Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

TA AΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ [:Τίτ. 2,11-14 καί 3,4-7] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



[Ὑπομνηματισμὸς τῶν ἐδαφίων Τίτ. 2,11-15 καὶ Τίτ.3,1-7]

«Ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων (:Διότι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σώζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μᾶς παιδαγωγεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ὥστε, ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τίς ἐπιθυμίες τοῦ μάταιου καὶ ἁμαρτωλοῦ αὐτοῦ κόσμου, νὰ ζήσουμε στὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ ἐγκράτεια στὸν ἑαυτό μας, μὲ δικαιοσύνη πρός τους γύρω μας ἀνθρώπους καὶ μὲ εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεό. Καὶ νὰ ἐνισχυόμαστε στὴν ἐνάρετη ζωή, περιμένοντας μὲ χαρὰ τὴ μακαριότητα ποὺ ἐλπίζουμε καὶ τὴ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τὸν ἑαυτό Του σὲ θάνατο γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσει ἀπὸ κάθε παράβαση τοῦ νόμου, νὰ μᾶς καθαρίσει καὶ νὰ μᾶς κάνει ἔτσι δικό Του ἐκλεκτὸ λαό, λαὸ γεμᾶτο ζῆλο γιὰ καλὰ ἔργα)» [Τίτ. 2, 11-14].

Ἀφοῦ ζήτησε ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες πολλὴ ἀρετή -γιατί πραγματικὰ εἶναι μεγάλη ἀρετή τὸ νὰ κοσμεῖ κανεὶς σὲ ὅλα τὴ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας καὶ νὰ μὴ δίνει καμία ἀφορμὴ στοὺς κυρίους, οὔτε καὶ γιὰ τὸ παραμικρὸ πρᾶγμα-, προσθέτει καὶ τὴ δίκαιη αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ὀφείλουν οἱ ὑπηρέτες νὰ εἶναι ἐνάρετοι. Καὶ ποιά εἶναι αὐτή; «Διότι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», λέγει, «φανερώθηκε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σώζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους». Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὸν Θεὸ διδάσκαλο, πῶς δὲν θὰ εἶναι λογικὰ τέτοιοι, ὅπως πρὶν ἀπὸ λίγο εἶπα, ἀφοῦ βρῆκαν ἄφεση τῶν ἀπείρων ἁμαρτημάτων τους; Γιατί γνωρίζετε ὅτι μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα καὶ αὐτὸ ἐλέγχει καὶ συγκρατεῖ ὄχι λίγο τὴν ψυχή, τὸ νὰ μὴν τιμωρηθεῖ, ἐνῶ εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ ἄπειρα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ νὰ ἐπιτύχει συγγνώμη καὶ ἄπειρα ἀγαθά. Ἄν λοιπὸν κάποιος, πές μου, ἀφοῦ πάρει ὑπηρέτη ἐκεῖνον ποὺ ἔκαμε ἄπειρα σφάλματα, δὲν τὸν βασανίζει μὲ μαστίγιο, ἀλλὰ τοῦ δώσει γιὰ ἐκεῖνα συγγνώμη καὶ τοῦ ζητήσει εὐθύνες γιὰ τὰ μελλοντικά, παραγγέλλοντάς τον νὰ φυλάγεται, ὥστε νὰ μὴν πέσει στὰ ἴδια, καὶ τὸν τιμήσει μὲ μεγάλα δῶρα, ποιόν νομίζετε ὅτι δὲν θὰ μεταβάλει αὐτὸ ἀκούοντας τὴν τόσο μεγάλη χάρη;

Ὅμως μὴ νομίσεις ὅτι ἡ χάρη σταματάει μέχρι τὴ συγχώρηση τῶν προηγούμενων ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα μπορεῖ νὰ γίνουν στὸ μέλλον μᾶς ἐξασφαλίζει· γιατί καὶ αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς χάριτος. Ἄν δηλαδὴ συμβαίνει νὰ μὴν τιμωρεῖ πάντοτε ὅταν ἐνεργοῦμε κακῶς, τὸ πρᾶγμα τότε δὲν εἶναι χάρη, ἀλλὰ κάποια προτροπὴ γιὰ ὄλεθρο καὶ καταστροφή. «Γιατί φανερώθηκε», λέγει, «ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς διδάσκει νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τίς κοσμικὲς ἐπιθυμίες καὶ νὰ ζήσουμε μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ εὐσέβεια τὸν παρόντα αἰῶνα, περιμένοντας τὴ μακάρια ἐλπίδα μας καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Πρόσεχε πῶς μαζὶ μὲ τὰ βραβεῖα ἀναφέρει καὶ τὴν ἀρετή. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς χάριτος, τὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ βιοτικὰ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει πρὸς τὸν οὐρανό. Ἐδῶ δείχνει δύο ἐμφανίσεις. Καὶ πραγματικὰ εἶναι δύο, ἡ πρώτη πρὶν ἀπό τὴ χάρη καὶ ἡ δεύτερη τῆς ἀνταπόδοσης καὶ τῆς δικαιοσύνης.

«Ἀρνησάμενοι (:Ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε)», λέγει, «τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας (:τὴν ἀσέβεια καὶ τίς ἐπιθυμίες τοῦ μάταιου καὶ ἁμαρτωλοῦ αὐτοῦ κόσμου)». Νὰ ἡ προϋπόθεση ὅλης τῆς ἀρετῆς. Δὲν εἶπε: «ἀφοῦ ἀποφύγουμε», ἀλλὰ «ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε». Ἡ ἄρνηση δείχνει μεγάλο τὸ χάσμα, πολὺ τὸ μῖσος, μεγάλη τὴν ἀποστροφή. «Μὲ ὅση διάθεση, μὲ ὅσο ζῆλο ἀποστράφηκαν τὰ εἴδωλα, μὲ τόση», λέγει, «νὰ ἀποστραφοῦν καὶ τὴν κακία αὐτὴν καὶ τίς κοσμικὲς ἐπιθυμίες». Γιατί πραγματικὰ καὶ αὐτὰ εἶναι εἴδωλα, ἡ κοσμικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ πλεονεξία, καὶ αὐτὴν ὀνομάζει εἰδωλολατρία. Καὶ ὅσα μᾶς χρησιμεύουν στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι κοσμικὲς ἐπιθυμίες· ὅλα ὅσα θὰ διαλυθοῦν μαζὶ μὲ τὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι κοσμικὴ ἐπιθυμία. Ἄς μὴν ἔχουμε λοιπὸν κανένα κοινὸ μὲ αὐτές. Ἦρθε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια. «Ἀσέβεια» ἐννοεῖ τὰ δόγματα, καὶ «κοσμικὲς ἐπιθυμίες» τὴ ζωὴ τὴν ἀνήθικη. «Σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι (:Νὰ ζήσουμε μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ εὐσέβεια τὸν παρόντα αἰῶνα)».

Βλέπεις ὅτι, ὅπως πάντοτε λέγω, ἐγκράτεια δὲν εἶναι αὐτὸ μόνο, τὸ νὰ ἀπέχει κανεὶς ἀπὸ τὴν πορνεία, ἀλλὰ καὶ νὰ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα πάθη; Ἄρα καὶ ὅποιος ἀγαπᾷ τὰ χρήματα δὲν εἶναι ἐγκρατής. Γιατί ὅπως ἐκεῖνος ἀγαπᾷ τὰ σώματα, ἔτσι καὶ αὐτὸς ἀγαπᾷ τὰ χρήματα· ἢ καλύτερα αὐτὸς εἶναι περισσότερο ἀκόλαστος, ἐπειδὴ δὲν τὸν ὠθεῖ σὲ αὐτὸ τόσο μεγάλη ἀνάγκη. Γιατί καὶ ἀναβάτης ἀνίκανος κυρίως λέγεται ὄχι ἐκεῖνος ποὺ δὲν συγκρατεῖ τὸ ἄγριο καὶ ἀτίθασο ἄλογο, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτάξει τὸ ἥσυχο καὶ πολὺ ἥμερο. «Τί λοιπόν», λέγει ἴσως κάποιος, «ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων εἶναι μικρότερη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῶν σωμάτων;». Στὸν καθένα βέβαια εἶναι φανερό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὰ ἀποδεικνύεται αὐτό. Καὶ πρῶτα, ἐπειδὴ ἡ ἐπιθυμία τῶν σωμάτων ἔγινε γιὰ μᾶς ἀπὸ ἀνάγκη. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἔγινε ἀπὸ ἀνάγκη εἶναι φανερὸ ὅτι κατορθώνεται καὶ μὲ πολὺ κόπο, ἀφοῦ καὶ σπάρθηκε μέσα στὴ φύση μας. Δεύτερο, γιατί στοὺς παλαιοὺς δὲ γινόταν πολὺς λόγος γιὰ χρήματα, ἐνῶ πολὺς ἦταν ὁ λόγος γιὰ γυναῖκες ἐξαιτίας τῆς σωφροσύνης. Καὶ ὅταν ἕνας συνευρεθεῖ μὲ γυναῖκα σύμφωνα μὲ τὸν νόμο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει μέχρι τὰ γηρατειά, ὅταν ὅμως χρηματίζεται θὰ τὸν κατηγορήσουν ὅλοι.

Καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους πολλοὶ περιφρόνησαν τὰ χρήματα, τίς γυναῖκες ὅμως ὄχι· τόσο πιὸ τυραννικότερο εἶναι αὐτὸ τὸ πάθος ἀπὸ ἐκεῖνο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ λόγος μου ἀπευθύνεται πρὸς τὴν ἐκκλησία, ἂς μὴ φέρω τὰ παραδείγματα ἀπὸ τοὺς ἔξω, ἀλλὰ ἀπὸ τίς Γραφές. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἀναφέρει σχεδὸν σὰν ἐντολὴ ὁ μακάριος Παῦλος λέγοντας: «Ἒχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα (:Ἐφόσον λοιπὸν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας ἔχουμε τροφὲς καὶ ἐνδύματα καὶ κατοικία γιὰ νὰ μᾶς σκεπάζει, θὰ ἀρκεστοῦμε σὲ αὐτά)» [Α΄ Τιμ. 6,8]. Καὶ γιὰ τίς γυναῖκες λέγει: «Μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μὴ τί ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρόν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν (:Μὴν  ἀποστερεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀποχὴ καὶ ἐγκράτεια, ἐκτὸς ἂν τὸ κάνετε αὐτὸ ἔπειτα ἀπὸ συμφωνία προσωρινά, γιὰ νὰ ἐπιδίδεστε μὲ μεγαλύτερη προθυμία καὶ ἀφοσίωση στὴ νηστεία καὶ στὴν προσευχή· καὶ πάλι νὰ συνέρχεστε στὶς συζυγικές σας σχέσεις, γιὰ νὰ μὴν σᾶς πειράζει σὲ πορνεία ὁ σατανᾶς ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας σας νὰ ἐγκρατευθεῖτε)» [Α΄ Κορ. 7,5]. Καὶ πολλὲς φορὲς θὰ τὸν δεῖς νὰ νομοθετεῖ γιὰ τὴ νόμιμη συνουσία. Καὶ ἐπιτρέπει νὰ ἀπολαμβάνει κανεὶς αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία, καὶ δεύτερο γάμο νὰ συνάψει, καὶ πολὺ φροντίζει γι᾿ αὐτό τὸ πρᾶγμα, καὶ πουθενὰ δὲν τιμωρεῖ γι᾿ αὐτό, ἐκεῖνον ὅμως ποὺ ἐπιθυμεῖ χρήματα παντοῦ τὸν καταδικάζει.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς γιὰ τὰ χρήματα βέβαια πολλὲς φορὲς πρόσταξε, ὥστε νὰ ἀποφεύγει κανεὶς τὴν καταστροφὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτά, ἐνῶ γιὰ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ γυναῖκα δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο. Ἄκου λοιπὸν τί λέγει γιὰ τὰ χρήματα: «Οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής (:Ἔτσι λοιπὸν καθένας ἀπό σᾶς ποὺ δὲν κάνει ἀπὸ πρὶν τὸν λογαριασμό του καὶ δὲν ἀπαρνεῖται τὰ πάντα, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, δηλαδὴ καὶ τοὺς φυσικούς του δεσμοὺς καὶ τὸν πλοῦτο καὶ τίς ἀπολαύσεις καὶ τὴν ἴδια του τὴ ζωή, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητὴς μου)» [Λουκᾶ 14,33]. Πουθενὰ δὲν εἶπε: «Ἄν κανεὶς ἀπαρνηθεῖ τὴ γυναῖκα του», γιατί γνωρίζει ποιά τυραννίδα ἔθεσε μέσα μας. Καὶ αὐτὸς ὁ μακάριος λέγει στὸν Τιμόθεο: «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος· πόρνους δὲ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός (:Ἄς εἶναι σὲ ὅλα τιμημένος ὁ γάμος, καὶ ἡ συζυγικὴ κοίτη ἂς φυλάσσεται καθαρὴ ἀπὸ κάθε μολυσμό· διότι ὁ Θεὸς θὰ καταδικάσει τοὺς πόρνους καὶ τοὺς μοιχούς)» [Ἑβρ. 13,4]. Πουθενὰ δὲν καλεῖ ἄξια τιμῆς τὴ φροντίδα γιὰ τὰ χρήματα, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. «Οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν (:Ὅσοι ὅμως ἔχουν προσκόλληση στὸ χρῆμα καὶ θέλουν νὰ γίνουν πλούσιοι, πέφτουν σὲ πειρασμὸ καὶ  παγίδα καὶ σὲ πολλὲς ἐπιθυμίες ἀνόητες καὶ βλαβερές, οἱ ὁποῖες βυθίζουν τοὺς ἀνθρώπους στὴν καταστροφὴ καὶ τὴν ἀπώλεια)» [Α΄ Τιμ. 6,9]. Δὲν εἶπε: «νὰ γίνουν πλεονέκτες», ἀλλὰ «νὰ πλουτίζουν».

Γιὰ νὰ μάθετε ὅμως καὶ ἀπὸ τίς κοινὲς ἔννοιες εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναφέρω καὶ αὐτὸν τὸν λόγο. Ἄν κάποιος στερηθεῖ μιὰ φορὰ τὰ χρήματα, δὲν θὰ ἐνοχλεῖται πιὰ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τους. Γιατί τίποτε δὲν τὸν κάνει νὰ ἐπιθυμεῖ τόσο πολὺ τὰ χρήματα, ὅσο τὸ νὰ ἔχει χρήματα. Σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιθυμία ὅμως τῶν σωμάτων δὲ συμβαίνει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ παρ᾿ ὅλο ποὺ καὶ εὐνουχίσθηκαν πολλοί, δὲν ἀπέβαλαν τὴ φωτιὰ ποὺ τοὺς ἐνοχλεῖ ἀπὸ μέσα, γιατί ἡ ἐπιθυμία βρίσκεται σὲ ἄλλα ὄργανα, φυτεμένη μέσα στὴ φύση. Γιὰ ποιόν λόγο λοιπόν σᾶς τὰ εἶπα αὐτά; Ἐπειδὴ οἱ πλεονέκτες εἶναι πιὸ ἀκόλαστοι ἀπὸ τοὺς πόρνους, ἀφοῦ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ μικρότερη ἐπιθυμία· ἢ καλύτερα τὸ πρᾶγμα αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιθυμία, ἀλλὰ ραθυμία. Γιατί ἐδῶ ἡ ἐπιθυμία εἶναι τόσο φυσική, ὥστε, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν πλησιάζει κανεὶς γυναῖκα, ἡ φύση κάνει καὶ ἐργάζεται τὸ δικό της· ἐκεῖ ὅμως δὲν συμβαίνει τίποτε τέτοιο.

«Καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν (:Καὶ μὲ εὐσέβεια νὰ ζήσουμε)», λέγει, «ἐν τῷ νῦν αἰῶνι (:στὴ ζωὴ αὐτή)». Καὶ ποιά ἡ ἐλπίδα; Ποιό τὸ βραβεῖο τῶν κόπων; «Προσδεχόμενοι (:περιμένοντας)», λέγει, «τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν (:μὲ χαρὰ τὴ μακαριότητα ποὺ ἐλπίζουμε καὶ τὴ φανέρωση)». Πραγματικὰ λοιπὸν τίποτε δὲν εἶναι πιὸ μακάριο ἀπὸ ἐκείνη, τίποτε πιὸ περιπόθητο. Καὶ αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ τὰ παραστήσουν λόγια, γιατί τὰ τότε ἀγαθὰ ξεπερνοῦν τὸν νοῦ μας. «Προσδεχόμενοι (:περιμένοντας μὲ χαρά)», λέγει, «τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (:τὴ μακαριότητα ποὺ ἐλπίζουμε καὶ τὴ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ)». Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λέγουν ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα; «Τοῦ μεγάλου», λέγει, «Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας». Αὐτὸς ποὺ ἔσωσε τοὺς ἐχθρούς, τί δὲν θὰ κάνει τότε ὅταν δεχθεῖ ἐκείνους ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν ἀρετή τους; «Τοῦ μεγάλου Θεοῦ», λέγει. Ὅταν λέγει τὸ «μεγάλος» γιὰ τὸν Θεὸ δὲν ἐννοεῖ μεγάλος πρὸς κάτι, ἀλλὰ ἀπολύτως μεγάλος, μετὰ τὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι μεγάλος, ἐπειδὴ εἶναι μεγάλος πρὸς κάτι. Ἄν ὅμως εἶναι πρὸς κάτι, εἶναι σὲ σύγκριση μεγάλος καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ φύση Του· τώρα ὅμως εἶναι ἀσυγκρίτως μεγάλος.

«ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων (:ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τὸν ἑαυτό Του σὲ θάνατο γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσει ἀπὸ κάθε παράβαση τοῦ νόμου, νὰ μᾶς καθαρίσει καὶ νὰ μᾶς κάνει ἔτσι δικό Του ἐκλεκτὸ λαό, λαὸ γεμᾶτο ζῆλο γιὰ καλὰ ἔργα)», λέγει· «λαὸν περιούσιον», δηλαδὴ ἐκλεκτό, ποὺ δὲν ἔχει κανένα κοινὸ πρὸς τοὺς ὑπολοίπους·  «ζηλωτὴν καλῶν ἔργων (:λαὸ γεμᾶτο ζῆλο γιὰ καλὰ ἔργα)». Βλέπεις ὅτι χρειάζεται καὶ τὰ δικά μας ἔργα; Δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἔργων», ἀλλὰ «ζηλωτή», δηλαδὴ νὰ φθάνει στὴν ἴδια τὴν ἀρετὴ μὲ πολλὴ προθυμία, μὲ τὴν ἁρμόζουσα ὀρμητικότητα. Τὸ νὰ ἀπαλλάξει λοιπὸν ἐκείνους ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ τὸ βάρος τῶν κακῶν καὶ ἦταν ἀνίατα ἄρρωστοι, ἦταν ἔργο τῆς δικῆς Του φιλανθρωπίας· αὐτὰ ὅμως ποὺ ἀκολουθοῦν ὕστερα εἶναι καὶ δικά μας καὶ δικά Του. «Ταῦτα λάλει καὶ παρακάλει καὶ ἔλεγχε μετὰ πάσης ἐπιταγῆς (:Αὐτὰ λέγε καὶ πρότρεπε καὶ ἔλεγχε μὲ κάθε ἐξουσία)» [Τίτ. 2,15].

Βλέπεις πὼς στὸν Τιμόθεο προστάζει καὶ λέγει: «Ἒλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον (:Ἔλεγξε, ἐπίπληξε, συμβούλεψε)» [Β΄ Τίμ. 4,2], ἐνῶ ἐδῶ: «Ταῦτα λάλει καὶ παρακάλει καὶ ἔλεγχε μετὰ πάσης ἐπιταγῆς (:Αὐτὰ λέγε καὶ πρότρεπε καὶ ἔλεγχε μὲ κάθε ἐξουσία)» [Τίτ. 3,1]. Ἐπειδὴ τὰ ἤθη τους ἦταν ἀγριότερα, γι᾿ αὐτὸ καὶ προστάζει νὰ ἐλέγχει αὐστηρὰ καὶ μὲ ὅλη του τὴν ἐξουσία. Γιατί ὑπάρχουν ἁμαρτήματα ποὺ πρέπει νὰ τὰ ἐμποδίζουμε καὶ μὲ προσταγές· ὅπως τὸ νὰ περιφρονοῦν τὰ χρήματα πρέπει νὰ  πείθουμε συμβουλεύοντας, καὶ τὸ νὰ εἶναι πρᾶοι καὶ ὅλα τὰ παρόμοια· ὅμως τὸν μοιχό, τὸν πόρνο, τὸν πλεονέκτη, πρέπει νὰ τὸν ἐπαναφέρουμε στὸ καλύτερο μὲ ἐξουσία· αὐτὸν ποὺ παρατηρεῖ τοὺς οἰωνούς, αὐτὸν ποὺ καταφεύγει στὴ μαντική, αὐτὸν ποὺ πράττει ἄλλα παρόμοια, ὄχι μόνο μὲ ἐξουσία, ἀλλὰ μὲ κάθε ἐξουσία. Βλέπεις πῶς θέλει νὰ τὰ προστάζει ὁ Τίτος αὐτὰ καὶ μὲ κῦρος καὶ μὲ πολλὴ ἐξουσία;

«Μηδείς σοῦ περιφρονείτω (:Μὴν ἀφήνεις κανέναν νὰ σὲ περιφρονεῖ)», ἀλλὰ «Ὑπομίμνησκε αὐτοὺς ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις ὑποτάσσεσθαι, πειθαρχεῖν, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἑτοίμους εἶναι, μηδένα βλασφημεῖν, ἀμάχους εἶναι (:Ὑπενθύμιζε στοὺς πιστοὺς νὰ ὑποτάσσονται στοὺς ἄρχοντες καὶ σὲ ὅσους ἀσκοῦν κάποια ἐξουσία, νὰ πειθαρχοῦν καὶ νὰ εἶναι πρόθυμοι καὶ ἕτοιμοι γιὰ κάθε καλὸ ἔργο, νὰ μὴν κακολογοῦν κανέναν, νὰ μὴν προκαλοῦν διαμάχες καὶ φιλονικίες)» [Τίτ. 3,1-2]. Τί λοιπόν; Οὔτε ἐκείνους ποὺ ἐνεργοῦν κακῶς, οὔτε ἐκείνους ἐπιτρέπεται νὰ τοὺς κατηγοροῦν; Ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ κάθε καλὸ ἔργο, νὰ μὴν κακολογοῦν κανέναν.

Ἄς ἀκούσουμε τὴ συμβουλή: «Μηδένα (:Κανέναν)», λέγει, «βλασφημεῖν (:νὰ μὴν κακολογοῦν)» [Τίτ. 3,2]. Kαθαρὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ στόμα μας ἀπὸ κακολογίες. Γιατί, εἴτε εἶναι ἀληθινὲς οἱ κακολογίες, δὲν εἶναι στὴ δική μας δικαιοδοσία νὰ τὰ λέμε αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ ἐξετάζει ὁ κριτής -γιατί λέγει: «Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; (:Ἐσὺ ὅμως γιατί κατακρίνεις τὸν ἀδελφὸ σου;)» [Ρωμ. 14,10]-, εἴτε δὲν εἶναι ἀληθινές, πρόσεχε πόση εἶναι ἡ φωτιά. Ἄκουσε τὸν ληστὴ ποὺ λέγει στὸν ἄλλο ληστή: «Καὶ γὰρ καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ αὐτῷ κρίματί ἐσμεν», γιατί καὶ ἐμεῖς βρισκόμαστε στὴν ἴδια καταδίκη [πρβ. Λουκᾶ 23,40: «Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; (: Σὲ λίγο θὰ ἐμφανιστεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τὸν Θεὸ δὲν φοβᾶσαι; Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δὲν σὲ συγκρατεῖ νὰ μὴν προσθέτεις καὶ τώρα νέες ἁμαρτίες στὸν ἑαυτό σου; Δὲν θυμᾶσαι τὸ παρελθόν σου καὶ τὰ τόσα σου ἐγκλήματα; Διότι κι ἐσὺ ὑφίστασαι τὴν ἴδια καταδίκη καὶ τὴν ἴδια ποινὴ τοῦ σταυροῦ ποὺ ὑφίσταται κι Αὐτός)»], τὸν ἴδιο ἀγῶνα τρέχουμε. Ἄν ἐπικρίνεις ἄλλους, γρήγορα καὶ ἐσὺ θὰ πέσεις στὰ ἴδια. Γι᾿ αὐτὸ συμβουλεύει ὁ μακάριος αὐτὸς λέγοντας: «Ὥστε ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ (:Ὅποιος ἔχει τὴν ἰδέα ὅτι στέκεται καλὰ στὰ πόδια του, ἂς προσέχει μὴν πέσει)»  [Α΄ Κορ. 10,12].

«ἀμάχους εἶναι (:νὰ μὴν προκαλοῦν διαμάχες καὶ φιλονικίες)», λέγει, «ἐπιεικεῖς, πᾶσαν ἐνδεικνυμένους πρᾳότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους (:νὰ εἶναι ἐπιεικεῖς καὶ ὑποχωρητικοί, νὰ ἐπιδεικνύουν κάθε πραότητα σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους)» [Τίτ. 3,2], καὶ ἐθνικοὺς καὶ Ἰουδαίους, καὶ μοχθηροὺς καὶ κακούς. Ἐκεῖ δηλαδὴ τοὺς φοβίζει ἀπὸ τὰ μελλοντικὰ λέγοντας: «Ἑπομένως ὅποιος νομίζει ὅτι στέκεται, ἂς προσέξει μήπως πέσει», ἐδῶ ὅμως ὄχι ἀπὸ τὰ μελλοντικά, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ περασμένα τους ἐλέγχει, κάνοντας τὸ ἴδιο μὲ ὅσα προσθέτει: «Ἦμεν γὰρ ποτε καὶ ἡμεῖς ἀνόητοι (:γιατί κάποτε ἤμασταν καὶ ἐμεῖς ἀνόητοι)», πρᾶγμα ποὺ κάνει στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Γαλάτες γράφοντας: «Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι (:ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ὅταν ἤμασταν σὲ νηπιώδη πνευματικὴ κατάσταση, ἤμασταν ὑποδουλωμένοι στὴ στοιχειώδη καὶ ἀνεπαρκῆ θρησκευτικὴ γνώση τοῦ κόσμου ποὺ βρίσκεται στὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀμάθεια)» [Γαλ. 4,3]. «Λοιπὸν νὰ μὴν κακολογήσεις κανέναν», λέγει, «γιατί καὶ ἐσὺ ἤσουν τέτοιος».

«Ἦμεν γὰρ ποτε (:Κάποτε ἤμασταν καὶ ἐμεῖς)», λέγει, «καὶ ἡμεῖς ἀνόητοι, ἀπειθεῖς, πλανώμενοι, δουλεύοντες ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς ποικίλαις, ἐν κακίᾳ καὶ φθόνῳ διάγοντες, στυγητοί, μισοῦντες ἀλλήλους (:ἀνόητοι, ἀπείθαρχοι, περιπλανώμενοι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια, δοῦλοι σὲ ἐπιθυμίες καὶ σὲ κάθε εἴδους ἡδονὲς καὶ περνούσαμε τὴ ζωή μας μὲ μοχθηρία καὶ φθόνο, μισητοὶ καὶ ἄξιοι νὰ μᾶς ἀποστρέφονται, ἀφοῦ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μισούσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον)» [Τίτ. 3,3]. Ὥστε πρὸς ὅλους πρέπει νὰ εἴμαστε τέτοιοι, νὰ φερόμαστε δηλαδὴ μὲ πραότητα.

Γιατί αὐτὸς ποὺ πρῶτα ἦταν τέτοιος καὶ ὕστερα ἀπαλλάχθηκε, ὀφείλει νὰ μὴν ἐπικρίνει τοὺς ὁμοίους του, ἀλλὰ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ εὐγνωμονεῖ Ἐκεῖνον ποὺ ἔδωσε καὶ στὸν ἴδιο καὶ σὲ ἐκείνους τὴ συγχώρηση τῶν προηγούμενων κακῶν. Κανεὶς ἂς μὴν καυχιέται, «γιατί ὅλοι ἁμάρτησαν». Ὅταν λοιπὸν θέλεις νὰ ἐπικρίνεις κάποιον, πράττοντας ἐσὺ σωστά, ἔχοντας στὸν νοῦ σου τὴν προηγούμενη ζωή σου καὶ τὸ ἀβέβαιο τοῦ μέλλοντος, νὰ συγκρατεῖς τὴν ὀργή. Γιατί καὶ ἂν ἀκόμη ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία ἔζησες ἐνάρετα, μπορεῖ ὅμως νὰ ἔχεις πολλὰ ἁμαρτήματα· καὶ ἂν δὲν ἔχεις, ὅπως νομίζεις, σκέψου ὅτι αὐτὸ δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴ δική σου ἀρετή, ἀλλὰ ἀπό τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἂν δὲν καλοῦσε τοὺς δικούς σου προγόνους, καὶ ἐσὺ μπορεῖ νὰ ἤσουν ἀπείθαρχος. Πρόσεχε πῶς ἀνέφερε κάθε κακία. Δὲν οἰκονομοῦσε ἄπειρα ὁ Θεὸς μὲ τοὺς προφῆτες, μὲ ὅλους; Μήπως τοὺς ἀκούσαμε;

«Ἦμεν γὰρ ποτε (:Διότι ἤμασταν κάποτε)», λέγει, «καὶ ἡμεῖς πλανώμενοι· ὅτε δὲ ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ (:καὶ ἐμεῖς πλανώμενοι· ὅταν ὅμως φανερώθηκε ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρος μας Θεοῦ)». Πῶς; «Οὐκ ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ ὧν ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸν αὐτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου (:Ὅταν ὅμως φανερώθηκε ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρος μας Θεοῦ, μᾶς ἔσωσε ὄχι ἀπὸ ἔργα ἀρετῆς ποὺ κάναμε ἐμεῖς, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεός Του, μέ τὸ λουτρὸ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, στὸ ὁποῖο μᾶς ἀναγεννᾷ καὶ μᾶς ἀνακαινουργώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα)» [Τίτ. 3,4-5]. Πωπω! Πόσο ἤμασταν βυθισμένοι μέσα στὴν κακία, ὥστε νὰ μὴν μποροῦμε νὰ καθαριστοῦμε, ἀλλὰ νὰ χρειαστοῦμε ἀναγέννηση! Γιατί αὐτὸ σημαίνει παλιγγενεσία. Ὅπως δηλαδὴ σὲ ἕνα σπίτι ποὺ εἶναι ἑτοιμόρροπο κανεὶς δὲν βάζει ὑποστήριγμα, οὔτε τὸ ἑνώνει μὲ τίς παλαιὲς ὑποδομές, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸ γκρεμίσει μέχρι τὰ θεμέλια, ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ κατασκευάζει καὶ τὸ ἀνακαινίζει, τὸ ἴδιο καὶ Αὐτὸς ἔκανε. Δὲν μᾶς ἐπισκεύασε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή μας κατασκεύασε. Γιατί αὐτὸ σημαίνει ἡ φράση «διὰ ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου (:μὲ τὴν ἀνακαίνιση ποὺ χαρίζει τὸ ἅγιο Πνεῦμα)»· ἀπὸ τὴν ἀρχή μας ἔκανε καινούργιους. Πῶς; Μὲ τὸ Πνεῦμα. Καὶ πάλι, δείχνοντας αὐτὸ μὲ ἄλλον τρόπο, προσθέτει: «οὗ ἐξέχεεν ἐφ᾿ ἡμᾶς πλουσίως διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν (:ποὺ ὁ Θεὸς τὸ ἔχυσε ἐπάνω μας πλούσια διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος μας)» [Τίτ. 3,6]. Τόσο πολύ μᾶς χρειάζεται ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ.

«ἵνα δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι (:Καί μᾶς τὸ ἔχυσε πλούσια, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε καὶ νὰ ἁγιασθοῦμε πρῶτα μέ τὴ χάρη Ἐκείνου)» [Τίτ. 3,7]. Πάλι μέ τὴ χάρη Του, ὄχι ἀπὸ τὸ χρέος Του· «κληρονόμοι γενώμεθα κατ᾿ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου (:καὶ νὰ γίνουμε ἔπειτα κληρονόμοι αἰώνιας ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα μας)». Συγχρόνως εἶναι προτροπὴ γιὰ ταπεινοφροσύνη καὶ ἐλπίδα γιὰ τὰ μελλοντικά. Γιατί, ἂν ὅταν ἤμασταν τόσο ἀπελπισμένοι, ὥστε νὰ χρειαστεῖ νὰ γεννηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ νὰ σωθοῦμε μέ τὴ χάρη Του, μᾶς ἔσωσε χωρὶς νὰ ἔχουμε κανένα καλό, πολὺ περισσότερο θὰ τὸ κάνει αὐτὸ στὸ μέλλον.

Τίποτε δὲν ἦταν χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη θηριωδία πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ. Γιατί σὰν ἐχθροὶ καὶ ἀντίπαλοι συμπεριφέρονταν ὅλοι μεταξύ τους. Οἱ πατέρες ἔσφαζαν τὰ παιδιά τους καὶ οἱ μητέρες ἐρωτεύονταν τὰ παιδιά τους. Τίποτε δὲν ἦταν ὄρθιο, οὔτε ὁ φυσικός, οὔτε ὁ γραπτὸς νόμος, ἀλλὰ ὅλα εἶχαν ἀνατραπεῖ· μοιχεῖες διαρκεῖς, φόνοι καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο ὑπάρχει φοβερότερο ἀπὸ τοὺς φόνους, κλοπὲς (καὶ λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς ὅτι τὸ πρᾶγμα φαινόταν πὼς εἶναι ἔργο τῆς ἀρετῆς· καὶ φυσικά, ἀφοῦ καὶ θεὸ τέτοιον λάτρευαν), χρησμοὶ συνεχεῖς ποὺ πρόσταζαν νὰ φονεύεται ὁ τάδε καὶ ὁ τάδε.

Νὰ πῶ κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ συνέβαιναν ἐκεῖνα τὰ χρόνια; Κάποιος Ἀνδρόγεως, υἱὸς τοῦ Μίνωα, ἦρθε στὴν Ἀθήνα καὶ νίκησε στὴν πάλη, ἔπειτα ὅμως τιμωρήθηκε καὶ θανατώθηκε. Ὁ Ἀπόλλων λοιπόν, θεραπεύοντας τὸ κακὸ μὲ κακό, πρόσταξε νὰ παίρνουν καὶ νὰ θανατώνουν γι᾿ αὐτό [:Ἀναφέρεται στὸν γνωστὸ μῦθο τοῦ Μινώταυρου καὶ στὸν φρικτὸ φόρο αἵματος ποὺ πλήρωναν οἱ Ἀθηναῖοι. Ἀπὸ τὸν φόρο αὐτὸν ἀπάλλαξε τοὺς Ἀθηναίους ὁ Θησέας] δεκατέσσερις νέους. Τί ὑπάρχει σκληρότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν τυραννία; Καὶ αὐτὸ ἔγινε, καὶ ἕνας ἄνθρωπος ἦρθε γιὰ νὰ λύσει τὴ μανία τοῦ Θεοῦ καὶ ἔσφαξε τοὺς νέους ἐκείνους, γιατί σὲ αὐτοὺς ἴσχυε ἡ ἀπάτη. Ὅταν ὅμως ξεσηκώθηκαν καὶ ὑπερασπίστηκαν τὸν ἑαυτό τους, δὲν ἴσχυε πιὰ ἡ ἀπάτη. Ἄν βέβαια τὸ πρᾶγμα γινόταν δίκαια, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐμποδιστεῖ· ἂν ὅμως ἄδικα, ὅπως ἀσφαλῶς καὶ γινόταν ἄδικα, οὔτε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔπρεπε νὰ διαταχθεῖ.

Προσκυνοῦσαν πυγμάχους καὶ παλαιστές. Πόλεμοι γίνονταν συνεχεῖς καὶ ἀλλεπάλληλοι σὲ κάθε πόλη καὶ κωμόπολη καὶ σπίτι. Ἦταν παιδεραστὲς καὶ κάποιος σοφὸς αὐτῶν [Πρόκειται γιὰ τὸν Σόλωνα] νομοθετοῦσε ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ δοῦλο οὔτε νὰ εἶναι παιδεραστής, οὔτε νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἀθλητισμό, «ἐπειδὴ τὸ πρᾶγμα ἦταν ἐνάρετο καὶ περιεῖχε πολλὴ τιμή». Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ σπίτια ἔμεναν καὶ τὸ ἔκαναν φανερὰ αὐτό. Καὶ ἂν ἐξετάσει κανεὶς ὅλα τὰ δικά τους, θὰ βρεῖ ὅτι καὶ στὴν ἴδια τὴ φύση φέρονταν φανερὰ μὲ ὑβριστικὸ τρόπο καὶ κανεὶς δὲν τοὺς ἐμπόδιζε, ἀλλὰ ὅλα τὰ δράματά τους ἦταν γεμᾶτα ἀπὸ αὐτά, δηλαδὴ ἀπὸ μοιχεῖες, ἀσέλγειες καὶ ἀνηθικότητες.  Παννυχίδες γίνονταν μιαρὲς καὶ γυναῖκες προσκαλοῦνταν νὰ τίς δοῦν. Πωπω αἰσχρὸ πρᾶγμα! Τὴ νύχτα γινόταν παννυχίδα σὲ θέατρο καὶ παρθένος καθόταν ἀνάμεσα σὲ παράφρονες νέους τοῦ μεθυσμένου ὄχλου. Τὸ σκοτάδι ἦταν ἡ πανήγυρη καὶ τὰ μυσαρὰ ἔργα ποὺ τελοῦνταν ἀπὸ αὐτούς.

Γι᾿ αὐτὸ λέγει: «Ἦμεν γὰρ ποτε καὶ ἡμεῖς ἀνόητοι, ἀπειθεῖς, πλανώμενοι, δουλεύοντες ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς ποικίλαις, ἐν κακίᾳ καὶ φθόνῳ διάγοντες, στυγητοί, μισοῦντες ἀλλήλους (:Πρέπει νὰ εἴμαστε ὅλοι ἐπιεικεῖς καὶ πρᾶοι πρὸς ὅλους, διότι καί σὲ μᾶς ἔτσι φέρθηκε ὁ Θεός. Κάποτε ἤμασταν καὶ ἐμεῖς ἀνόητοι, ἀπείθαρχοι, περιπλανώμενοι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια, δοῦλοι σὲ ἐπιθυμίες καὶ σὲ κάθε εἴδους ἡδονὲς καὶ περνούσαμε τὴ ζωή μας μὲ μοχθηρία καὶ φθόνο, μισητοὶ καὶ ἄξιοι νὰ μᾶς ἀποστρέφονται, ἀφοῦ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μισούσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον)» [Τίτ. 3,3]. Ὁ τάδε ἀγάπησε τὴ μητρυιά του, λέγει, καὶ ἡ τάδε τὸν πρόγονό της καὶ κρεμάστηκε [:Ἀναφέρεται στὸν Φοίνικα, τὸν υἱὸ τοῦ Ἀμύντορα καὶ παιδαγωγὸ τοῦ Ἀχιλλέα (Ὁμήρου Ἰλιάδα Ι) καὶ στὴ Φαίδρα, τὴ σύζυγο τοῦ Θησέα]. Τοὺς παιδικοὺς ἔρωτες, τοὺς ὁποίους αὐτοὶ συνηθίζουν νὰ τοὺς ὀνομάζουν «παιδικά», οὔτε νὰ τοὺς ποῦμε εἶναι δυνατό.

Ἀλλὰ τί; Θέλεις νὰ δοῦμε καὶ γάμους μὲ τίς μητέρες; Ὑπάρχει καὶ αὐτὸ σὲ αὐτούς, καὶ τὸ πιὸ φοβερό, τὸ πρᾶγμα γινόταν ἀπὸ ἄγνοια καὶ ὁ θεός τους δὲν τὸ ἐμπόδιζε, ἀλλὰ ἀνεχόταν νὰ ὑβρίζεται ἡ φύση· καὶ αὐτὸ γινόταν ἂν καὶ ἦταν ἀπὸ τίς ἐπίσημες [:Ἀναφέρεται στὸν Οἰδίποδα καὶ τὴν Ἰοκάστη]. Καὶ ἂν αὐτοί, ποὺ ἦταν φυσικό, ἂν μὴ γιὰ τίποτε ἄλλο τοὐλάχιστον γιὰ τὴ δόξα ἀπὸ τοὺς πολλούς, νὰ ἐπιδίδονται στὴν ἀρετή, φέρονταν τόσο εὔκολα πρὸς τὴν κακία, τί ἦταν φυσικὸ νὰ πράττουν οἱ πολλοὶ ποὺ ζοῦσαν στὰ κρυφά; Τί πιὸ περίπλοκο ἀπὸ τὴν ἡδονὴ αὐτή; Ἀγάπησε ἡ τάδε τὸν τάδε· ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἄνδρας της τὸν ἔσφαξε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ μοιχοῦ [:Ὁ λόγος εἶναι γιὰ τὴν Κλυταιμήστρα, τὸν Ἀγαμέμνονα, τὸν Αἴγισθο καὶ στὸν Ὀρέστη καὶ γιὰ τίς γνωστὲς συμφορὲς τῆς οἰκογένειας τῶν Ἀτρειδῶν]. Ἴσως οἱ πολλοὶ γνωρίζετε τὴν ἱστορία. Τὸν μοιχὸ σκότωσε ὁ γιος τους σκοτωμένου καὶ ἐκείνην τὴν ἔσφαξε. Στὴ συνέχεια τρελάθηκε καὶ ὁ ἴδιος καὶ καταδιωκόταν ἀπό τις Ἐρινύες. Ἔπειτα αὐτὸς ποὺ κυριεύτηκε ἀπὸ τόση τρέλα ἔφυγε καὶ ἔσφαξε ἄλλον, καὶ παίρνει τὴ γυναῖκα του. Τί ὑπάρχει χειρότερο ἀπὸ τίς συμφορὲς αὐτές; Γι'αὐτὸ τὰ λέγω αὐτὰ παρμένα  ἀπὸ τοὺς μὴ Χριστιανούς, γιὰ νὰ πείσω τοὺς ἐθνικοὺς πόσα κακὰ κατεῖχαν τὴν οἰκουμένη.

Ἀλλὰ ἂν θέλετε, ἂς τὸ ἀποδείξω καὶ ἀπὸ τὰ δικά μας: «Καὶ ἔθυσαν (:Καὶ θυσίασαν)», λέγει, «τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν τοῖς δαιμονίοις (:καὶ θυσίασαν τοὺς γιοὺς καὶ τίς θυγατέρες τους στὰ δαιμόνια, στὰ εἴδωλα)» [Ψαλμ. 105,37]. Καὶ πάλι οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων δὲν καταστράφηκαν γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο ἐπειδὴ ἐρωτεύονταν παιδιά [ βλ. Γεν. 19,4-30]. Ἀλλὰ πάλι στὴν ἀρχὴ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ δὲν χόρευε ἡ θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ στὴ διάρκεια τοῦ συμποσίου ἀνάμεσα σὲ μεθυσμένους ἀνθρώπους; Δὲν ζητοῦσε φόνο γιὰ βραβεῖο γιὰ τὸν χορὸ τὸ κεφάλι τοῦ προφήτη; [βλ. Ματθ. 14,1-12]. «Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου; (:Ποιός θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ κάνει λόγο καὶ νὰ ἐξυμνήσει ἐπαξίως τὰ ἔργα τὰ θαυμαστὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου;)» [Ψαλμ. 105,2].

«Ἦμεν γὰρ ποτε καὶ ἡμεῖς (:Διότι ἤμασταν κάποτε καὶ ἐμεῖς)», λέγει, «στυγητοί, μισοῦντες ἀλλήλους (:μισητοὶ καὶ ἄξιοι νὰ μᾶς ἀποστρέφονται, ἀφοῦ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μισούσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον)» [Τίτ. 3,3]. Γιατί ὁπωσδήποτε ὅταν ἀφήσουμε στὴν ψυχὴ ὅλες τίς ἡδονές, αὐξάνεται ἀναγκαστικὰ τὸ μῖσος. Γιατί; Ἐπειδὴ ὅπου ἡ ἀγάπη εἶναι μαζὶ μὲ τὴν ἀρετή, κανεὶς δὲν ξεπερνάει κανέναν. Πρόσεχε καὶ ὁ Παῦλος τί λέγει: «Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. καὶ ταῦτὰ τινες ἦτε (:Μὴν πλανάστε. Οὔτε οἱ πόρνοι, οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες, οὔτε οἱ μοιχοί, οὔτε οἱ ἐκθηλυμένοι καὶ θηλυπρεπεῖς, οὔτε οἱ ἀρσενοκοῖτες οὔτε οἱ πλεονέκτες, οὔτε οἱ κλέφτες, οὔτε οἱ μέθυσοι, οὔτε αὐτοὶ ποὺ ἐμπαίζουν καὶ βρίζουν τοὺς ἄλλους, οὔτε οἱ ἅρπαγες μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐσᾶς τέτοιοι ἤσασταν στὸ παρελθόν)» [Α΄ Κορ. 6,9-11]. Βλέπεις πῶς ἐπικρατοῦσε κάθε εἶδος κακίας καὶ ἦταν πολλὴ ἡ ὁμίχλη καὶ διαφθειρόταν τὸ δίκαιο; Γιατί, ἂν ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουγαν τίς προφητεῖες καὶ ἔβλεπαν νὰ γίνονται τόσα κακὰ καὶ στοὺς ἐχθροὺς καὶ στὸν ἑαυτό τους δὲν συγκρατοῦνταν, ἀλλὰ ἔκαναν ἄπειρα καινούργια πράγματα, τί θὰ ἔκαναν οἱ ἄλλοι;

Ἕνας ἄλλος πάλι ἀπὸ αὐτοὺς πρόσταζε τίς παρθένες νὰ παλεύουν γυμνὲς μπροστὰ στοὺς ἄνδρες [:Πρόκειται γιὰ τὸν Λυκοῦργο, τὸν γνωστὸ νομοθέτη τῆς Σπάρτης]. Εἴθε νὰ συμβοῦν σὲ σᾶς πολλὰ ἀγαθά, γιατί οὔτε τὸν λόγο ἀντέχετε νὰ ἀκούσετε. Αὐτὸ ὅμως τὸ πρᾶγμα οἱ φιλόσοφοι δὲν τὸ ντρέπονταν. Καὶ κάποιος ἄλλος, φιλόσοφος, ὁ κορυφαῖος ἀπὸ αὐτούς, τίς βγάζει ἀκόμη καὶ σὲ πολέμους καὶ προστάζει νὰ εἶναι κοινές, σὰν νὰ ἦταν κάποιος μαστροπὸς καὶ προαγωγός[: Πρόκειται γιὰ τὸν Πλάτωνα].

«ἐν κακίᾳ καὶ φθόνῳ διάγοντες (:περνούσαμε τὴ ζωή μας μὲ μοχθηρία καὶ φθόνο)», λέγει [:Τίτ.3,3]. Ἄν λοιπὸν οἱ φιλόσοφοί τους νομοθετοῦσαν αὐτά, τί θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γιὰ τοὺς μὴ φιλοσόφους; Ἄν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὴ βαθειὰ γενειάδα καὶ φοροῦν τὸν τρίβωνα λέγουν τέτοια πράγματα, τί θὰ λέγαμε γιὰ τοὺς ἄλλους; Δὲν ἔγινε γι᾿ αὐτὸ ἡ γυναῖκα, ἄνθρωπε, ὥστε νὰ ἐκτίθεται δημόσια σὲ ὅλους.

Ὦ σεῖς, ποὺ τὰ πάντα ἀντιστρέφετε! Ποὺ ἔρχεστε σὲ μίξη μὲ τοὺς ἄνδρες σὰν νὰ εἶναι γυναῖκες καὶ ὁδηγεῖτε τίς γυναῖκες σὰν νὰ εἶναι ἄνδρες στὸν πόλεμο. Γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου, τὸ νὰ συγχέει καὶ νὰ ἀντιστρέφει τὰ πάντα καὶ νὰ διασαλεύει καὶ νὰ μετακινεῖ τὰ ὅρια ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τέθηκαν καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔθεσε ὁ Θεὸς στὴ φύση. Γιατί στὴ γυναῖκα ὁ Θεὸς ἔδωσε μόνο νὰ φροντίζει τὸ σπίτι, ἐνῶ στὸν ἄνδρα νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὰ δημόσια πράγματα. Ἐσὺ ὅμως κατεβάζεις τὴν κεφαλὴ στὰ πόδια, καὶ ἀνεβάζεις τὰ πόδια στὴν κεφαλή. Ὁπλίζεις τίς γυναῖκες, καὶ δὲν ντρέπεσαι; Καὶ τί λέγω αὐτά; Παρουσιάζουν καὶ κάποια γυναῖκα τους ποὺ σκότωσε ἀκόμη καὶ τὰ παιδιά της, καὶ δὲν αἰσχύνονται οὔτε ντρέπονται βάζοντας τέτοιες μυσαρὲς ἱστορίες στὶς ἀκοὲς τῶν ἀνθρώπων.

«Ὃτε δὲ (:Ὅταν ὅμως)», λέγει, «ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ,  οὐκ ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ ὧν ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸν αὐτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου οὗ ἐξέχεεν ἐφ᾿ ἡμᾶς πλουσίως διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν, ἵνα δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ᾿ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου (:Ὅταν ὅμως φανερώθηκε ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρος μας Θεοῦ, μᾶς ἔσωσε ὄχι ἀπὸ ἔργα ἀρετῆς ποὺ κάναμε ἐμεῖς, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεός Του, μέ τὸ λουτρὸ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, στὸ ὁποῖο μᾶς ἀναγεννᾷ καὶ μᾶς ἀνακαινουργώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ ἔχυσε ἐπάνω μας πλούσια διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος μας. Καί μᾶς τὸ ἔχυσε πλούσια, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε καὶ νὰ ἁγιασθοῦμε πρῶτα μέ τὴ χάρη Ἐκείνου καὶ νὰ γίνουμε ἔπειτα κληρονόμοι αἰώνιας ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα μας)» [Τίτ. 3,4-7].

Τί σημαίνει «κατ᾿ ἐλπίδα (:σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα μας)»; Δηλαδή, ὅπως ἐλπίσαμε ἔτσι θὰ ἀπολαύσουμε· ἢ ὅτι ἤδη εἶστε καὶ κληρονόμοι. «Πιστὸς ὁ λόγος (:Τὸ ὅτι δικαιωθήκαμε καὶ ἀναγεννηθήκαμε καὶ θὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ εἶναι λόγος καὶ ἀλήθεια ἀξιόπιστη)» [Τίτ. 3,8]. Ἐπειδὴ λοιπὸν μίλησε γιὰ πράγματα μελλοντικὰ καὶ ὄχι ἀκόμη παρόντα, πρόσθεσε τὸ ἀξιόπιστο. «Εἶναι ἀληθινὰ αὐτά», λέγει, «καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προηγήθηκαν. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τόση μεγάλη ἀνομία καὶ ἀπὸ τόσο πολλὰ κακά, εἶναι ὁλοφάνερο πῶς θὰ δώσει ὁπωσδήποτε καὶ τὰ μελλοντικά σὲ μᾶς ποὺ παραμείναμε στὴ χάρη του· γιατί ἀπὸ τὴν ἴδια πρόνοια γίνονται ὅλα».

Ἄς εὐχαριστοῦμε λοιπὸν τὸν Θεὸ καὶ ἂς μὴν ψέγουμε καθόλου τοὺς ἄλλους, καθόλου ἂς μὴν τοὺς κατηγοροῦμε, ἀλλὰ μᾶλλον ἂς τοὺς προτρέπουμε, ἂς προσευχόμαστε γι᾿ αὐτούς, ἂς τοὺς συμβουλεύουμε, ἂς τοὺς παραινοῦμε, εἴτε μᾶς ὑβρίζουν εἴτε μᾶς χλευάζουν, γιατί τέτοιοι εἶναι οἱ ἀσθενεῖς. Ὅσοι ὅμως τρέχουν γιὰ τὴν ὑγεία τῶν ἀσθενῶν ὑποφέρουν καὶ κάνουν τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν κατορθώνουν τίποτε, γιὰ νὰ μὴν κατηγοροῦν τὸν ἑαυτό τους γιὰ ἀδιαφορία. Ἢ δὲν γνωρίζετε ὅτι πολλὲς φορὲς ὅταν ἕνας γιατρὸς παραιτεῖται ἀπό τὸν ἀσθενῆ κάποιος ἄλλος συγγενής τοῦ λέγει: «συνέχισε τὴ θεραπεία καὶ μὴ σταματήσεις καθόλου, γιὰ νὰ μὴν κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ νὰ μὴν τὸν μέμφομαι, γιὰ νὰ μὴν μπορῶ νὰ πῶ τίποτε ἐναντίον μου;». Δὲν βλέπετε πόσο φροντίζουν οἱ συγγενεῖς γιὰ τοὺς δικούς τους; Πόσα κάνουν γι᾿ αὐτό, καὶ γιατροὺς παρακαλοῦν καὶ κάθονται κοντά τους διαρκῶς; Τοὐλάχιστον αὐτοὺς ἂς μιμούμαστε, ἂν καὶ βέβαια ἡ φροντίδα δὲν εἶναι γιὰ ἴδια πράγματα.

Τώρα ὅμως, ὅταν τὸ παιδὶ εἶναι ἄρρωστο στὸ σῶμα, δὲν θὰ ἀρνηθεῖ κανεὶς νὰ τὸ στείλει σὲ μακρινὸ ταξίδι γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀρρώστια του. Ὅταν ὅμως πάσχει ἡ ψυχή, κανεὶς δὲν φροντίζει καθόλου γι᾿ αὐτήν, ἀλλὰ ὅλοι χάνουμε τὸ θάρρος, ὅλοι ἀδιαφοροῦμε, ὅλοι ὀλιγωροῦμε, ἂν καὶ βλέπουμε τὰ παιδιά, τίς γυναῖκες καί μᾶς τοὺς ἴδιους νὰ κυριευόμαστε ἀπὸ τὴ φοβερὴ αὐτὴ ἀρρώστια. Ἀλλὰ ἀργότερα αἰσθανόμαστε τὸ πρᾶγμα. Σκεφτεῖτε πόσο αἰσχρὸ καὶ πόσο πολὺ καταγέλαστο εἶναι νὰ λέμε ἀργότερα «δὲν περιμέναμε, δὲν ἐλπίζαμε νὰ συμβεῖ αὐτό». Καὶ δὲν εἶναι μόνο αἰσχρὸ ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνο. Γιατί, ἂν στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι γνώρισμα τῶν ἀνόητων ἀνθρώπων τὸ νὰ μὴν προβλέπουν τὰ μελλοντικά, πολὺ περισσότερο θὰ συμβεῖ αὐτὸ στὴ μέλλουσα ζωή, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκοῦμε τώρα πολλοὺς νὰ μᾶς συμβουλεύουν καὶ νὰ λένε αὐτὰ ποὺ πρέπει καὶ αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει νὰ κάνουμε. Ἄς εἴμαστε λοιπὸν κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἐλπίδα αὐτή, ἂς φροντίζουμε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἂς παρακαλοῦμε γιὰ ὅλα τὸν Θεό, ὥστε νὰ μᾶς βοηθήσει. Μέχρι πότε θὰ εἴμαστε ράθυμοι; Μέχρι πότε ἀδιάφοροι, μέχρι πότε θὰ περιφρονοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας; Αὐτὸς σκόρπισε πλούσια πάνω μας τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Ἄς κατανοήσουμε λοιπὸν πόση χάρη φανέρωσε γιά μᾶς καὶ ἂς δείξουμε καὶ ἐμεῖς τόσο ἐνδιαφέρον· ἢ καλύτερα τόσο δὲν εἶναι δυνατό, τοὐλάχιστον μικρότερο. Γιατί, ἂν καὶ μετά τὴ χάρη αὐτὴν παραμείνουμε ἀναίσθητοι, θὰ εἶναι μεγαλύτερη ἡ τιμωρία μας. «Εἰ μὴ ἦλθον (:Ἐὰν δὲν εἶχα ἔλθει)», λέγει, «καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν (:καὶ δὲν τοὺς εἶχα μιλήσει ἀποδεικνύοντάς τους μὲ τὴ διδασκαλία μου καὶ μὲ τὰ θαύματά μου ὅτι εἶμαι ὁ Μεσσίας, δὲν θὰ εἶχαν ἁμαρτία γιὰ τὴν ἀπιστία ποὺ ἔδειξαν σὲ μένα. Τώρα ὅμως δὲν ἔχουν καμία πρόφαση ποὺ νὰ δικαιολογεῖ τὴν ἁμαρτία τους. Καὶ εἶναι βαριὰ καὶ ἀσυγχώρητη ἡ ἁμαρτία τους αὐτή)» [Ἰω. 15,22]. Εἴθε ὅμως νὰ μὴ γίνει νὰ πεῖ αὐτὰ γιά μᾶς, ἀλλὰ εὔχομαι νὰ ἀξιωθοῦμε ἐμεῖς τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ γιὰ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου