακῶν.

Καὶ αὐτὰ μὲν ἔπραττε αὐτός. Ποιά ὅμως ἦταν τὰ ἔργα τῶν μαρτύρων; Διατί, λένε, μᾶς δελεάζεις, ὦ θεομάχε, νὰ ἀποστατήσουμε ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεό, καὶ νὰ δουλεύουμε στοὺς καταστρεπτικοὺς δαίμονες, μὲ τὸ νὰ μᾶς προτείνῃς τὰ ἀγαθά σου; Τί προσφέρεις τόσα πολλά, ὅσα φροντίζεις νὰ ἀφαιρέσῃς; Μισῶ τὴ δωρεὰ ποὺ προξενεῖ ζημία. Δὲν δέχομαι τὴν τιμὴ ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ἀτιμίας. Προσφέρεις χρήματα ποὺ παραμένουν ἐδῶ, καὶ δόξαν ποὺ μαραίνεται. Μὲ κάμνεις γνωστὸν στὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἀλλὰ μὲ ἀποξενώνεις ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Βασιλέα. Γιατὶ μὲ τσιγκουνιὰ προτείνεις λίγα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Ἐμεῖς ὁλόκληρο τὸν κόσμο περιεφρονήσαμε. Αὐτὰ ποὺ βλέπουμε δὲν εἶναι ἀντάξια τῆς ποθητῆς ἐλπίδας μας. Βλέπεις τὸν οὐρανὸ αὐτό, πόσο καλὸς εἶναι στή θέα, καὶ πόσο μεγάλος; Καὶ τὴ γῆ πόσο μεγάλη εἶναι; Καὶ τὰ ἀξιοθαύμαστα ἐπάνω σ’αὐτή; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐξισώνεται μὲ τὴ μακαριότητα τῶν δικαίων. Διότι ὅλα αὐτὰ παρέρχονται. Τὰ δικά μας ὅμως παραμένουν αἰώνια. Μία χάρι ποθῶ, τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης. Μία δόξα λαχταρῶ, αὐτὴ τῆς οὐρανίου βασιλείας. Εἶμαι φιλόδοξος γιὰ τὴν οὐρανία τιμή. Μία δὲ τιμωρία φοβοῦμαι, αὐτὴ τῆς κολάσεως. Ἐκεῖνο τὸ πῦρ εἶναι γιά μένα φοβερό, αὐτὸ δὲ ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ σᾶς εἶναι ὁμόδουλο. Γνωρίζει νὰ σέβεται αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦν τὰ εἴδωλα. Τὰ κτυπήματά σας τὰ λογαριάζω σὰν παιδικὰ βέλη. Διότι κτυπᾷς τὸ σῶμα, ποὺ ἐὰν ἀντέξῃ περισσότερο, στεφανώνεται λαμπρότερα. Ἐὰν δὲ γρηγορώτερα ὑποκύψη, φεύγει ἀπαλλαγμένο ἀπὸ δικαστές τόσο σκληρούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ ἔχετε ἀναλάβει τὴν ὑπηρεσία τῶν σωμάτων, φιλοδοξεῖτε νὰ κυριαρχήσετε καὶ ἐπάνω στίς ψυχές. Σεῖς οἱ ὁποῖοι βεβαίως, ἐὰν δὲν τιμηθῆτε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν Θεό μας, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὑβρίζεσθε ἀπὸ μᾶς στὸ ἔπακρον, δυσανασχετεῖτε, καὶ ἀπειλεῖτε τίς φοβερές αὐτές τιμωρίες, μὲ τὸ νὰ κατηγορῆτε τὴν πίστι μας ὡς ἔγκλημα. Ἀλλ᾿ ὅμως δὲν θὰ βρῆτε δειλούς, οὔτε φιλοτομαριστές, οὔτε εὐκολοτρόμακτους, λόγω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Νά, ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ νὰ τροχισθοῦμε καὶ νὰ στρεβλωθοῦμε καὶ νὰ κατακαοῦμε καὶ νὰ καταδεχθοῦμε κάθε εἶδος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.

Ὅταν δὲ ἐκεῖνος ὁ ἀλαζὼνας καὶ βάρβαρος ἄκουσε αὐτά, μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ τὸ θάρρος τῶν ἀνδρῶν καὶ βράζωντας ἀπὸ τὸ θυμό του, σκεπτόταν, τί τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ βρῆ, ὥστε νὰ κάμῃ γι᾿ αὐτοὺς καὶ διαρκῆ καὶ πικρὸ τὸ θάνατο. Βρῆκε λοιπὸν τὸν τρόπο. Καὶ κυττάξετε πόσον εἶναι φοβερός: Ἀφοῦ δηλαδὴ παρετήρησε προσεκτικὰ τὸ κλῆμα τῆς χώρας, ὅτι ἦταν ψυχρό, καὶ ὅτι ἡ ἐποχὴ τοῦ ἔτους ἦταν χειμῶνας, καὶ παρεφύλαξε νὰ εἶναι νύκτα κατὰ τὴν ὁποία τὸ ψῦχος ἐπιτείνεται πολύ, ἄλλωστε δὲ τότε κατ᾿ αὐτὴν φυσοῦσε καὶ βοριᾶς, τοὺς διέταξε ὅλους, ἀφοῦ ξεγυμνωθοῦν στὸ ὕπαιθρο, νὰ πεθάνουν στὸ μέσον τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ἐξάπαντος δὲ γνωρίζετε, ὅσοι ἔχετε πεῖρα ἀπὸ τὸν χειμῶνα, πόσο ἀνυπόφορο εἶναι τὸ βασανιστικὸ αὐτὸ εἶδος. Διότι στοὺς ἄλλους δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δειχθῇ, παρὰ σ’αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὰ παραδείγματα αὐτῶν ποὺ λέγομε ἐκ τῶν προτέρων ἀποκείμενα μέσα των ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴν πεῖραν. Διότι, τὸ σῶμα ποὺ θὰ ἐκτεθῇ στὸ ψῦχος, κατ᾿ ἀρχὴν μέν, ἐνῷ τὸ αἷμα πήζει, γίνεται ὁλόκληρο μαυροκίτρινο, ἔπειτα δὲ χοροπηδᾷ καὶ ἀνατινάσσεται πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐνῷ τὰ δόντια κτυποῦν, οἱ ἶνες συσπῶνται καὶ ὅλο τὸ σῶμα χωρὶς νὰ θέλῃ συσπᾶται. Κάποιος δὲ τσουχτερὸς πόνος, καὶ πόνος ἀνείπωτος, ποὺ φθάνει ὡς τὸ μυελὸ τῶν ὀστῶν, κάμνει δυσκολοβάστακτον τὸ αἴσθημα σ’αὐτοὺς ποὺ παγώνουν. Ἔπειτα ἀκρωτηριάζεται, ἐνῷ τὰ ἄκρα καίονται, ὡσὰν ἀπὸ φωτιά. Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπομακρύνεται ἡ θερμότης ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ σώματος, καὶ νὰ φεύγῃ συγχρόνως στὸ βάθος, ἀφήνει νεκρὰ μὲν τὰ μέρη ἀπ᾿ ὅπου ἀπεμακρύνθη, παραδίδει δὲ σέ δυνατοὺς πόνους αὐτὰ πρὸς τὰ ὁποῖα ὑποχωρεῖ, ἐνῷ ὁ θάνατος πλησιάζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον μὲ τὸ πάγωμα. Τότε λοιπὸν κατεδικάσθηκαν νὰ διανυκτερεύουν ὑπαίθριοι, ὅταν ἡ μὲν λίμνη, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ πόλις εἶναι κτισμένη, καὶ μέσα στὴν ὁποία οἱ ἅγιοι ἀγωνίζονταν τὰ ἀγωνίσματα αὐτά, ἦταν ἱπποδρόμιο στὸ ὁποῖο τὴν εἶχε μεταβάλλει ἡ παγωνιά, καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ κρύον εἶχε μεταβληθῆ σέ ξηρά, μὲ ἀσφάλεια προσεφερόταν στοὺς περιοίκους νὰ περιπατοῦν στὴν ἐπιφάνειά της. Τὰ δὲ ποτάμια ποὺ συνεχῶς ἔρρεαν, ἀφοῦ πάγωσαν, σταμάτησαν τὴν ροήν τους, καὶ ἡ ἁπαλὴ φύσις τοῦ νεροῦ μετεβλήθηκε καί πέτρωσε. Σφοδρὰ δὲ φυσήματα τοῦ βοριᾶ ἔσπρωχναν κάθε τι τὸ ἔμψυχο στὸ θάνατο.Τότε λοιπὸν ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προσταγὴ (καὶ νὰ παρατηρήσῃς ἐδῶ, παρακαλῶ, τὸ ἀνίκητο φρόνημα τῶν ἀνδρῶν), εὐχαρίστως ὁ καθένας ἔβγαλεν ἀπὸ ἐπάνω του καὶ τὸν τελευταῖο χιτῶνα, καὶ ἐβάδιζαν γιὰ νὰ πεθάνουν τὸ θάνατο τοῦ ψύχους, προτρέποντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡσὰν εἰς διαρπαγὴ λαφύρων.

Ἂς μὴ βγάλουμεν, ἔλεγαν, τὸ ἔνδυμα, ἀλλὰ νὰ ἀποβάλλουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, αὐτὸν ποὺ φθείρεται σύμφωνα μὲ τίς ἐπιθυμίες τῆς ἀπάτης. Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, διότι μαζὶ μὲ τὸ ἱμάτιο τοῦτο ἀποβάλλουμε καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ φιδιοῦ τὸ φορέσαμε, ἂς τὸ βγάλουμε διὰ τὸν Χριστό. Ἂς μὴ κρατήσουμεν τὰ ἱμάτια, πρὸς χάριν τοῦ παραδείσου ποὺ χάσαμε. Τί θὰ ἀνταποδώσουμε στὸν Κύριο; Καὶ ὁ Κύριός μας ξεγυμνώθηκε. Τί εἶναι πιὸ μεγάλη τιμὴ διὰ τὸν δοῦλο, ἀπὸ τὸ νὰ πάθῃ αὐτὰ ποὺ ἔπαθε ὁ Κύριός του; καὶ μάλιστα ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι, ποὺ ξεγυμνώσαμε καὶ τὸν ἴδιον τὸν Κύριο. Διότι τὸ ἐγχείρημα ἐκεῖνο ἦταν ἔργο τῶν στρατιωτῶν. Ἐκεῖνοι ξεγύμνωσαν τὸν Κύριο καὶ μοίρασαν τὰ ἱμάτιά του. Θὰ ἑξαλείψουμε λοιπὸν ἀπὸ μόνοι μας τὴν κατηγορία ποὺ ἔχει καταγραφῆ εἰς βάρος μας. Ὁ χειμὼνας εἶναι δριμύς, ἀλλὰ εἶναι γλυκὺς ὁ παράδεισος. Τὸ πάγωμα ὀδυνηρό, ἀλλὰ γλυκειά ἡ ἀνάπαυσι. Ἂς ἀναμείνουμε λιγάκι, καὶ ὁ κόλπος τοῦ πατριάρχου θὰ μᾶς περιθάλψη· θὰ ἀνταλλάξουμε μία νύκτα μὲ ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα. Ἂς κατακαοῦν τὰ πόδια, γιὰ νὰ χορεύουν διαρκῶς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἂς ἀποκοποῦν τὰ χέρια, γιὰ νὰ ἔχουν παρρησία νὰ ὑψώνωνται πρὸς τὸν Δεσπότη. Πόσοι ἀπὸ τοὺς στρατιώτας μας δὲν ἔπεσαν στὴ μάχη, μὲ τὸ νὰ τηροῦν τὴν πίστι στὸν φθαρτὸν βασιλέα; Ἐμεῖς δὲ γιὰ τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ Βασιλέα, δὲν θὰ προσφέουμε τὴ ζωὴ αὐτή; Πόσοι ἀπὸ τοὺς κακούργους θανατώθηκαν, ἀφοῦ συνελήφθησαν γιά ἀδικήματα; Ἐμεῖς δὲ δὲν θὰ ὑποφέρουμε τὸ θάνατο χάριν τῆς δικαιοσύνης; Ἂς μὴ ξεστρατήσουμεν, ὦ συστρατιῶται, ἂς μὴ δώσουμε τὰ νῶτα μας στὸ διάβολο. Σάρκες εἶναι, ἂς μὴ λυπηθοῦμε. Ἐπειδὴ πρέπει ἐξάπαντος νὰ πεθάνουμε, ἂς πεθάνουμε γιὰ νὰ ζήσουμε. «Ἂς γίνῃ, Κύριε, ἡ θυσία μας ἐνώπιόν σου». Καὶ μακάρι νὰ γίνουμε δεκτοὶ «ὡς ζωντανὴ θυσία», εὐάρεστος σέ Σένα, μὲ τὸ νὰ γίνουμε ὁλοκαυτώματα διὰ μέσου τοῦ ψύχους τούτου, καλὴ προσφορά, καινούργια θυσία, ποὺ προσφέρεται ὄχι ἐπάνω στὴ φωτιὰ ἀλλὰ μὲ τὸ ψῦχος.

Αὐτὰ τὰ παρακλητικὰ λόγια μεταδίδοντες ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ προτρέποντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὡσὰν νὰ ἐκτελοῦν κάποιαν προφυλακὴν στὸν πόλεμο, περιφρονοῦσαν τὴν νύκτα. Ὑπέμεναν τὰ παρόντα μὲ γενναιότητα, ἔχαιραν γιὰ τὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθὰ καὶ περιεφρονοῦσαν τοὺς ἐχθρούς. Ὅλων δὲ μία ἦταν ἡ εὐχή. Σαράντα μπήκαμε στὸ στάδιο, μακάρι, Δέσποτα,σαράντα νὰ στεφανωθοῦμε. Ἂς μὴ λείψῃ οὔτε ἕνας ἀπὸ τὸν ἀριθμό. Εἶναι τίμιος αὐτός, τὸν Ὁποῖο τίμησες μὲ τὴν νηστεία τῶν σαράντα ἡμερῶν, διὰ τοῦ Ὁποίου ἡ νομοθεσία εἰσῆλθεν στὸν κόσμο. Μὲ νηστεία ἐπὶ σαράντα ἡμέρες ὁ Ἠλίας ἀφοῦ παρεκάλεσε τὸν Κύριο, πέτυχε νὰ τὸν ἴδῃ.

Καὶ τέτοια μὲν ἦταν ἡ εὐχὴ ἐκείνων. Ἕνας δὲ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν ἀφοῦ λύγισε στὰ δεινά, ἔφυγε ὡς λιποτάκτης, καὶ ἄφησεν ἀπαρηγόρητο πένθος στοὺς ἁγίους. ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνουν ἀτελεσφόρητοι αἱ παρακλήσεις των. Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶχεν ἀναλάβει τὴν φρούρησι τῶν μαρτύρων, θερμαινόμενος πλησίον σέ κάποιο φυλάκιο, παρετηροῦσε αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ γίνῃ, ἕτοιμος γιὰ νὰ δεχθῇ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ποὺ θὰ κατέφευγαν. Πράγματι καὶ τοῦτο πάλιν ἐπενοήθη, νὰ εἶναι δηλαδὴ κοντὰ ἐκεῖ λουτρό, διὰ νὰ ὑπόσχεται ταχεῖα τὴν βοήθεια σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ μετανοοῦσαν. Αὐτὸ ὅμως κατὰ τρόπον κακοῦργον ἐπενοήθη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Νὰ ἐξεύρουν δηλαδὴ τέτοιο τόπο κοντὰ στὸ μαρτύριο, στὸ ὁποῖο ἡ ἕτοιμος περιποίησις ἔμελλε νὰ ἐξουδετερώνῃ τὴν ἀντίστασι τῶν ἀγωνιζομένων. Αὐτὸ ἀνεδείκνυε λαμπροτέρα τὴν ὑπομονὴ τῶν μαρτύρων. Διότι ὑπομονητικὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἄφθονα τὰ ἀγαθά, καὶ ὑπομένει τὰ δεινά! Καθ᾿ ὃν χρόνον δὲ οἱ μὲν ἀγωνίζονταν, αὐτὸς δὲ παρετηροῦσε τὴν ἔκβασι, εἶδε παράδοξο θέαμα: Δυνάμεις νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ τρόπον τινὰ νὰ διανέμουν στοὺς στρατιῶτες μεγάλα δῶρα ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Αὐτές σ’ ὅλους μὲν τοὺς ἄλλους ἐμοίραζαν τὰ δῶρα, ἕνα δὲ μονάχα ἄφησαν ἀβράβευτον, διότι τὸν ἔκριναν ἀνάξιο γιὰ τίς οὐράνιες τιμές. Αὐτὸς ἀμέσως ἀφοῦ λύγισε στὰ βασανιστήρια, λιποτάκτησε πρὸς τοὺς ἀντιπάλους. Ἦταν ἐλεεινὸν θέαμα γιὰ τοὺς δικαίους. Ὁ στρατιώτης νὰ γίνῃ φυγάς, ὁ ὑποψήφιος γιὰ τὸ βραβεῖο νὰ γίνῃ αἰχμάλωτος, τὸ πρόβατον τοῦ Χριστοῦ νὰ ἁρπαγῇ ἀπὸ τὰ θηρία. Καὶ τὸ πιὸ θλιβερὸ βέβαια ἦταν ὅτι καὶ ἀστόχησε στὴν αἰώνια ζωή, καὶ δὲν ἀπόλαυσε τὴν παροῦσα, διότι ἀμέσως ἡ σάρκα μὲ τὴν ἐπαφὴ τοῦ θερμοῦ διελύθη. Καὶ αὐτὸς μὲν ποὺ ἀγάπησε τὴν ζωή, ἔπεσε, ἀμάρτησε χωρὶς κανένα κέρδος· ὁ δήμιος ὅμως, μόλις τὸν εἶδε νὰ ξεπέφτῃ ἀπὸ τὴ θέσι του καὶ νὰ τρέχῃ πρὸς τὸ λουτρό, ἔλαβεν ὁ ἴδιος τὴ θέσι τοῦ λιποτάκτου, καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε τὰ ροῦχα του, ἀνεμίχθη μὲ τοὺς γυμνούς, κραυγάζοντας τὴν ἴδια φωνὴν μὲ τοὺς Ἁγίους: «Εἶμαι Χριστιανός». Καὶ μὲ τὴν ἀπότομη μεταβολὴ ἐξέπληξε αὐτοὺς ποὺ παρίσταντο, καὶ ἀναπλήρωσε τὸν ἀριθμὸν καὶ μὲ τὴν πρόσθεσι τοῦ ἑαυτοῦ του, παρηγόρησε τὴν λύπην των γιά ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ ἀδυναμία κάμφθηκε. Ἔτσι μιμήθηκε τοὺς στρατιῶτες ποὺ ἀγωνίζονταν στὴ στρατιωτικὴ παράταξι, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀμέσως συμπληρώνουν τὴν θέσι αὐτοῦ ποὺ ἔπεσε στὴν πρώτη γραμμή, ὥστε νὰ μὴ διαρραγῇ ὁ συνασπισμός τους μὲ αὐτὸν ποὺ ἔλειψε.

Τέτοιαν λοιπὸν πρᾶξι ἔκαμε καὶ αὐτός! Εἶδε τὰ οὐράνια θαύματα, γνώρισε τὴν ἀλήθεια, προσέφυγε στὸν Δεσπότη καὶ συνηριθμήθηκε μὲ τοὺς μάρτυρες. Ἐπανέλαβε τὴν πρᾶξι τῶν μαθητῶν. Ἀπεχώρησεν ὁ Ἰούδας, καὶ στὴ θέσι του ἦλθε ὁ Ματθίας. Ἔγινε μιμητὴς τοῦ Παύλου. Αὐτὸς ποὺ χθὲς ἦταν διώκτης, σήμερα γίνεται κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ αὐτὸς εἶχεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν κλῆσιν καὶ «ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου». Πίστευσε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βαπτίσθηκε εἰς αὐτόν, ὄχι ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστιν του. Ὄχι στὸ νερό, ἀλλὰ στὸ αἷμα του. Καὶ ἔτσι ὅταν ξημέρωσε, ἐνῷ ζοῦσαν ἀκόμη, ρίχθηκαν στὴ φωτιά, καὶ τὰ λείψανα ἀπὸ τὴ φωτιά, τὰ ἔρριξαν στὸ ποτάμι, ὥστε ἡ ἄθλησι τῶν μακαρίων πέρασε ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν κτίσι.

Ἀγωνίσθηκαν στὴ γῆ, ὑπέμειναν στὸν ἀέρα, ρίχθησαν στὴ φωτιά, καὶ τέλος, τοὺς δέχθηκε τὸ νερό. Δικός τους εἶναι ὁ λόγος: «ἐπεράσαμε ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό, καὶ μᾶς ἔβγαλε σέ ἀνάπαυσι». Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιέβαλαν τὴν χώραν μας, σὰν κάποιοι συνεχεῖς πύργοι, προσφέροντας ἀσφάλεια ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν ἐχθρῶν. Δὲν περιώρισαν τοὺς ἑαυτούς τους σέ ἕνα τόπο, ἀλλ᾿ ἔχουν γίνει κιόλας φίλοι σέ πολλές περιοχές καὶ κοσμοῦν πολλές πατρίδες. Καὶ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι δὲν ἐπισκέπτονται ὁ καθένας χωριστὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονται, ἀλλ᾿ ὅλοι μαζὶ ὡς χορός, ἑνωμένοι μεταξύ των. Ὢ τί θαῦμα! Οὔτε εἶναι ἐλλιπεῖς στὸν ἀριθμό, οὔτε ἐπιδέχονται προσθήκη. Ἐὰν τοὺς διαιρέσῃς εἰς ἑκατόν, δὲν βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀριθμόν τους· ἐὰν εἰς ἕνα τοὺς μαζεύσῃς, καὶ ἔτσι σαράντα παραμένουν, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴν φύσιν τοῦ πυρός. Διότι καὶ ἐκείνη προχωρεῖ πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸ ἀνάπτει, καὶ ὅλον μένει σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει. Καὶ οἱ σαράντα μάρτυρες καὶ ὅλοι μαζὶ εἶναι, καὶ βρίσκονται ὅλοι στὸν καθένα.

Αὐτοὶ εἶναι ἡ πλούσια εὐεργεσία, ἡ χάρις ποὺ δὲν ἐξοδεύεται, εἶναι ἑτοίμη βοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκκλησία μαρτύρων, στρατὸς τροπαιοφόρων, χορὸς ἀπὸ δοξολογοῦντες. Τί δὲν θὰ ἔκανες γιὰ νὰ βρῆς ἕναν ποὺ νὰ παρακαλῇ γιὰ σὲνα τὸν Κύριον; Σαράντα εἶναι, ποὺ ἀναπέμπουν σύμφωνη προσευχή. «Ὅπου εἶναι μαζευμένοι δύο ἢ τρεῖς στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Κύριος ἀνάμεσα σ’ αὐτούς». Ὅπου ὅμως εἶναι σαράντα, ποιὸς ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ θλίβεται καταφεύγει εἰς τοὺς σαράντα, αὐτὸς ποὺ εὐφραίνεται πρὸς αὐτοὺς σπεύδει· ὁ ἕνας μὲν διὰ νὰ εὕρῃ λύσι στίς δυσκολίες, ὁ ἄλλος δὲ γιὰ νὰ διαφυλάξῃ γιά τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ τὰ πιὸ καλά, τὰ ἀγαθά. Ἐδῶ ἡ εὐσεβὴς γυναῖκα συναντᾶται νὰ προσεύχεται γιὰ τὰ τέκνα της, νὰ ζητῇ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνδρός της ἀπὸ τὴν ξενητειά, τὴν ὑγεία γιὰ τὸν ἄρρωστον.

Τὰ αἰτήματά σας ἂς γίνουν μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρες· οἱ νεαροὶ ἂς μιμηθοῦν τοὺς συνομηλίκους τουν, οἱ πατέρες ἂς εὐχηθοῦν νὰ εἶναι πατέρες τέτοιων παιδιῶν. Οἱ μητέρες ἂς διδαχθοῦν τὸ παράδειγμα τῆς καλῆς μητέρας. Ἡ μητέρα κάποιου ἀπὸ τοὺς μακαρίους ἐκείνους, ὅταν ἀντίκρυσε τοὺς ἄλλους νὰ ἔχουν κιόλας πεθάνει ἀπὸ τὸ ψῦχος, τὸ παιδί της δὲ ἀκόμη νὰ ἀναπνέῃ λόγῳ καὶ τῆς ρωμαλεότητος καὶ τῆς καρτερίας στὰ δεινά, καὶ ἐνῷ οἱ δήμιοι τὸ ἄφηναν μὲ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἀλλάξῃ γνώμη, αὐτὴ ἀφοῦ τὸ ἐσήκωσε μὲ τὰ χέρια της, τὸ ἔβαλεν ἐπάνω στὸ ἁμάξι, στὸ ὁποῖο ἦταν καὶ οἱ ὑπόλοιποι, πού ὡδηγοῦνταν στὴ φωτιά, γνησία πράγματι μητέρα μάρτυρος. Δὲν ἄφησε δάκρυα ἀπρεπῆ, δὲν ξεστόμισε κάτι τι τὸ ταπεινὸ καὶ ἀνάξιο πρὸς τὴν περίστασι. Ἀλλ᾿ εἶπε «βάδιζε, παιδί μου, τὸν καλὸν δρόμον, μαζὶ μὲ τοὺς συνομηλίκους σου, μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοσκήνους. Μὴ ἀπουσιάσῃς ἀπὸ τὴν χορεία, μὴ ἐμφανισθῇς δεύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους στὸν Κύριο». Πράγματι ὑπῆρξε βλαστάρι καλό, ἀπὸ καλὴ ρίζα. Ἔδειξε ἡ γενναία μητέρα ὅτι τὸν εἶχεν ἀναθρέψει μὲ τὰ δόγματα τῆς πίστεως μᾶλλον, παρὰ μὲ τὸ γάλα της. Καὶ αὐτὸς μὲν ἔτσι ἀφοῦ ἀνετράφη, ἔτσι κατευωδώθη ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ὁ δὲ διάβολος ἔφυγε ντροπιασμένος. Διότι ἀφοῦ ξεσήκωσε ἐναντίο αὐτῶν ὁλόκληρη τὴν κτίσι, ὅλα τὰ βρῆκε νὰ νικῶνται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῶν ἀνδρῶν δηλαδὴ τὴν ἀνεμοτάρακτη νύκτα, τὴν πατρίδα μὲ τὸν βαρὺ χειμῶνα, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἔτους, τὴν γύμνια τῶν σωμάτων.

Ὢ τί ἅγιος χορός! Ὢ τί σύνταγμα ἱερό! Ὢ τί ἀδιάσπαστος συνασπισμός! Ὢ τί κοινοὶ φρουροὶ τοῦ ἀνθρώπινου γένους! Ἀγαθοὶ συμμέτοχοι στίς φροντίδες, συνεργοὶ στὴ προσευχή, πρεσβευτές δυνατώτατοι, ἄστρα τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν σᾶς κάλυψε τὸ χῶμα, ἀλλὰ ὁ οὐρανὸς σᾶς ὑποδέχθηκε. Ἀνοίχθηκαν σ’ σᾶς οἱ πύλες τοῦ παραδείσου. Ἄξιο θέαμα στὴ Ἀγγελικὴ στρατιά, ἀντάξιο τῶν πατριαρχῶν, τῶν προφητῶν, τῶν δικαίων. Ἄνδρες ἐπάνω στὸ ἄνθος τῆς νεότητος ποὺ κατεφρόνησαν τὴ ζωή, ποὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ἀπὸ τὰ τέκνα τους ἀγάπησαν τὸν Κύριο. Ἐνῷ διήγαγαν αὐτὸ τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας, περιεφρόνησαν τὴν πρόσκαιρο ζωὴ γιὰ νὰ δοξάσουν μὲ τὰ μέλη τους τὸν Θεό, «μὲ τὸ νὰ γίνουν θέαμα στὸ κόσμο καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους», σήκωσαν αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, στερέωσαν τοὺς ἀμφιβόλους, διπλασίασαν τὸν πόθον στοὺς εὐσεβεῖς. Ὅλοι, ἀφοῦ ὕψωσαν ἕνα τρόπαιον ὑπὲρ τῆς πίστεως, μὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης στεφανώθηκαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας, εἰς τὸν Ὁποῖον πρέπει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μέγας Βασίλειος

πηγή: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου