Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

Ἑρμηνεία στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστῖνου ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ''

 


Ποῦ θέλεις νʼ ἀρέσης;

«Καὶ ἰδὼν (ὁ Ἡρώδης) ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς

Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον»

(Πράξ. 12, 3)


Θυμᾶστε, ἀγαπητοί, θυμᾶστε τὸν Ἡρώδη; Εἶνε ὁ κακοῦργος ἐκεῖνος βασιλιᾶς, ποὺ διέταξε νὰ σφάξουν ὅλα τὰ νήπια τῆς περιφερείας τῆς Βηθλεὲμ μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ἀνάμεσα σʼ αὐτὰ θὰ ἦταν καὶ τὸ Θεῖο Βρέφος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Φοβερὴ ἦταν ἡ σφαγή. Χιλιάδες μανάδες ἔκλαψαν τότε. Μὰ ἡ καρδιὰ τοῦ κακούργου βασιλιᾶ δὲν συγκινήθηκε. Ὁ Ἡρώδης ἦταν σκληρός˙ ἦταν γεμᾶτος κακία καὶ μῖσος. Πολλὰ ἐγκλήματα εἶχε κάμει. Τὸ τέλος του ἦταν ἄθλιο. Σκουλήκιασε τὸ κορμί του, σάπισε, βρώμισε, πέθανε κι ἔτσι ἡ μαύρη ψυχή του πῆγε στὴν κόλαση. Ἄφησε ὅμως ὁ Ἡρώδης πολλὰ παιδιὰ καὶ ἐγγόνια, ποὺ ὅλοι σχεδὸν εἶχαν κληρονομήσει ἀπὸ τὸ γενάρχη τους τὶς κακίες ποὺ εἶχε ἐκεῖνος. Μέγας ὠνομάστηκε ὁ Ἡρώδης ὄχι στὸ καλό, ἀλλὰ στὸ κακὸ καὶ στὴν καταστροφή. Ὁ κόσμος ἀπὸ φόβο καὶ κολακεία τοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο μέγας. Ἔτσι συμβαίνει πολλὲς φορές˙ κακοῦργοι, ποὺ ρήμαξαν βασίλεια, ὀνομάζονται ἀπʼ τὸν κόσμο τρανοῖ καὶ σπουδαῖοι.

* * *

Ἕνας λοιπὸν ἀπʼ τὰ ἐγγόνια τοῦ κακούργου αὐτοῦ βασιλιᾶ ἦταν κι ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἀναφέρει στὴ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ ἐγγονός, ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ τὸν παπποῦ του, γιὰ νὰ ξεχωρίζεη ἀπὸ ʼκεῖνον, ὠνομαζόταν Ἡρώδης Ἀντύπας Α΄. Ἦταν κι αὐτός κακός, θηρίο ἀνήμερο. Μέσα στὶς φλέβες του ἔτρεχε μολυσμένο αἷμα, τὸ μολυσμένο αἷμα τῆς οἰκογενείας του. Τὸν βάραινε βαρειὰ κληρονομικότητα, κακίες δηλαδὴ καὶ πάθη, ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του κι ὁ παπποῦς του. Παιδὶ κι ἐγγόνι, ποὺ βγῆκε ἀπὸ κοιλιὰ ὀχιᾶς. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε ἡ κακία, ποὺ προερχόταν ἀπʼ τοὺς διεφθαρμένους προγόνους του, ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀντύπας αὔξησε τὴν κακία του μὲ τὴν συναναστροφὴ ἄλλων κακῶν καὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων, γιατὶ ἔφυγε νέος ἀπʼ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴ Ρώμη, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη πόλις τοῦ τότε κόσμου. Πρώτη ὄχι μόνο στὸν πλοῦτο καὶ στὴ δόξα, ἀλλὰ καὶ στὴ διαφθορά. Ἔσμιξε μὲ κακὲς παρέες, παραμένοντας ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὸ παλάτι τοῦ Καλιγούλα, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπʼ τοὺς πιὸ διεφθαρμένους καὶ κακούργους βασιλιᾶδες τοῦ κόσμου. Ἀπὸ ʼκεῖ πῆρε νέα μαθήματα κακίας καὶ διαφθορᾶς καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του κι ἔγινε βασιλιᾶς στὴν Ἰουδαία. Κακοὶ οἱ γονεῖς του. Κακὴ ἡ ἐκπαίδευσίς του. Ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος, μέσα στὸν ὁποῖο θὰ βασίλευε, ἦταν κι αὐτὸς κακός. Ἕνας κόσμος, ποὺ δὲν εἶχε περάσει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ μαζεύτηκε κάτω ἀπʼ τὸ παλάτι τοῦ Πιλάτου καὶ τοῦ Ἡρώδη, τοῦ πατέρα του, καὶ φώναζε: Θάνατος στὸ Χριστό! Οἱ ἴδιοι ποὺ φώναζαν «Σταύρωσον σταύρωσον», αὐτοὶ καὶ τὰ παιδιά τους, σκληροὶ καὶ ἀμετανόητοι οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς, γεμᾶτοι κακία καὶ μῖσος, δὲν ἤθελαν νὰ ἀκοῦνε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴ διαγωγή τους ἔσπρωχναν τοὺς ἄρχοντές τους στὰ ἐγκλήματα καὶ στοὺς φόνους κατὰ τῶν χριστιανῶν.

Καὶ θὰ ἔπρεπε ὁ βασιλιᾶς ἑνὸς τέτοιου λαοῦ νὰ εἶνε μιὰ μεγάλη καὶ εὐγενικὴ ψυχή, ἕνας πραγματικὸς ἥρωας, γιὰ νʼ ἀντισταθῆ στὸν διεφθαρμένο αὐτὸ κόσμο καὶ στὶς ἄνομες ἀπαιτήσεις του καὶ νὰ πῆ: Ὄχι! Προτιμῶ νὰ πέσω ἀπὸ τὴ θέσι μου, παρὰ νὰ κάμω αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε, νὰ καταδικάσω καὶ νὰ σφάξω ἀθώους ἀνθρώπους. Ἀλλὰ ποῦ τέτοιοι ἄνθρωποι ἀνώτεροι; Ὁ Πιλᾶτος ἦταν κάπως ἀνώτερος ἄνθρωπος καὶ απραδεχόταν τὴν ἀθωότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μπροστὰ στὴν πίεσι, ποὺ ἀσκοῦσαν πάνω του οἱ ἀπαίσιες φωνὲς τοῦ ὄχλου, στὸ τέλος ὑποχώρησε κι ἔκαμε ὄχι ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔλεγε ἡ συνείδησίς του, ἀλλʼ ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε ὁ ὄχλος. Ὑπέγραψε τὴν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ σὲ θάνατο. Ὁ Πιλᾶτος λύγισε, καὶ δὲν θὰ λύγιζε ἕνας Ἡρώδης, τὸ ἐγγόνι ἑνὸς αἱμοβόρου βασιλιᾶ;

* * *

Ἡ περικοπὴ ποὺ διαβάστηκε σήμερα μᾶς παρουσιάζει, τὸν νεώτερο αὐτὸ Ἡρώδη νὰ συνεχίζη τὴν κακούργα δρᾶσι τῶν προγόνων του. Κοντὰ στοὺς ἀναρίθμητους φόνους, ποὺ διέπραξε ἡ οἰκογένεια τῶν Ἡρωδῶν, ὁ νεώτερος αὐτὸς Ἡρώδης πρόσθεσε κι αὐτὸς τὰ ἐγκλήματά του. Διέταξε τὸ φόνο ἑνὸς ἀθώου καὶ τὴ σύλληψι ἑνὸς ἄλλου ἀθώου. Ποιοί ἦταν αὐτοὶ οἱ δύο ἀθώοι, ποὺ ἐναντίον τους στράφηκε ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη; Ἦταν δύο ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέννησε ἡ ἀνθρωπότητα. Ἦταν μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τοὺς πιὸ διαλεχτοὺς καὶ ἀγαπητοὺς μαθητάς του. Ὁ ἕνας ἦταν ὁ Ἰάκωβος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀγαπημένου μαθητοῦ, τοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἦταν παιδιὰ ἑνὸς ἐκλεκτοῦ πατέρα, τὰ ψαρᾶ Ζεβεδαίου. Ὁ ἄλλος ἦταν ὁ Πέτρος. Τὸν πρῶτο τὸν ἔσφαξε ὁ Ἡρώδης. Τὸν δεύτερο τὸν φυλάκισε μὲ σκοπὸ ὕστερα ἀπὸ κάποια γιορτὴ ποὺ θὰ κάνανε νὰ τὸν σκοτώση.

Καὶ ποιά ἦταν ἡ αἰτία; Μιὰ ἦταν... Ἦταν, ὅπως εἴπαμε, τὸ μῖσος ποὺ ἔτρεφε ὁ Ἡρώδης ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ὁπαδῶν του. Δὲν μποροῦσε νʼ ἀκούη τοὺς δυὸ αὐτοὺς μαθητὰς νὰ κηρύττουν μὲ τόση σοφία καὶ δύναμι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσελκύουν στὴ νέα πίστι τόσο λαό. Ἔπρεπε τὰ στόματα αὐτὰ νὰ σωπάσουν. Ἀλλὰ πῶς νὰ σωπάσουν; Μόνο ἄν σκοτώνονταν οἱ Ἀπόστολοι οἱ γλῶσσες τους θὰ σώπαιναν. Καὶ ὁ Ἡρώδης σὰν χασάπης Ἅρπαξε τὸ χαριτωμένο ἀρνάκι τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ἰάκωβο, καὶ τὸν ἔσφαξε μὲ τὸ μαχαίρι. Πάει ἕνας φλογερὸς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου! Σκοτώθηκε ἕνας ἀθώος ἄνθρωπος!

Ἀκούστηκε, παρακαλῶ, καμμιὰ διαμαρτυρία; Ἀνέβηκε κανένας στὸ παλάτι τοῦ Ἡρώδη νὰ τοῦ πῆ «Βασιλιᾶ, τί κάνεις; Φυλακίζεις καὶ σκοτώνεις τοὺς ἀθώους ἀνθρώπους; Ὁ Θεὸς βλέπει! Θὰ τιμωρηθῆς! Θὰ ρημάξη τὸ βασίλειό σου καὶ θὰ ἔχης κακὸ τέλος ὅπως ὁ παπποῦς σου...»; Ἄν ἀκουγόταν τέτοιες θαρραλέες φωνές, ὁ Ἡρώδης ἴσως νὰ δίσταζε νὰ κάμη τὸ ἔγκλημα. Δυστυχῶς καμμιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν ἄπιστο καὶ διεφθαρμένο λαὸ δὲν ἀκούστηκε. Ἀντιθέτως οἱ Ἰουδαῖοι ἐπαίνεσαν καὶ χειροκρότησαν αὐτὸ ποὺ ἔκαμε ὁ Ἡρώδης. Ἔτσι συμβαίνει σὲ ἐποχὲς ἀνώμαλες, ποὺ βασιλεύουν οἱ ἄπιστοι καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι. Συμβαίνει νὰ ἐπαινοῦνται καὶ νὰ χειροκροτοῦνται οἱ ἐγκληματίες καὶ οἱ φονιᾶδες, καὶ νὰ καταδικάζωνται οἱ ἀθῶοι ἄνθρωποι.

* * *

Ὁ κόσμος, ποὺ ἀντὶ νὰ ἐλέγχη τὸ κακὸ τὸ ἐπαινεῖ καὶ τὸ χειροκροτεῖ, ὁ κόσμος αὐτὸς πρέπει νὰ θεωρῆται κατὰ κάποιο τρόπο συνένοχος γιὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ γίνονται ἐδῶ στὴ γῆ.

Αὐτὴ τὴν ἐνοχὴ τοῦ κόσμου τονίζει ὁ σημερινὸς Ἀπόστολος, ὅτα λέη ὅτι ὁ ἄδικος φόνος ποὺ διέπραξε ὁ Ἡρώδης ἄρεσε στοὺς Ἰουδαίους. Καὶ βλέποντας ὁ βασιλιᾶς ὅτι σκοτώνοντας τοὺς ἀθώους αὐτοὺς ἀνθρώπους θὰ γινόταν ἕνας ἀγαπητὸς βασιλιᾶς, διέταξε καὶ τὴ σύλληψι τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος τὴν τελευταῖα στιγμὴ σώθηκε μὲ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Θεός.

Ἄχ, πόσο κι ἐμεῖς, οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, μοιάζουμε μὲ τὸν Ἡρώδη, ποὺ ἔκανε φόνους γιὰ νʼ ἀρέση σʼ ἕναν ἄπιστο καὶ διεφθαρμένο λαό! Καὶ οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, ἄν δὲν κάνουμε φόνους καὶ ἐγκλήματα σὰν τοῦ Ἡρώδη, κάνουμε χίλια δυὸ ἄλλα πράγματα, πράγματα ἀνόητα καὶ βλαβερά, πολλὲς φορὲς δὲ καὶ ἁμαρτωλά, μόνο καὶ μόνο γιὰ νʼ ἀρέσουμε στὸν κόσμο. Δυστυχῶς οἱ πολλοὶ δὲν προσέχουμε τί λέει ἡ συνείδησίς μας, τί θέλει ὁ Θεός. Ἄλλα προσέχουμε. Προσέχουμε τί ἀρέσει στὸν κόσμο τὸν πολύ, κι ἐκεῖνο ποὺ ἀρέσει στὸν κόσμο, αὐτὸ κάνουμε. Τὸ κακὸ θὰ ἦταν πολὺ περιωρισμένο στὸν κόσμο, ἄν οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔπασχαν ἀπὸ τὴν ψυχικὴ αὐτὴ ἀρρώστια, νὰ θέλουν νʼ ἀρέσουν στὸν κόσμο. Καὶ ἄν εἶχαν πολλοὶ τὸν ψυχικὸ ἡρωισμὸ νὰ λένε στὸν ἄπιστο καὶ διεφθαρμένο κόσμο τὸ «ὄχι» καὶ νὰ πηγαίνουν κόντρα πρὸς τὸν κόσμο, ἡ κατάστασις θὰ ἤτανε πολὺ διαφορετική.

Σύνθημά μας: Νὰ κάνουμε ὄχι ὅ,τι ἀρέσει στὸν κόσμο, ἀλλʼ ὅτι ἀρέσει στὸ Χριστό.


Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 91-95 (ἕκδοσις Β΄ 1992).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου