Η Λαμπρινή γεννήθηκε τό 1918 στό χωριό Ἁγία Παρασκευή Ἄρτης. Οἱ γονεῖς της Σπυρίδων Δρίβας καί Θεοδώρα ἦταν ἀπό τούς πιό εὔπορους τοῦ χωριοῦ καί εἶχαν ἄλλα τρία ἀγόρια. Ἡ Λαμπρινή ἦταν ἡ μικρότερη καί τ᾿ ἀδέλφια της τήν ὑπεραγαποῦσαν γιά τόν χαρακτῆρα της, τό ἦθος καί τήν πολύ καλή συμπεριφορά της πρός ὅλους.
Μεγάλωσε μέ χριστιανικές ἀρχές. Ἀπό μικρή ἔμαθε νά ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους καί νά ζῆ σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τελείωσε μόνο τό δημοτικό σχολεῖο καί διάβαζε μέ πόθο τήν Ἁγία Γραφή καί ἄλλα πνευματικά βιβλία. Διηγήθηκε ἡ ἴδια: «Ἤμουν ὀκτώ χρόνων καί καθόμουν σ᾿ ἕνα καρεκλάκι στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ. Κρατοῦσα μιά μικρή Ἁγία Γραφή, μπῆκα στόν ἐνθουσιασμό καί μοῦ ἄρεσε νά τήν διαβάζω. Εἶχα διαβάσει τό χωρίο: “Πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει”[1]. Ἔτσι μπῆκε μέσα στήν καρδιά μου καί ἀγάπησα πάρα πολύ τόν Κύριο. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄναψε ὁ πόθος γιά νά ἀκολουθήσω τήν μοναχική ζωή καί σκέφθηκα: “Δέν θέλω τίποτε, οὔτε χωράφια οὔτε περιουσίες, θά πάω γιά μοναχή”.
»Τότε ἐμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κάποιος ντυμένος μέ ἱερατικά ἄμφια καί μοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ὄψη του, ἦταν πολύ ὄμορφη. Τόν κοιτοῦσα μέ θαυμασμό. Μοῦ εἶπε:
–Τί μέ θαυμάζεις; Καί τά χεράκια σου ἐγώ τά ἔπλασα καί εἶσαι καί σύ ὄμορφη σάν ἐμένα.
–Ἐμένα μέ γέννησε ἡ μάννα μου καί εἶναι στήν κουζίνα. Νά τήν φωνάξω;
–Ὄχι, ἐγώ ἐσένα θέλω, καί ἔπιασε τά μαλλάκια μου. Αὐτά ποιός τά ἔπλασε;
–Ἀφοῦ μέ ἔπλασες ἐσύ καί αὐτά σύ θά τά ἔπλασες.
–Ναί, μοῦ εἶπε. Τώρα τί θά κάνεις, ποιά ζωή θά ἀκολουθήσεις;
–Αὐτό τό βιβλίο μοῦ ἄναψε τόν πόθο γιά τόν μεγάλο μου Θεό, θέλω νά τόν ἀπολαύσω. Αὐτός νά ἐργάζεται γιά μένα καί ἐγώ γι᾿ αὐτόν.
–Θά γίνεις μεγάλη, παιδί μου, καί θά ἐργασθεῖς καί σύ γιά μένα.
–Ποιός εἶσαι σύ;
–Αὐτός πού εἶπες ἐσύ, μοῦ εἶπε. Ἀφοῦ θέλεις ἔτσι, θά τρῶς Τετάρτη καί Παρασκευή ψωμί καί σκόρδο. Ἐσύ εἶσαι καλό παιδί, ἔχω ὅμως καί ἄλλα καλά παιδιά˙ θά ἔρθω μιά μέρα νά μαζέψω ὅλα αὐτά τά καλά παιδιά.
»Ὕστερα ἔγινε ἄφαντος».
Ἄρχισε μετά ἀπ᾿ αὐτό νά ἀγωνίζεται περισσότερο, νά νηστεύη, νά προσεύχεται καί νά ἑτοιμάζεται νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό. Πνευματικός της ἦταν ὁ π. Μητροφάνης, ὁ Γέροντας τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ροβέλιστας Ἄρτης. Διηγήθηκε ἡ ἴδια: «Ἀπό μικρή ἤθελα νά γίνω μοναχή˙ ὅταν ἔγινα δεκαεπτά χρόνων πῆγα στό Μοναστήρι καί εἶπα στόν Γέροντα ὅτι θέλω νά γίνω μοναχή. Μοῦ εἶπε “νἄρθης, παιδάκι μου”. Τήν ἄλλη μέρα ἦρθαν οἱ γονεῖς μου μέ φωνές νά μέ πάρουν. Ὁ Ἡγούμενος, ὅπως τούς εἶδε ἔτσι ἀγριεμένους, μέ ἔδωσε λέγοντάς με νά μεγαλώσω λίγο καί μετά ξαναπηγαίνω.
»Αὐτοί μέ πῆραν καί σέ λίγες μέρες ἄρχισαν τά προξενειά. Ἐγώ ἤμουν ἀρνητική καί εὕρισκα προφάσεις. Μετά μέ ρώτησαν τί θέλω καί τούς εἶπα: “Θά προσευχηθῶ ὅλη τή νύχτα καί ὅ,τι μοῦ πεῖ ὁ Θεός”.
»Προσευχήθηκα καί εἶπα: “Θεέ μου, ἕνα πρᾶγμα σοῦ ζητῶ. Νά μοῦ δώσης ἄδεια νά πάρω τόν οὐράνιο (νυμφίο) καί ᾿γώ, ὅπως παίρνουν οἱ καλές ψυχές. Νά μή συζευχτῶ μέ ἐπίγειον ἄνδρα”. Ἄκουσα φωνή: “Σέ ἔχομε ὑπ᾿ ὄψη. Μιά ὥρα δική μας θά γίνεις. Πρέπει ὅμως νά συζευχθῆς αὐτοῦ γιά νά δυναμώσης. Νά βάλης χαλινάρια στό στόμα, στά πόδια, στά χέρια, στήν σάρκα”.
–Στήν σάρκα; Στήν παντρειά μέ στέλνεις.
–Σέ στέλνω ἐγώ καί ἡ σάρκα εἶναι εὐλογημένη. Δοκιμασίες θά ἔχεις.
»Ἐγώ συνέχισα νά προσεύχωμαι γιά τό καλύτερο, νά γίνω μοναχή, ὅμως μοῦ ἔλεγε ὅτι “τό καλύτερο γιά σένα εἶναι νά παντρευτῆς, νά δοκιμαστῆς, νά ψηθῆς. Ἄν πᾶς στό Μοναστήρι, δέν θά βασανισθῆς τόσο. Στό Μοναστήρι ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι θά κάνεις καί σύ, εἴτε τρῶνε εἴτε προσεύχονται. Στόν κόσμο ὅμως θά συναντήσεις κακότητα, μοχθηρία. Ἐμεῖς τελειώσαμε τώρα, πάρε τήν δύναμη καί τήν φώτιση καί ἐργάσου ὅσο μπορεῖς”.
»Ἐργάσθηκα σέ ὅλη μου τήν ζωή. Ἀγωνίστηκα. Τά πεθερικά μου μετά δέν μέ ἤθελαν, μέ ἔδιωχναν, μέ ἔβριζαν μέ ἄπρεπα λόγια. Ὅσα μοῦ εἶπε ἡ φωνή, τό Πνεῦμα, τά βρῆκα ὅλα».
Ἔτσι λοιπόν μετά τά εἴκοσί της τήν πάντρεψαν μέ τόν Ἀριστείδη Βέτσιο ἀπό τά Κολομόδια Ἄρτης καί ἀπέκτησαν δύο παιδιά, τόν Σπύρο καί τήν Σταθούλα.
Ἡ ζωή της δέν ἦταν καθόλου εὔκολη στήν οἰκογένεια τοῦ συζύγου της, γιατί ζοῦσαν δεκατρία ἄτομα μαζί στό ἴδιο σπίτι καί ὁ καθένας εἶχε τίς δικές του ἰδιοτροπίες καί τόν δικό του τρόπο σκέψεως. Ἰδιαίτερα ὁ πεθερός της φερόταν πρός αὐτήν μέ ἄσχημο τρόπο, μέ περιφρόνηση καί σκληρότητα τήν πλήγωνε μέ τά λόγια του. Ἡ Λαμπρινή ὅμως κατάφερε μέ τήν ὑπομονή νά τά ξεπεράση ὅλα. Στίς βρισιές του ἔλεγε: «Πές με ὅ,τι θέλεις. Ἐγώ εἶμαι μουγκή». Καί ἀπό τόν σύζυγό της εἶχε δυσκολίες. Κάποτε πού βρισκόταν σέ ἀγρυπνία στόν ἅγιο Φανούριο στό γειτονικό χωριό Γλυκόριζο, ἄκουσε φωνή πού τῆς εἶπε: «Αὐτήν τήν στιγμή καίγεται τό σπίτι σου». Ὅταν τέλειωσε ἡ ἀγρυπνία καί γύρισε μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες μέ τά πόδια, εἶδε τά βιβλία της καμμένα καί πεταμένα ἔξω ἀπό τό σπίτι καί τόν σύζυγό της σέ ἔξαλλη κατάσταση νά τῆς φωνάζη νά φύγη ἀπό τό σπίτι. Ἡ Λαμπρινή ἀπάντησε: «Δέν φεύγω. Ἐσύ εἶσαι ὁ ἄντρας μου, ἐδῶ εἶναι τό σπίτι μου, σκότωσέ με, κάνε με ὅ,τι θέλεις, ἐγώ δέν φεύγω». Τή νύχτα τήν κλείδωσε ἔξω ἀπό τό σπίτι. Ὑπέμεινε ἤρεμα καί ἔλεγε: «Ὁ πειρασμός τόν βάζει, θά τοῦ περάσει. Αὐτός εἶναι καλός, ἀλλά στό καφενεῖο τόν “ἄναψε” ὁ τάδε καί ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, μέχρι νά τοῦ περάση ὁ θυμός».
Παρά τίς τόσες δυσκολίες καί τίς κοπιαστικές ἀγροτικές ἐργασίες, δέν ἄφηνε δευτερόλεπτο τῆς ἡμέρας χωρίς νά προσεύχεται καί νά εὐχαριστῆ τόν Θεό. Μαζί της στό χωράφι πού πήγαινε νά ἐργασθῆ ἔπαιρνε καί βιβλία πνευματικά γιά νά διαβάζη καί νά προσεύχεται. Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της χάλασε ἀπό τήν πολλή χρήση τέσσερα βιβλία «Μεγάλα Ὡρολόγια». Τά βιβλία της ἦταν ἡ περιουσία της, ὅπως ἔλεγε, καί ἀπό τήν μελέτη τους ἔπαιρνε πολλή δύναμη.
Μετά πού ἀπέκτησε τά δυό της παιδιά μέ τόν ἄνδρα της ζοῦσαν σάν ἀδέλφια. Αὐτός τίς νύχτες κοιμόταν καί ἡ Λαμπρινή διάβαζε τά βιβλία της μέ τό φῶς ἑνός καντηλιοῦ καί ἑνός κεριοῦ.
Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της εἶχε μονοφαγία καί ξηροφαγία. Ἔτρωγε συνήθως ψωμί καί ἐλιές. Στό τριήμερο δέν ἔτρωγε καί δέν ἔπινε τίποτε. Κοινωνοῦσε τήν καθαρά Τετάρτη καί μετά συνέχιζε τήν τελεία νηστεία. Τίς ἡμέρες πού δέν ἔτρωγε τίποτε ἔπινε γύρω στίς 3 μ.μ. ἕνα κουταλάκι ζεστό νερό. Τό συνηθισμένο φαγητό της ἦταν μιά πατάτα βρασμένη μέ ξύδι. Τά παιδιά της τήν πίεζαν νά φάη, ἀλλά ἀρνιόταν καί ἀπαντοῦσε: «Μή στενοχωριέστε, δέν θά πεθάνω ἀπό τή νηστεία. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ τροφή μου. Τό σῶμα θά τό περιποιηθῶ γιατί εἶναι ἡ κατοικία τῆς ψυχῆς μου. Ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα θά φάω. Μήν ἀνησυχῆτε». Τήν ἔκανε τό πρωΐ ἡ κόρη της καφέ καί τό ἀπόγευμα πού πήγαινε νά πάρη τό φλυντζάνι ἦταν ἀπείραχτο. Τό Πάσχα πού κάθονταν ὅλοι μαζί νά φᾶνε, ἡ Λαμπρινή μιλοῦσε γιά τόν Θεό καί μετά ἀπό πίεση ἔτρωγε μιά κουταλιά γιαούρτι ἤ μιά πηρουνιά σαλάτα. Ἔλεγε: «Σήμερα εἶναι ἡ μεγαλύτερη γιορτή. Σήμερα ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Ἄν ἐρχόταν ἕνα πεθαμένο παιδί μου ἐγώ θά ἔτρωγα; Θά στόλιζα τό σπίτι μου νά τό ὑποδεχθῶ».
Τήν τελευταία εἰκοσαετία τῆς ζωῆς της ἔτρωγε μόνο ψωμί, νερό καί ξύδι. Κάποτε θά πήγαινε στήν Ἀθήνα γιά μιά ἑβδομάδα, διότι θά ἔκανε ἐγχείρηση ὁ ἀδελφός της. Μιά γνωστή της ἔψηνε ψωμί ἀπό καλαμπόκι καί τῆς ἔδωσε μιά φέτα. Τό δέχθηκε μέ μεγάλη χαρά γιατί ἤξερε ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή χάραξε τόν σταυρό πάνω στό ψωμί. Ὅταν γύρισε ἀπό τήν Ἀθήνα εὐχαρίστησε τήν γυναῖκα πού τῆς ἔδωσε τό ψωμί καί τῆς ἐκμυστηρεύτηκε ὅτι αὐτό τό ψωμάκι ἦταν ἡ τροφή της γιά ὅλη τήν ἑβδομάδα πού πέρασε στήν Ἀθήνα. «Ἔτρωγα λίγο κάθε μέρα καί ἐρχόταν ὁ Κύριος καί μοῦ τό αὐγάταγε (αὔξανε)».
Πρίν τήν κοίμησή της γιά ἕνα διάστημα ἀρκεῖτο μόνο σ᾿ ἕνα κουταλάκι ἁγίασμα, στό ἀντίδωρο καί φυσικά στήν θεία Κοινωνία. Σέ κάποιον πού τήν ρώτησε τί εἶχε φάει ἀπάντησε ὅτι ἔφαγε μόνο ἀντίδωρο πού εἶχε κρατήσει ἀπό τήν θεία Λειτουργία ὅτι μ᾿ αὐτό ἦταν χορτασμένη καί θά τήν κρατήσει γιά κανά–δυό μέρες ἀκόμη.
Ἀφοῦ πάντρεψε τά παιδιά της, ἀπό τήν ἡλικία τῶν 45 ἐτῶν σταμάτησε τίς ἀγροτικές ἐργασίες καί ἀφωσιώθηκε στήν ἄσκηση καί στήν προσευχή. Ἡ ζωή της πλέον ἦταν μιά συνεχής προσευχή στό σπίτι καί στήν Ἐκκλησία, ὅπου τακτικά πήγαινε καί κοινωνοῦσε συχνά.
Τό καθημερινό τυπικό της ἦταν περίπου τό ἐξῆς: Κοιμόταν μέχρι δύο ὧρες τό ἡμερονύκτιο ἀπό τίς 3 μέχρι τίς 4.30 τή νύχτα. Ἔκανε κομποσχοίνι γονατιστή καί μεγάλες μετάνοιες. Ἔκανε ὅλες τίς ἀκολουθίες κάθε ἡμέρα. Τό Μεσονυκτικό καί τόν Ὄρθρο τά διάβαζε μέ τό ἁμυδρό φῶς ἀπό τό καντήλι καί μέ ἕνα κεράκι. Μελετοῦσε πολύ τήν Ἁγία Γραφή καί πατερικά βιβλία. Τήν ἡμέρα, διάβαζε, ἔκανε τήν ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν καί προσευχή. Σέ ὅσους τήν θαύμαζαν πού μποροῦσε καί ἀφιέρωνε τήν ἡμέρα της στό διάβασμα ἔλεγε πώς χρόνος ὑπάρχει γιά ὅλους. Καί μιά σελίδα τήν ἡμέρα νά διαβάζης εἶναι ἀρκετό, ἀρκεῖ νά γίνεται μέ πίστη. Ὅλα αὐτά τά ἔκανε μέ εὐλογία ἀπό τόν Πνευματικό της π. Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε δώσει τόν κανόνα τῆς προσευχῆς. Τήν Μ. Σαρακοστή, ἔκανε τό Μεγάλο Ἀπόδειπνο καί ὅταν κάποιος τήν διέκοπτε δέν τό συνέχιζε, ἀλλά τό ἄρχιζε πάλι ἀπό τήν ἀρχή.
Ὅταν γινόταν ἀγρυπνία σέ κάποια Ἐκκλησία ἦταν πάντα πρώτη. Συνήθως τήν ἀκολουθοῦσαν καί γυναῖκες ἀπό τά γύρω χωριά. Πολλές νύχτες συγκέντρωνε τίς γυναῖκες στό σπίτι της καί ἔκαναν ὁμαδική προσευχή.
Ἀπό τήν ἡλικία τῶν τριάντα ἐτῶν ἔρραψε ἕνα τρίχινο σάκκο καί τόν φοροῦσε κατάσαρκα σ᾿ ὅλη τήν ζωή της, γιά ἄσκηση καί κακοπάθεια. Κανείς δέν τό ἤξερε. Γιά 54 χρόνια τόν φοροῦσε καί ποτέ δέν τόν ἔπλυνε. Πρίν ἀπό τήν κοίμησή της ἄφησε ἐντολή στήν κόρη της νά μήν τόν πλύνη ποτέ. Ὅσοι τόν εἶδαν μαρτυροῦν ὅτι φαίνεται σάν νά βγῆκε ἀπό πλυντήριο καί μοσχοβολᾶ (εὐωδιάζει).
Παρ᾿ ὅλο πού ζοῦσε μέσα στόν κόσμο ὁ πόθος της γιά τόν μοναχισμό καί τήν Ἐκκλησία τήν ἔκαναν νά μετατρέψη τό δωμάτιό της σ᾿ ἕνα μοναχικό κελλί. Ὅ,τι χαρτάκι εὕρισκε πού εἶχε φωτογραφία κάποιου ἁγίου τό κολλοῦσε στόν τοῖχο, δημιουργώντας μιά ξεχωριστή ἀτμόσφαιρα.
Δέν ἀγαποῦσε τά χρήματα, ἦταν ἀνάργυρη. Τό μόνο πού τήν ἐνδιέφερε ἦταν νά μπορῆ νά κάνη ἐλεημοσύνες καί νά βοηθᾶ τόν κόσμο. Ὅλη τήν σύνταξή της τήν μοίραζε σέ ἐλεημοσύνες. Ἐπίσης ὅταν τά παιδιά της τῆς ἔδιναν χρήματα, τά διέθετε καί αὐτά γιά νά βοηθᾶ φτωχούς. Ἔλεγε στά παιδιά της: «Τά χρήματα αὐτά πού δίνω, δέν εἶναι δικά μου. Πιάνονται (λογίζονται) σέ σᾶς, γιατί δικά σας εἶναι». Ἀπέφευγε μάλιστα νά πιάνη μέ τά χέρια της τά χρήματα, ἀλλά μέ μιά χαρτοπετσέτα ἤ μέ ἕνα κομμάτι ὕφασμα. Καί ὅταν πήγαινε νά ψωνίση ἄνοιγε τό πορτοφόλι ἤ τήν χαρτοπετσέτα καί ἔπαιρνε ὁ μπακάλης μόνος του.
Ἀπό τό σπίτι της ἔβγαινε τή νύχτα κρυφά νά μήν τήν βλέπουν καί πήγαινε σέ φτωχά σπίτια, ἄφηνε ἔξω ἀπό τήν πόρτα ὅ,τι εἶχε καί ἔφευγε.
Στόν φούρναρη εἶχε δώσει παραγγελία νά ἐφοδιάζη μέ ψωμί μιά φτωχή οἰκογένεια, χωρίς νά μάθη κανείς τίποτε. Τό εἶπε στήν κόρη της μόνο πρίν κοιμηθῆ καί τῆς ἄφησε παρακαταθήκη νά συνεχίση τήν ἐλεημοσύνη. Ἡ Λαμπρινή συμβούλευε: «Μεγάλη εὐλογία ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού κάνει ἐλεημοσύνη. Ὅταν κάνετε ἐλεημοσύνη δέν θά δίνετε αὐτό πού εἶναι γιά πέταμα ἀλλά θά δίνετε γιά τόν ξένο καί τόν φτωχό τό καλύτερο. Οἱ γονεῖς νά μή στενοχωροῦνται πού δέν ἔχουν ν᾿ ἀφήσουν περιουσία στά παιδιά τους, ἀλλά νά φροντίζουν γιά τήν κατά Θεόν πρόοδό τους καί τά ὑπόλοιπα θά τά τακτοποιήσει ὁ Θεός».
Ἐπισκεπτόταν ἀρρώστους χωρίς φόβο νά κολλήση κάτι. Δέν φοβόταν τόν θάνατο. Ἀντίθετα θεωροῦσε πώς θά τήν ἔφερνε πιό κοντά στόν Θεό.
Κάποτε πῆγε νά προσκυνήση τόν ἅγιο Σπυρίδωνα στήν Κέρκυρα μέ ἕνα παιδάκι πού τό εἶχε βαφτίσει, χωρίς νά ἔχη μαζί της χρήματα. Ὅμως μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πῆγαν καί γύρισαν χωρίς νά τούς ζητήσουν χρήματα οὔτε στό λεωφορεῖο οὔτε στό καράβι.
Ἡ γιαγιά Λαμπρινή ἀγαποῦσε τόν Χριστό, ἀγωνιζόταν περισσότερο ἀπό μοναχή, προσευχόταν συνέχεια καί μετέδιδε τήν θεία Χάρι. Πολλοί πήγαιναν νά τήν δοῦν, νά τήν συμβουλευθοῦν καί νά ζητήσουν τήν προσευχή της. Ὁλόκληρα λεωφορεῖα σταματοῦσαν στό φτωχικό της. Δεχόταν ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀδιαμαρτύρητα, πολλές φορές χωρίς οὔτε μιά διακοπή στήν διάρκεια τῆς ἡμέρας.
Οἱ ἐπισκέψεις στό σπίτι της ἦταν καθημερινές. Δέν ὑπῆρχε ὡράριο. Ὁ καθένας ἐρχόταν ὅποτε ἤθελε καί ἔφευγε ὅταν ἤθελε. Δεχόταν τούς πάντες ἀγόγγυστα. Ὅταν ἦταν μόνη της διάβαζε ἤ προσευχόταν. Γιά νά ξεμουδιάση ἔβγαινε καί ἔκανε περίπατο, ὄχι στό χωριό, ἀλλά στόν κῆπο μέ τίς πορτοκαλιές καί ἔλεγε τήν εὐχή.
Ὁ λόγος της ἦταν πάντα γιά τήν ὑπομονή. Ἔλεγε: «Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί θά περάσουμε ἐδῶ μεγάλες δοκιμασίες, ἀκόμα καί μέσα στήν ἴδια τήν οἰκογένειά μας. Θά πρέπει νά δείχνουμε ὑπομονή, ἀγάπη, καί νά κάνουμε ἐλεημοσύνες». Σέ ὅσους εἶχαν οἰκογενειακά προβλήματα τούς παρακαλοῦσε νά μή διαλύσουν τήν οἰκογένειά τους. «Ὁ πειρασμός σᾶς βάζει», ἔλεγε.
Σέ νέους πού τήν ἐπισκέπτονταν συμβούλευε: «Ἀποφάσισες νά παντρευτῆς; Θά κάνεις ὑπομονή καί ὄχι μία, ἀλλά πολλές. Νά ἐκκλησιάζεστε τακτικά, νά ἐξομολογῆσθε, νά κοινωνᾶτε καί νά προσεύχεσθε. Ὅταν κάνετε αὐτά, θά πᾶτε κοντά στόν Χριστό νά χαίρεστε γιά πάντα».
Ἄν καί δέν εἶχε σπουδάσει, ὅμως διάβαζε πολλά πνευματικά βιβλία, τά κατανοοῦσε καί τά ἐξηγοῦσε. Ἄνθρωποι ἐγγράμματοι –ἀκόμη καί καθηγητές Πανεπιστημίου– πήγαιναν νά ἀκούσουν τήν γιαγιά Λαμπρινή˙ τήν εἶχαν σέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια γιατί ἡ ζωή της ἦταν τελείως δοσμένη στόν Χριστό, ἀλλά καί γιατί ἔβλεπαν νά ἐνεργῆ ἡ θεία Χάρι μέσῳ αὐτῆς θαυμαστά ἔργα. Ἡρπάζετο πολλές φορές ὁ νοῦς της καί ἔβλεπε τά ἀθέατα μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἡ προσευχή της εἰσακούετο, γνώριζε τά κρύφια τῶν ἀνθρώπων καί προέβλεπε γεγονότα τοῦ μέλλοντος.
Διηγήθηκε ἡ γιαγιά Λαμπρινή: «Ἡ κόρη μου Σταθούλα εἶχε περάσει τά δεκαοχτώ της καί ἦταν καιρός γιά παντρειά. Ἄρχισαν τά προξενειά ἀλλά δέν μ᾿ ἀνέπαυαν οἱ γαμπροί. Ἦταν εὐκατάστατοι, καλοί ἄνθρωποι ἀλλά μέ σεσαλευμένη καθαρότητα. Ἐκεῖνα τά χρόνια δέν εἶχε τόσο λόγο ἡ νύφη γιά τήν ἐπιλογή τοῦ γαμπροῦ καί ἐπειδή εἶχα τήν μέριμνα τοῦ γαμπροῦ ἤθελα πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νά εἶναι καθαρός, ἁγνός. Ἡ Σταθούλα δέν εἶχε κλίση γιά καλογερική, ὅπως ἐγώ, καί ἔπρεπε νά βρεθῆ γαμπρός.
»Μιά μέρα τό βράδυ πού πῆγα στό κρεββάτι νά κοιμηθῶ, πῆρα ὡς συνήθως νά διαβάσω ἕνα βιβλίο καί ἤμουν στενοχωρημένη γιατί δέν βρισκόταν ὁ γαμπρός. Ὁ ἄνδρας μου κοιμόταν χωριστά γιά νά μήν τόν ἐνοχλῶ. Μόλις εἶχε πάρει ὁ ὕπνος τόν ἄνδρα μου, ἄνοιξε τό παράθυρο μόνο του καί μπῆκε ὁ φύλακας Ἄγγελός μου. Πῆρε τό πνεῦμα μου. Στό κρεββάτι μου ἔμεινε τό σῶμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε–βαδίζαμε χωρίς νά ξέρω ποῦ πᾶμε. Φθάσαμε στήν Πρέβεζα. Μοῦ λέει: “Μήν σταματᾶς καθόλου. Θέλουμε νά πᾶμε στήν Λευκάδα”. Ἐγώ δέν ἤξερα ποῦ εἶναι ἡ Λευκάδα.
»Φθάσαμε στό νησί, πήγαμε σ᾿ ἕνα σπίτι στήν ἐξώπορτα. Μοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος: “Κάθησε ἐδῶ καί ἐγώ θ᾿ ἀνοίξω τήν πόρτα. Νά κοιτᾶς μέσα”. Ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καί εἶδα ἕνα νέο ὄρθιο, μέ κουστούμι, μέ τήν πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε νά κλείση τήν πόρτα, γιατί τοῦ φάνηκε ὅτι ἄνοιξε μόνη της καί τόν εἶδα καί ἀπό μπροστά. Ὁ Ἄγγελος ἦταν πνεῦμα καί ἐγώ ἄϋλη καί δέν μᾶς ἔβλεπε.
–Σοῦ ἀρέσει γιά γαμπρός στήν κόρη σου;
–Καλός εἶναι ἀλλά εἴμαστε μακρυά.
–Ἄγγελος εἶναι καί αὐτός ὅπως καί ἐγώ.
–Ἄγγελο θά πάρει ἡ κόρη μου; Ἄνθρωπος εἶναι, πῶς θά πάρει Ἄγγελο, ἐνῶ ἐννοοῦσε τήν καθαρότητά του.
–Ἀπό τώρα δέν θά κάνεις ἄλλο συνοικέσιο γιά τήν κόρη σου ὅ,τι καί νά σοῦ λένε οἱ ἄλλοι. Θά περιμένεις λίγα χρόνια, λόγῳ κάποιων δυσκολιῶν ἀλλά θά σοῦ τόν φέρω τόν γαμπρό μόνο του καί θά βρεῖ τήν κόρη σου.
»Ξεκινήσαμε τήν ἐπιστροφή μέ τόν ἴδιο τρόπο. Πέρασαν τρία χρόνια καί πῆγε ἡ κόρη μου μέ τόν γυιό μου σ᾿ ἕνα ζαχαροπλαστεῖο. Ἐκεῖ ἦταν ὁ γαμπρός. Μόλις τήν εἶδε ἦρθε καί τήν ζήτησε σέ γάμο. Κατάλαβα ὅτι ἦταν αὐτός πού ἤθελε ὁ Θεός. Τόν δεχτήκαμε καί δόξασα τόν Θεό γιά τήν μεγαλωσύνη Του».
Ἄλλη φορά, ὅπως διηγήθηκε, ἡ Παναγία τῆς ἔδειξε τήν κόλαση καί τόν παράδεισο:
«Τό 1982 ἤμουν στήν σπηλιά τῆς ἁγίας Παρασκευῆς στοῦ Χανόπουλου. Προσευχόμουν μέσα στήν σπηλιά μέ ἄλλες γυναῖκες καί σκέφτηκα: “Ἄχ, σπηλιά, ποῦ νά σ᾿ εὕρισκα, νά ᾿ναι δική μου αὐτή ἡ σπηλιά”.
–Ὄχι, ὄχι, μοῦ εἶπε μιά φωνή. Ἡ σπηλιά ἡ δική σου εἶναι τῆς Παρθένος (τῆς Παναγίας δηλαδή).
–Ποῦ εἶναι αὐτή ἡ σπηλιά;
–Θά σοῦ τήν βρῶ ἐγώ, ἀλλά μετά ἀπό καιρό.
»Πέρασαν πέντε χρόνια γιά νἄρθη ὁ καιρός. Ἐγώ στό διάστημα αὐτό ἔψαχνα. Ἄκουγα γιά σπηλιά καί ἔπαιρνα καμμιά γυναῖκα γιά παρέα καί πήγαινα. Τό βράδυ πού γύριζα στό σπίτι καί ἔκανα προσευχή ἄκουγα φωνή: “Ὄχι αὐτοῦ, παιδί μου. Ἄδικα κουράστηκες”.
»Μιά μέρα μέ κάλεσε ἡ ξαδέλφη μου στήν Ἄρτα γιά δουλειά. Ἐκεῖ μίλησε γιά μιά σπηλιά πού θά πήγαινε τήν ἄλλη μέρα μέ ἄλλες γυναῖκες. Ἀποφάσισα νά πάω. Ξεκινήσαμε τό πρωΐ στίς πέντε μέ τά πόδια.
»Μόλις φθάσαμε ἡ σπηλιά δέν φαινόταν ἐξωτερικά παρά μόνο δυό τρύπες πού χωροῦσες σφηνωτά. Κοντά στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς εἶχε καί Ἐκκλησάκι. Εἶχα πάρει μαζί μου λαμπάδες καί κεριά. Ἀναρωτήθηκα: “Εἶναι ἄραγε αὐτή ἡ σπηλιά;”. Καί ἄκουσα φωνή: “Ἐδῶ μέσα εἶμαι. Κράτησε μιά λαμπάδα γιά νά μπῆς στήν σπηλιά”.
»Γιά νά ξεφύγω τίς γυναῖκες εἶπα ὅτι εἶμαι κουρασμένη καί θά καθήσω λίγο νά ξεκουραστῶ. Μόλις αὐτές μπῆκαν στό Ἐκκλησάκι, ἄναψα τήν λαμπάδα καί μπῆκα μέσα στήν σπηλιά. Ἦταν μεγάλη ἡ σπηλιά. Μέσα εἶδα τήν Παναγία καθαρά, ἔσκυψα καί τήν προσκύνησα. Τότε ξέχασα τά πάντα, ἤθελα νά μείνω γιά πάντα ἐκεῖ σ᾿ ὅλη μου τήν ζωή. Προσκυνοῦσα συνέχεια τήν Παναγία καί μοῦ εἶπε:
»Φθάνει. Θά δεῖς πολλά ἐδῶ μέσα, θά δεῖς τόν ἄλλο κόσμο. Αὐτά πού θά δεῖς ἐσύ, νά τά ὁμολογήσης σέ πρόσωπα πού τά ἀγαπᾶνε αὐτά. Ἅμα βλέπης ἀδιαφορία, δέν θά λές τίποτε. Καί στίς γυναῖκες ἔξω ἀδιαφορία θά δείξεις ἅμα βγῆς. Ἄν σέ ρωτήσουν θά πεῖς πῆγα νά προσευχηθῶ μέσα στήν σπηλιά. Μέ πῆρε ὕστερα ἡ Παναγία σ᾿ ἕναν κάμπο μεγάλο ὅσο εἶναι ἡ Ἄρτα. Ἔφθασα σέ δυό δρόμους καί ρώτησα ποιόν νά διαλέξω. “Ὅποιον θέλεις ἐσύ”, εἶπε ἡ Παναγία. Ἐγώ πῆρα τόν ἕνα δρόμο.
»Καθώς προχωροῦσα ἔβλεπα γλέντια, γάμους, ἀνδρόγυνα ἀγαπημένα, παιδιά καί ἔλεγα “τί ὡραῖος κόσμος εἶναι ἐδῶ!” “Ἄχ”, ἔκανε ἡ Παναγία. “Ἔτσι γελιέται ὁ λαός στόν κάτω κόσμο, τόν πονηρό”. Ἅμα ἄκουσα αὐτό δέν ἤθελα νά προχωρήσω ἀλλά ἡ Παναγία εἶπε: “Θά προχωρήσουμε καί μή φοβᾶσαι”. Ἔτσι πῆρα θάρρος καί προχώρησα.
»Συναντήσαμε ἕνα ποτάμι πύρινο πού τά κύματά του ἔπεφταν σέ τρεῖς ἀνθρώπους δικούς μου καί φώναζαν. Ἡ Παναγία μοῦ εἶπε: “Μήν στενοχωριέσαι. Αὐτά ἐργάσθηκαν στήν γῆ, αὐτά ἀπολαμβάνουν. Σέ ἄκουγαν ὅταν τούς ἔλεγες κάτι ἐσύ; Ἐγώ τούς κάνω τό καλό κάθε χρόνο καί τούς βγάζω ἀπό κεῖ ἀπό τήν Ἀνάσταση μέχρι τήν Πεντηκοστή”.
»Πιό πέρα εἶδα ἕνα ποτάμι μέ πίσσα πού κόχλαζε. Καί ᾿κεῖ ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν κεκοιμημένοι. Ὅμως τά ροῦχα τους ἦταν καθαρά, δέν λερώνονταν, παρ᾿ ὅτι κυλιόνταν μέσα στίς πίσσες. Ἀλλά τί τό θές; Καίγονται μέσα στήν πίσσα. Δέν ἀντέχουν τό κάψιμο.
»Ἔπειτα βρέθηκα σ᾿ ἕνα μεγάλο βαρέλι καί μέ φώναξε μέ τ᾿ ὄνομά μου μιά ψυχή ἀπό μέσα πού βασανιζόταν. Προσπαθοῦσε νά βγῆ καί μέ παρακάλεσε νά βρέξω τό δαχτυλάκι μου νά δροσιστῆ λίγο τό στόμα του. Τόν γνώρισα ἀπό τήν φωνή καί τοῦ εἶπα:
–Αὐτοῦ μέσα εἶσαι, ὠρέ; Αὐτά ἐργάστηκες στήν ζωή; Δέν θυμᾶσαι ἐκεῖ ἔξω ἀπό τήν Παρηγορήτρια στήν Ἄρτα, ἐσύ γύριζες ἀπό τήν λαϊκή καί ἐγώ ἀπό τήν Ἐκκλησία μου καί μέ κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ᾿ αὐτά, στήν κόλαση καί στόν παράδεισο, καί ἔλεγες ὅτι ἅμα πεθάνη ὁ ἄνθρωπος, πάει ὅπως τό πρόβατο, χάνεται; Καί ἄλλα πολλά σοῦ ἔλεγα γιά τήν κόλαση καί τόν παράδεισο, δέν τά θυμᾶσαι;
–Τά θυμᾶμαι ἀλλά τώρα εἶναι ἀργά. Φώναξε ὅσο μπορεῖς, ὅσο ζῆς νά ἔρθη κανείς κοντά σου, νά ἀποφύγη αὐτήν ἐδῶ τήν κόλαση.
–Τί νά κάνη κοντά μου ἀφοῦ καί ᾿γώ δέν ξέρω. Ἐσύ πόσες φορές μέ κόλαζες ὅταν σέ συναντοῦσα;
–Ὄχι, ἐσύ δέν ἔφαγες, δέν ἄλλαξες, δέν ντύθηκες, δέν γλέντησες, ἀγωνίστηκες καί ξέρεις.
»Ἐγώ μετά ἀπ᾿ αὐτά, τόν πόνεσε ἡ ψυχή μου. Ἤμουν εὐαίσθητη στόν πόνο τῶν ἄλλων καί, ἄν ἄκουγα ὅτι κάποιος πεινάει, δέν ἔτρωγα καί ἐγώ καί ἄν μποροῦσα τοῦ πήγαινα φαγητό. Τώρα ὅμως σκεφτόμουν νά τοῦ δώσω λίγο νερό μέ τό δάχτυλό μου ἤ ὄχι; Ἡ Παναγία μοῦ εἶπε ὅτι, ἄν δώσω, θά μέ κάψει τήν μισή πλευρά τοῦ χεριοῦ μέχρι πάνω στόν ὦμο. Μόλις τἄκουσα αὐτό κοντοστάθηκα, ὅμως τόν λυπόμουν τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ μέσα. Παρακάλεσα τότε τήν Παναγία νά τό βρέξω καί νά τό δώσω λίγο. “Τί νά σοῦ πῶ; Θά καεῖ τό χέρι σου. Ἀφοῦ τό θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, ὅμως καί ἐγώ θἆμαι στό πλευρό σου”. “Ναί τό θέλω˙ ψυχή εἶναι κι αὐτή. Μπορεῖ καί ἐγώ νά πάθω τά ἴδια”. “Μή γένοιτο”, μοῦ εἶπε.
»Τὄβαλα τότε καί κάηκε τό χέρι μου. Μέ πονοῦσε, τό φυσοῦσα, ἀλλά τίποτε. Ἀπό τότε τό δάχτυλο δέν τό δουλεύω εἶναι σκληρό. Καί νά τό κόψης δέν τό νιώθω.
»”Αὐτά πού εἶδες ἐδῶ δέν πρέπει νά σέ ἀναλώσουν σέ στενοχώρια ἀλλά νά βάλης ὅλη τήν δύναμή σου νά τά πῆς σέ ἄλλους ζῶντες καί νά βοηθήσης ψυχές πού ποθοῦν τόν οὐρανό”.
»Φεύγοντας εἶπε ἡ Παναγία: “Εὐλογημένοι νά εἶστε μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία πού θἄρθει ὁ Υἱός μου” καί φύγαμε.
»Μετά πήγαμε στόν καλό τόν κόσμο. Ἐκεῖ χαιρόσουν νά βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς ἀπ᾿ αὐτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού ἔζησαν ἀγαπημένα. Ἤθελε νά μοῦ δείξη καί ἄλλους ἀλλά τῆς εἶπα “ὄχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι νά πεθαίνουν νέοι”. Ἡ Παναγία μοῦ εἶπε “ὄχι νέους, γέρους, διότι οἱ καλοί ἄνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τούς ἄλλους τούς παίρνουμε νέους γιά νά γλυτώσουν ἀπό τίς ἁμαρτίες πού θά πέσουν”.
»Συναντήσαμε ἕνα ζευγάρι ἡλικιωμένων. Μοῦ εἶπε ἡ Παναγία: “Τώρα ἔρχεται καί ὁ γυιός τους, ταξιδεύει”. Μόλις εἶχε πεθάνει καί ἀνέβαινε ἡ ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ὁ γέρος καί προσευχήθηκε στόν Ἐσταυρωμένο πού δέσποζε πιό πέρα καί εἶπε: “Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού πῆρες τόν γυιό μου σέ ὥριμη ἡλικία καί τόν φέρνεις ἐδῶ”. Τόν εὐχαρίστησε καί ἡ γριά. “Ἀμήν”, ἀκούστηκε ἀπό τόν Σταυρό.
»Ὁ γέρος καί ἡ γριά ξανακάθησαν στίς πολυθρόνες τους πού ἦταν χρυσαφένιες, ὅλες ἦταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ᾿ ἕνα τραπεζάκι εἶχε ὁ καθένας τους μιά πιατέλα πού ἔτρωγαν. Ἐγώ σκέφτηκα “τί τρῶνε;” Καί μοῦ ἀπήντησαν: “Ἐκεῖνο πού μᾶς φέρνετε ἐσεῖς στήν προσκομιδή τρῶμε”. Ἡ τροφή τους ἦταν ἕνα σάν τό ἀντίδωρο καί κρασί. Τά κρεββάτια τους ἦταν ὁλόχρυσα, ὡραιότατα.
»Γιά τίς παρθένες ὑπῆρχε ἄλλος ξεχωριστός τόπος, τό παρθενικό σπίτι. Ἐκεῖ εἶδα καί γνωστές μου, ἀλλά δέν μοῦ μίλησαν.
»Ὕστερα ἡ Παναγία μοῦ εἶπε: “Θά φύγουμε τώρα καί θά περάσουμε νά δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο πού ἦρθε ἐδῶ μετά ἀπό πολυχρόνιο ἀσθένεια. Αὐτός ἦταν πολύ ἁμαρτωλός, ἀλλά ξεπλύθηκε ἀπό τήν ἀσθένειά του. Ὑπέμεινε ἀγόγγυστα τήν ἀρρώστεια του. Τό κρεββάτι του βέβαια δέν ἦταν ὅμοιο μέ τῶν ἄλλων, ἀλλά κοπιασμένο ἀπό τούς κόπους πού ὑπέμεινε.
Μοῦ εἶπε τότε αὐτός: “Ναί, ἔτσι εἶναι ὅπως τά λέει ἡ μάννα μας (Παναγία). Ἔλυωσα στό κρεββάτι μου, ἔχυσα ὅλο τό αἷμα μου σ᾿ αὐτό τό κρεββάτι. Αὐτά πού πέρασα μόνο τό κρεββάτι αὐτό τά γνωρίζει καί ἡ μητέρα μου πού μέ φύλαγε καί στεκόταν στό προσκέφαλό μου.
»Ὕστερα ἡ Παναγία συνέχισε: “Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νἄρθουν ἐδῶ. Ἄς πονέσουν λίγο στήν γῆ. Στήν γῆ ὑπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο τήν ψυχή σας νά φυλάξετε ἀπό ἁμαρτίες. Ὅποιος θυσιαστῆ γιά τόν Υἱό μου θά ἀπολαύσει ὅλα αὐτά τά ἀγαθά. Ὅσοι θά ἐργασθοῦν γιά μένα κάτω στήν γῆ θά ᾿ρθοῦν στόν παράδεισο. Αὐτά τά ἀγαθά, χαρά σ᾿ ὅποιον τ᾿ ἀπολαύσει. Ὅμως τώρα λίγοι ἔρχονται. Χάλασε ὁ κόσμος”».
Ἡ Λαμπρινή ἄλλη φορά προεῖδε τόν θάνατο τῆς ἀνεψιᾶς της: «Εἶχα πάρει προειδοποίηση (πληροφορία) ὅτι τήν Τετάρτη θά κοιμηθεῖ ἡ ἀνεψιά μου Κασσιανή. Αὐτή μέ ἐπισκέφθηκε τό προηγούμενο Σάββατο τό ἀπόγευμα καί μοῦ εἶπε ὅτι συμφώνησε μέ τόν παπᾶ νά κάνουμε Λειτουργία τήν ἐρχομένη Τετάρτη˙ μέ κάλεσε καί μένα νά βοηθήσω. Εἶχα εὐλογία ἀπό τόν Δεσπότη νά ψέλνω στό ἀναλόγιο ὅταν ὑπῆρχε ἀνάγκη. Τῆς λέω: “Ὄχι τήν Τετάρτη ἀλλά τήν Δευτέρα”. Αὐτή ἐπέμενε τήν Τετάρτη, διότι δεσμεύτηκε στόν παπᾶ καί δέν μποροῦσε νά τό ἀλλάξη. Γιά νά τήν διευκολύνω πῆγα τότε ἐγώ καί τό ἄλλαξα. Ἔγινε ἡ Λειτουργία, εἴχαμε ἑτοιμαστῆ καί κοινωνήσαμε. Ἡ Κασσιανή ἔδειχνε ὑγιέστατη. Μέ εὐχαρίστησε πού βοήθησα καί ἐγώ στήν θεία Λειτουργία καί ἀποχαιρετιστήκαμε.
»Τήν Τετάρτη τά χαράματα τήν Κασσιανή τήν πῆρε τηλέφωνο ὁ ἀδελφός της Νῖκος νά πάη στήν κλινική διότι θά γεννοῦσε ἡ γυναῖκα του Ὄλγα καί ἤθελε νά ἔχη κάποιον δίπλα του. Πῆγε ἡ Κασσιανή ἀλλά ἀμέσως μετά τήν γέννα ἔπαθε πνευμονικό οἴδημα καί ἐκοιμήθη ὕστερα ἀπό λίγο. Γι᾿ αὐτό σᾶς λέω, δέν ξέρομε πότε θά πεθάνουμε».
Κάποτε συνέβη τό ἑξῆς, ὅπως τό διηγήθηκε: «Ἦταν ἡ τριακοστή μέρα ἀπό τήν κοίμηση ἑνός γνωστοῦ μου ἑπτάχρονου κοριτσιοῦ. Τό βραδάκι, ὡς συνήθως, πῆρα νά διαβάσω ἕνα πνευματικό βιβλίο καί καθόμουν στό κρεββάτι, ἐνῶ δίπλα μου ὁ ἄνδρας μου εἶχε ἤδη κοιμηθῆ. Τότε ἀπ᾿ τό παράθυρο μπῆκε ἕνας Ἄγγελος καί ἔφερε τό γνωστό μου κοριτσάκι νυμφοστολισμένο. Τό ρώτησα τί ἤθελε ξανά στόν ἁμαρτωλό αὐτόν κόσμο καί μοῦ ἀπάντησε: “Ἦρθα γιά σένα. Δέν μπόρεσα νά βρῶ ἄνθρωπο νά πῶ τό παράπονό μου. Οἱ γονεῖς μου μέ ζόριζαν νά τρώω γιά νά γίνω καλά, ἐνῶ δέν μοῦ ἔλειπε τό φαγητό. Ὁ Θεός ἤθελε νά μέ πάρη. Τώρα ὅμως πού πέθανα ἔπρεπε νά πάω στόν παράδεισο, ἀλλά ἔχω ἐμπόδια. Ἕνα ὀφείλεται στούς γονεῖς μου καί ἕνα σέ μένα. Τώρα πού πέθανα, ἀκόμη δέν σαράντησα καί ἡ μητέρα μου ἔμεινε ἔγκυος. Αὐτό δέν ἔπρεπε νά γίνη. Ἀκόμη στόν δρόμο εἶναι ἡ ψυχή μου, δέν πέρασα ὅλα τά τελώνια. Ξέρω ὅτι μέ ἔκλαψαν πολύ, ἀλλά δέν ἔπρεπε νά γίνη. Νομίζουν ὅτι τρόπον τινά θά μέ ἀναστήσουν, ἀλλά πές τους ὅτι ἀγοράκι θά κάνουν, ὄχι κορίτσι, ὅπως νομίζουν. Αὐτή τους ἡ πράξη δυσκολεύει τήν ψυχή μου. Ὅσο γιά μένα, τήν τελευταία φορά πού πῆγα στό σχολεῖο πρίν πεθάνω, δέν εἶχα μολύβι καί πλάκα γιά νά γράψω. Μιά συμμαθήτριά μου ὅμως μοῦ ἔδωσε καινούργια πλάκα καί μολύβι, τά ὁποῖα δέν ἐπέστρεψα. Πές στήν μάννα μου νά ἀγοράση καινούργια καί νά τά ἐπιστρέψη. Γιά τό μεγάλο καλό πού θά κάνεις στήν ψυχή μου θά σέ πάρω τώρα μαζί μου νά δῆς τόν θάλαμο πού ἔχει ἕτοιμο ὁ Κύριος γιά μᾶς τίς παρθένες. Ἐμεῖς νυμφευθήκαμε τόν Χριστό”.
»Βγήκαμε ἀπό τό παράθυρο καί ἀνεβαίναμε. Μᾶς συνώδευε καί ὁ Ἄγγελος κρατώντας ἀπό τό χέρι τήν κόρη. Φθάσαμε στόν Παράδεισο καί τόν βλέπαμε. Ἦταν σπίτια πολλά ἀλλά πολύ ὡραῖα. Φθάσαμε στό παρθενικό σπίτι, ἀλλά δέν μ᾿ ἄφησε νά μπῶ μέσα. Αὐτή μπῆκε καί μοῦ εἶπε: “Ἐσύ εἶσαι ἀκόμα στήν γῆ δέν μπορεῖς νά μπῆς ἐδῶ”. Εἶδα ὅμως ἀπό τό παράθυρο τίς παρθένες, ἄλλες μικρές στήν ἡλικία καί ἄλλες μεγάλες. Φοροῦσαν ροῦχα πού ἔλαμπαν. Μοῦ εἶπαν: “Ἐμεῖς ἐδῶ δέν ἔχομε ποτέ χειμῶνα, ποτέ νύχτα, ποτέ βροχή. Εἴμαστε πάντα στό ἄνθος”. Μετά σήμανε ἕνα σήμαντρο καί ἦταν ἡ ὥρα γιά προσευχή καί ἔπρεπε νά φύγουμε. Ἤθελα νά μείνω καί ἐγώ νά μάθω πῶς προσεύχονται, καί μοῦ εἶπε: “Ἐσεῖς ἔχετε τούς παπάδες, τούς Πνευματικούς καί σᾶς τά λένε ὅλα”.
»Ὁ Ἄγγελος μέ γύρισε πίσω χωρίς νά μοῦ μιλήση. Ἔβλεπα τό σῶμα μου νά βρίσκεται στό κρεββάτι δίπλα στόν ἄνδρα μου, ἀνέπνεε λίγο, ἴσα–ἴσα πού ζοῦσε. Μπῆκα ξανά στό σῶμα μου, ἄφησα τό βιβλίο στό τραπέζι καί κοιμήθηκα. Τό πρωΐ θά πηγαίναμε στό χωράφι γιά νά δουλέψω στό βαμπάκι ἀλλά δέν μπόρεσα νά πάω. Γιά τρεῖς μέρες αἰσθανόμουν πολύ κουρασμένη καί ἤμουν χλωμή.
»Ὅταν εἶχα ρωτήσει τό κοριτσάκι: “Καλά, γιά μιά πλάκα καί ἕνα μολύβι ἔχεις τόσες δυσκολίες; Μέ μᾶς πού ἔχομε κάνει τόσα τί θά γίνει;”. Μοῦ ἀπάντησε: “Αὐτή ἡ πλάκα καί τό μολύβι εἶναι σάν βάρος ἑκατό κιλῶν καθώς μέ δυσκολεύει καί ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων μου”.
»Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει τίποτα νά χρωστᾶμε δανεικό σέ τούτη τήν ζωή, ἄν θέλουμε νά ἀπολαύσουμε τά ἀγαθά τοῦ παραδείσου».
Στήν θεία Λειτουργία καί ὅταν κοινωνοῦσε εἶχε ἐμπειρίες καί κάποιες ἀπό αὐτές τίς ἐκμυστηρεύτηκε ὡς ἑξῆς:
«Ὅλα αὐτά πού προσφέρουμε στήν Προσκομιδή κρασιά, κεριά καί τά ὀνόματα τά παίρνουν Ἄγγελοι καί τά πααίνουν ἀπάνω.
»Μιά φορά εἶχα πάει στήν ἁγία Αἰκατερίνη. Εἶχαν μνήμη (ἑορτή ἁγίου) ἐκεῖ καί ἔδωκα τό χαρτάκι μου μέ τά ὀνόματα. Τό πρωΐ ὕστερα πού εἶχε τελειώσει ἡ Λειτουργία, εἶδα κατά γῆς τό χαρτάκι στό Ἱερό μπροστά. Στενοχωρήθηκα καί εἶπα: “Ἄχ, Θεέ μου, ἁγία Αἰκατερίνη, ἦρθα ἐδῶ καί δέν διαβάστηκαν τά ὀνόματά μου”.
»Τή νύχτα στόν ὕπνο μου ἦρθε μία νέα ὡραία (ἁγία Αἰκατερίνη) καί μοῦ εἶπε: “Φοβήθηκες, παιδί μου, μήπως δέν διαβάστηκαν τά ὀνόματα; Τά διάβασα ἐγώ, ἄς μήν τά διάβασε ὁ παπᾶς”.
»Στά χέρια της κρατοῦσε ἕνα χαρτί. Μοῦ τό ἔδειξε. Εἶδα ὅτι ἦταν τό χαρτί πού εἶχα γράψει τά ὀνόματα καί τό εἶχα δώσει στόν παπᾶ γιά νά τά μνημονεύση στήν Προσκομιδή».
«Ὅταν ξεκινάη τό πρωΐ ἡ Λειτουργία μας, ἐκεῖ ὅλα εἶναι πολύ ὡραῖα. Ὅταν ὅμως ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς μεταδόσεως τότε εἶναι ὅλη ἡ Ἐκκλησία γεμάτη ἀπό τά ἀγγελικά πνεύματα. Τώρα τά βλέπω ἔτσι σάν ἀστραπή. Περνᾶνε Ἄγγελοι μέ τά φτερά τους, ὄμορφα τά πρόσωπά τους, ὅπως εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι. Αὐτοί εἶναι ψηλά καί μεῖς χαμηλά. Φωνάζει ὁ παπᾶς ἀπό δῶ, ὁ ψάλτης ἀπό κεῖ, βγαίνουν ὅλοι ἐκεῖ καί κουλουριάζουν (κυκλώνουν) τόν παπᾶ γύρω–γύρω.
»Μετά βγαίνει ἡ μετάδοση, βλέπεις στήν Ὡραία Πύλη ἀκέραιος ὁ Χριστός, βλέπεις πού λέει ὁ παπᾶς “Μετά φόβου…”. Αὐτός λέει: “Ἐδῶ ἐγώ εἶμαι” καί δείχνει τό Ἅγιο Ποτήριο, ὅτι δηλαδή εἶναι μέσα.
»Παίρνομε τότε πραγματικά κρέας ἀπό τό Σῶμα τοῦ Κυρίου. Μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο εἶναι ἀλήθεια Αὐτός. Γίνεται ὅλος τόσο δά παιδάκι μικρό–μικρό μέ κεφαλάκι, χεράκια, ποδαράκια, ἀκέραιος Χριστός, ἄνθρωπος δηλαδή, καί τό δίνει σ᾿ ἐμένα, τό δίνει σ᾿ ἐσένα καί στόν ἄλλον, μέ τό κουταλάκι (Ἁγία λαβίδα). Τό κουταλάκι μέσα ἔχει ἕνα ἀνθρωπάκι.
»Πῶς νά τό πάρης αὐτό τό πρᾶγμα; Καί τό παίρνομε κάτι ἁμαρτωλοί, κακομαγαρισμένοι, καταπονηρεμένοι, κακός κόσμος, φονιάδες, σκοτώνουν τόν ἄλλον καί τόν θάβουν.
»Ὅταν πηγαίνης νά μεταλάβης, θά πηγαίνεις μέ τό κεφάλι σκυφτό καί θά σκέφτεσαι. Ποιόν θά βρεῖς μπροστά σου. Ποιόν θά ἰδεῖς τώρα ἐσύ. Μήν κοιτᾶς τόν ἕναν καί τόν ἄλλον καί τί κάνει αὐτός καί ἐκεῖνος.
»Θά τηράξεις μόνο τό Ἅγιο Ποτήριο. Ποιός εἶναι στό Ἅγιο Ποτήριο. Ἐκεῖ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού στό δείχνει, αὐτοῦ δέν εἶναι ὁ παπᾶς, αὐτό τό τόσο δά πραγματάκι τό δίνει ὁ Χριστός, Αὐτός παρατηράει ποιός εἶναι ἱκανός νά τό πάρη. Ὅποιος δέν εἶναι ἄξιος σ᾿ αὐτόν δέν τό δίνει. Νομίζεις πώς παίρνουν ὅλη μετάδοση ἐκείνη τήν ὥρα; Δέν παίρνουν. Παίρνει ἐκεῖνος πού εἶναι ἑτοιμασμένος. Καί κείνη τήν ὥρα πού πᾶς νά μεταλάβης πρέπει νά δῆς τόν Χριστό. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά τόν δῆς πραγματικά, ἀλλά βάλτον μέ τόν νοῦ σου. Μετά ἔρχεται τό “Δι᾿ εὐχῶν” καί βλέπεις φεύγουν ὅλοι πρίν τό “Δι᾿ εὐχῶν” ἀπό τήν Ἐκκλησία. Κάτσε λίγο νά πάρης τήν εὐχή. Μετά δέν κάνει νά γυρίσης (ἐπισκεφθῆς) σπίτι ξένο, γιατί θά χάσεις τήν εὐχή. Δέν εἶναι καλά νά βγῆς ἔξω, νά πᾶς, ξέρω ᾿γώ, στήν ἀγορά, καί ἄν εἶναι μεγάλη ἀνάγκη πές σέ κάποιον πού πάει στήν ἀγορά νά σέ ψωνίση. Καί ἄν βγῆς, σκύψε τό κεφαλάκι σου, κάνε τήν δουλειά σου καί γύρισε στό σπίτι».
»Γιά νά κοινωνήσουμε πρέπει νά προετοιμαστοῦμε καμμιά βδομάδα ἀπό νηστεία καί ἀπό ἄλλα πράγματα».
Ἡ γιαγιά Λαμπρινή εἶχε παρρησία στήν προσευχή της. Οἱ ἄνθρωποι στίς δυσκολίες τῆς ζητοῦσαν νά προσεύχεται καί μετά ἔβλεπαν τά ἀποτελέσματα.
Κάποιος ξάδελφός της ἦταν ἑτοιμοθάνατος καί δέν παράδινε (πέθαινε). Βασανιζόταν γιατί ἐνῶ φαινόταν ὅτι πέθαινε μετά πάλι ἀνασταινόταν. Πῆγε ἡ γυναῖκα του καί παρεκάλεσε τήν γιαγιά νά πάη στόν ἀσθενῆ νά κάνη προσευχή. Δίσταζε γιατί θεωροῦσε ὅτι θά τόν πεθάνει αὐτή. Πῆγε τελικά, συζήτησε μαζί του, ἦταν καλός ἀλλά ἔπινε. Τοῦ εἶπε νά ἐξομολογηθῆ καί μετά ἐνῶ προσευχόταν ἡ γιαγιά, παρέδωσε τήν ψυχή του ἥσυχα.
Τό ἐγγονάκι της, πέντε χρόνων, ἦταν ἄρρωστο. Τό εἶχαν πάει στήν Ρωσσία καί ἑτοιμάζονταν νά πᾶνε καί δεύτερη φορά νά τό ξαναχειρουργήσουν. Ἡ γιαγιά Λαμπρινή δέν ἤθελε νά πᾶνε γιατί ἤξερε ὅτι καί νά ζήση, δέν θά γινόταν καλά. Τό τελευταῖο βράδυ πῆγε στό κελλί της καί ξέσπασε σέ προσευχή μέ δάκρυα παρακαλώντας τόν Θεό: «Νά τό πάρης στόν θρόνο Σου στούς οὐρανούς ἀντί γιά τήν Ρωσσία. Αὐτό εἶναι ἄγγελος. Καί ἐκεῖ νά μέ ἀξιώσης καί μένα, Θεέ μου, νά σηκωθῆ τό ἐγγονάκι μου ἀπό τόν θρόνο νά μέ πάρη καί μένα».
Ἄκουσε τό «ναί» στήν προσευχή της καί μετά εὐχαριστοῦσε τόν Χριστό. Μέχρι τίς τρεῖς μετά τά μεσάνυχτα τελείωσε τό παιδί. Ἔκλαιγε ἀπό χαρά καί πῆρε τό ἀλεύρι νά ζυμώση πρόσφορο.
Ἡ γιαγιά Λαμπρινή κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς της δέν ξέχασε τόν μοναχικό της πόθο. Ἔτσι μετά τήν κοίμηση τοῦ συζύγου της παίρνει τήν ἀπόφαση νά πραγματοποιήση τό ὄνειρό της. Σέ ἡλικία 70 ἐτῶν περίπου πηγαίνει σέ μοναστήρι τῆς περιοχῆς, ὅπου σύμφωνα μέ τόν κανόνα πού τῆς ἔβαλε ὁ Γέροντας, θά ἔμενε 50 μέρες γιά τό Πάσχα, 40 γιά τά Χριστούγεννα καί 15 γιά τόν Δεκαπενταύγουστο. Ἡ ἴδια μετά ζήτησε νά μείνη μόνιμα στό μοναστήρι, ἀλλά ἐν τῷ μεταξύ ὁ Γέροντας ἐκοιμήθη καί οἱ μοναχές ἐξέφρασαν ἀντίρρηση γιά τήν παραμονή της. Πάλι ἡ γιαγιά Λαμπρινή μέ ὑπακοή–ὑπομονή δέχθηκε αὐτή τους τήν ἀπόφαση καί εἰρηνικά ἐπέστρεψε στό σπίτι της, ὅπου συνέχισε τούς ἀγῶνες της καί προετοιμάζετο πλέον γιά τήν κοίμησή της.
Μαρτυρίες γιά τήν Λαμπρινή
Ὁ κ. Ἀνδρέας Νικολάου ἀπό τά Κολομόδια Ἄρτης σημειώνει: «Οἱ γονεῖς μου καί κυρίως ἡ γιαγιά μου ἀπό πολύ μικρό μοῦ μιλοῦσαν γιά τήν γιαγιά Λαμπρινή καί τά χαρίσματά της. Εἰδικά ἡ γιαγιά μου τήν ἀκολουθοῦσε παντοῦ σέ ὅποιες Ἐκκλησίες πήγαινε καί περπατοῦσαν ὧρες μέχρι νά φθάσουν. Δέν ἔδινα καί μεγάλη σημασία σ᾿ αὐτά πού ἄκουγα, γιά τίς ἀτέλειωτες ὧρες προσευχῆς, γιά τίς ἐλάχιστες ὧρες ὕπνου (δύο ὧρες τό εἰκοσιτετράωρο), γιά τά χαρίσματά της. Τήν σεβόμουνα σάν γριούλα πού ἦταν, ἀλλά ὅσο μεγάλωνα διαπίστωνα ὅτι ὑποβάλλεται μέ χαρά σέ μεγάλες καί σκληρές δοκιμασίες (νηστεῖες καί ἀγρυπνίες). Παρατηροῦσα κάθε φορά πού μεταλάμβανε στήν Ἐκκλησία τό πρόσωπό της νά λάμπη. Ὅταν μέ συναντοῦσε μετά τήν θεία Λειτουργία, μέ χάϊδευε στοργικά στό κεφάλι καί ἔνιωθα τότε νά μήν πατάω στήν γῆ. Αὐτό μέ ἔκανε νά ἐπιζητῶ πιό συχνά νά εἶμαι μαζί της.
»Κάποιο καλοκαίρι πού εἶχα τελειώσει τήν πρώτη τάξη δημοτικοῦ, ἡ γιαγιά Λαμπρινή μέ ἄλλες γυναῖκες πῆγαν καί ἄνοιξαν τήν Ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν στό χωριό Λουτρότοπος Ἄρτης. Μαζί τους πῆγα καί ἐγώ μέ τήν μητέρα μου καί κοιμηθήκαμε τό βράδυ μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἦταν νύχτα καί ἡ γιαγιά κάτι ἔψελνε ἀπό ἕνα βιβλίο. Ἐγώ σηκώθηκα καί γύριζα μέσα στήν Ἐκκλησία πού φωτιζόταν ἀπό λίγα κεράκια ἀναμμένα. Ὕστερα ἄνοιξα τήν πόρτα τοῦ Ἱεροῦ, μπῆκα μέσα, προχώρησα δυό–τρία βήματα πρός τήν Ἁγία Τράπεζα καί ἀμέσως σταμάτησα. Ἄκουσα βήματα ἀνθρώπου νά μέ πλησιάζουν. Παρατήρησα δυό–τρεῖς σκιές γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα νά ἔρχωνται πρός τό μέρος μου καί νά μέ περικυκλώνουν. Φοβήθηκα καί ἀμέσως βγῆκα ἔξω ἀπό τό Ἱερό. Βλέποντάς με ἡ μητέρα μου πού μέ ἔψαχνε μέ μάλωσε. Τότε τῆς λέγει ἡ γιαγιά Λαμπρινή: «Μή μαλώνης τό παιδί. Αὐτό εἶναι παιδί μικρό καί ἀναμάρτητο. Νά ἤξερες τί ἀγγελικές δυνάμεις τό ἔχουν περικυκλώσει!» καί κατάλαβα τότε ὅτι καί ἡ γιαγιά Λαμπρινή εἶδε τά ἴδια μέ μένα καί ἄς ἦταν ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ. Διαπίστωσα ἔκτοτε ὅτι ἡ γιαγιά Λαμπρινή δέν εἶναι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
»Ὅταν ἀργότερα ἐνηλικιώθηκα καί ἡ γιαγιά εἶχε περάσει τά ὀγδόντα της χρόνια, κάποια φορά τήν βρῆκα στήν βρύση τῆς αὐλῆς καί πρίν τήν χαιρετήσω παρατήρησα ὅτι, ὅπως ἦταν σκυμμένη, ἡ καμπούρα της εἶχε μεγαλώσει. Δέν πρόλαβα νά κάνω ἕνα βῆμα καί τότε ἡ γιαγιά λές καί διάβασε τήν σκέψη μου, σηκώνει τό κεφάλι της καί μοῦ εἶπε: “Εἶδες, παιδάκι μου, πῶς ἔγινα ἀπό τό πολύ διάβασμα, ὅλη τήν ἡμέρα σκυμμένη πάνω στά βιβλία μέ πολλή προσευχή καί μετάνοια στόν Κύριο, μήπως μπορέσω καί πάρω μιά μικρή θέση στόν οἶκο τοῦ Κυρίου”.
»Τήν διέκρινε μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Ἔλεγε: “Ἐγώ δέν εἶμαι τίποτε. Μιά φτωχή καί ἀγράμματη ἀγρότισσα”. Καί ἐνῶ ἦταν ὀλιγογράμματη, συζητοῦσε μέ πολλή ἄνεση μέ μορφωμένους ἀνθρώπους. Μιλοῦσε γιά δέκα λεπτά καί ἔλεγε πράγματα πού ἄλλοι δέν μποροῦσαν νά τά ποῦν σέ ὧρες. Ὁ καθηγητής μας ὁ θεολόγος γιά μισή ὥρα προσπαθοῦσε νά μᾶς ἐξηγήση τί εἶναι θαῦμα καί στό τέλος δέν καταλάβαμε πολλά πράγματα. Ἡ γιαγιά ὅταν τήν ρώτησα ἀπάντησε: “Εἶναι πολύ ἁπλό. Ὅ,τι εἶναι ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι δυνατό γιά τόν Θεό”.
»Κάποτε ἡ τηλεόραση ἔδειχνε τίς Ἐκκλησίες στήν κατεχόμενη Κύπρο, πού οἱ Τοῦρκοι τίς ἔχουν μετατρέψει σέ σταύλους καί ἀποθῆκες. Ρώτησα τήν γιαγιά τί λέει ὁ Κύριος γι᾿ αὐτό. Ἔδειξε νά στενοχωρήθηκε καί ἀπάντησε: “Ἀπό τότε πού οἱ Τοῦρκοι μετέτρεψαν τήν Ἁγιά Σοφιά σέ τζαμί, ἡ Παναγία ἔφυγε ἀπό μέσα καί στέκεται ἔξω δίπλα στήν πόρτα καί κλαίει. Κλαίει συνέχεια γιατί τῆς πῆραν τό σπίτι. Ἄν μποροῦσες νά δῆς τήν Παναγία πῶς κλαίει, θά ἔκανες πολλές μέρες νά κοιμηθῆς”. Ἀφοῦ συλλογίστηκε γιά λίγο μοῦ εἶπε, “νά δῆς σέ λίγο καιρό τί θά πάθει ἡ Τουρκία”. Πράγματι σέ λίγους μῆνες ἔγιναν οἱ γνωστοί σεισμοί.
»Τήν ρώτησα ἄν ὑπάρχουν καί ἄλλοι ἄνθρωποι στήν Ἑλλάδα μέ τό ἴδιο χάρισμα. Ἀφοῦ κοίταξε λίγο στόν οὐρανό μοῦ ἀπάντησε: “Ναί, ὑπάρχουν, γιατί ἡ θρησκεία μας εἶναι ζωντανή. Ὑπάρχει κάποιος ἀπ᾿ ὅλους μας πού ὁ Κύριος τόν ἔχει πολύ ψηλά. Κάθεται κοντά στά σύνορα μέ τήν Ἀλβανία. Ἔχω πάει πέντε–ἕξι φορές καί τήν προηγούμενη ἑβδομάδα ἐκεῖ ἤμουνα”. Καί ἐνῶ ἔλεγε αὐτά ἔλαμπε ὁλόκληρη ἀπό χαρά.
»Μιλοῦσε γιά πράγματα πού θά γίνουν στό μέλλον. Εἶπε: “Θά δεῖς πράγματα πού δέν μπορεῖς νά φανταστῆς. Θά δεῖς μεγάλα κύματα ἴσα μέ ἕνα διώροφο σπίτι νά καταστρέφουν πόλεις καί χωριά, καί λίγοι θά σωθοῦν”. Πράγματι δυό μῆνες μετά τόν θάνατό της εἴχαμε τό γνωστό τσουνάμι μέ χιλιάδες νεκρούς. “Θά δεῖς παιδιά νά πηγαίνουν ἐκδρομή μέ τό σχολεῖο καί νά βγαίνη ὁ σατανᾶς μέ τό δρεπάνι καί νά τούς παίρνη τά κεφάλια”. Πράγματι συνέβη τό γνωστό ἀτύχημα μέ τά παιδιά ἀπό τήν Μακεδονία μέ τόσα θύματα. Ἔλεγε προφητεῖες στήν δεκαετία τοῦ 1980 πού σήμερα βγαίνουν ἀληθινές: «Τά αὐτοκίνητά σας θά τ᾿ ἀράξετε γιατί θά εἶναι ἀκριβά τά καύσιμα». «Oἱ γυναῖκες σπάνια θά γεννοῦν φυσιολογικά». «Ὁ κόσμος θά παντρεύεται μέ ἕνα ἁπλό συμφωνητικό». Μοῦ ἔλεγε: “Δέν κάνει νά σοῦ ἀποκαλύψω περισσότερα γιατί ἁμαρτάνω. Γιά ὅ,τι σοῦ λέω μοῦ δίνει ἄδεια ὁ Κύριος”».
«Στίς 7 Σεπτεμβρίου 2002 τήν ἐπισκέφτηκα καί ἔδειξε νά μέ περιμένη. Μοῦ εἶπε: “Σέ λίγες μέρες ἐγώ θά φύγω ἀπό τήν ζωή. Δέν ξέρεις μέ πόση χαρά περιμένω αὐτήν τήν στιγμή”. Μοῦ ἔδωσε κάποιες συμβουλές, ὅπως νά νηστεύω Τετάρτη καί Παρασκευή, νά μήν δουλεύω στίς ἀργίες, νά πηγαίνω ὅσο μπορῶ σέ ἀγρυπνίες καί ἄλλα πολλά. Ὕστερα μοῦ εἶπε: “Ὅταν μέ χρειάζεσαι νά ἔρχεσαι στόν τάφο μου. Ἐκεῖ θά εἶναι πλέον τό σπίτι μου. Θά ζητᾶς τήν βοήθειά μου γιά νά μεσιτεύω στόν Κύριο. Ἀρκεῖ αὐτά πού θά μοῦ ζητᾶς νά εἶναι σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου”».
*
Ἡ κυρία Βασιλική Τζουρμανᾶ ἀπό τό Κομμένο Ἄρτης μαρτυρεῖ: «Ἄκουσα σέ μιά Ἐκκλησία τῆς Ἄρτας γιά πρώτη φορά νά συζητοῦν γιά τήν Λαμπρινή καί τά πνευματικά της χαρίσματα καί ἔνιωσα μεγάλη ἐπιθυμία νά τήν γνωρίσω. Μέ μιά συγγένισσά μου πού τήν ἤξερε πήγαμε στό φτωχικό σπιτάκι της. Ἀπό τότε γιά σαράντα περίπου χρόνια μέχρι πού ἔφυγε ἀπό τήν ζωή τήν ἀκολουθοῦσα σχεδόν πάντοτε σέ προσκυνήματα, σέ ἀγρυπνίες, σέ λειτουργίες πού ἔκανε σέ Ἐκκλησίες καί κοιμώμασταν μέσα σ᾿ αὐτές τίς νύχτες.
»Ἡ θειά Λαμπρινή προσευχόταν καί διάβαζε πολλές ὧρες καί κοιμόταν ἐλάχιστα. Κάποτε ζήτησα τήν βοήθειά της. Ὁ ἄνδρας μου χαρτόπαιζε καί παραμελοῦσε τό σπίτι. Εἴχαμε φθάσει σέ ἀδιέξοδο. “Μή φοβᾶσαι”, μοῦ εἶπε, “ὅλα θά τά τακτοποιήσει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀρκεῖ νά δείξης πίστη στόν Κύριο”. Μοῦ ζήτησε γιά σαράντα μέρες νά ξυπνῶ στίς 3 μετά τά μεσάνυχτα καί νά προσεύχωμαι κάνοντας καί 40 μετάνοιες. Μοῦ εἶχε δώσει νά διαβάζω κάποιες προσευχές καί μοῦ εἶπε ὅτι καί αὐτή θά προσεύχεται γιά νά μᾶς βοηθήση ὁ Κύριος.
»Πράγματι ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπε ἡ θειά Λαμπρινή κρυφά ἀπό τόν ἄνδρα μου καί μετά τίς σαράντα μέρες ξαφνικά ὅλα ἄλλαξαν. Ὁ ἄνδρας μου δέν ξανάπαιξε χαρτιά, ἀσχολοῦνταν μέ τά κτήματα καί τήν οἰκογένεια καί τά οἰκονομικά μας βελτιώθηκαν.
»Κάποτε μέ τήν θειά Λαμπρινή καί ἄλλες γυναῖκες κοιμηθήκαμε σέ μιά Ἐκκλησία. Ἀφοῦ τελείωσε τίς προσευχές της ξάπλωσε νά κοιμηθῆ. Ἐμένα δέν μέ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος. Ἀκούω τήν θειά Λαμπρινή ἐνῶ κοιμόταν ἔβγαζε κάτι ἀναστεναγμούς, σάν νά δούλευε καί ἦταν πολύ κουρασμένη. Αὐτό κράτησε γιά λίγο. Σηκώθηκα καί ἔπιασα τά χέρια της καί τά πόδια της. Ἦταν σάν νά ἔπιανα ἕναν πεθαμένο. Κατάλαβα ὅτι πάλι ἡ θειά Λαμπρινή ἔφυγε πνευματικά ἀπό τό σῶμα της. Τίς πρωϊνές ὧρες τήν ἄκουσα πάλι σάν νά ἀγκομαχοῦσε. “Τώρα θά ἐπέστρεψε”, σκέφθηκα. Μόλις ξύπνησε τήν ρωτάω: “Τό βράδυ ἔφυγες; Ποῦ πῆγες;”. Μοῦ ἔδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση: “Πῆρα τήν (τάδε, μιά γυναῖκα πού ἦταν στήν παρέα μας) καί τήν παρουσίασα στόν Κύριο”.
»Κάποια φορά ἀντιμετώπισα ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Ἔμεινα γιά ἕξι μῆνες στό κρεββάτι μέ δυνατούς πόνους στήν μέση μου. Δέν μποροῦσα νά κουνηθῶ καί πήγαινα ἀπό γιατρό σέ γιατρό, ἀλλά ἡ κατάστασή μου χειροτέρευε. Μιά μέρα ἡ θειά Λαμπρινή μέ ἐπισκέφθηκε στό σπίτι μου. “Μήν ἀνησυχῆς”, μοῦ εἶπε, “σέ λίγο καιρό θά εἶσαι τελείως καλά”. Τήν ἴδια μέρα μέ πληροφόρησε κάποια γνωστή μου ὅτι ἡ θειά Λαμπρινή πρίν ἔρθει στό σπίτι μου πῆγε στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μου, καί γονατιστή γιά πολλή ὥρα προσευχόταν μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας, πού εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Ἐκκλησία. Σέ λίγες μέρες μέ τήν βοήθεια κάποιου γιατροῦ περπατοῦσα κανονικά. Ἀπό τότε μέχρι σήμερα γιά 18 χρόνια δέν εἶχα τήν παραμικρή ἐνόχληση.
»Καί μετά τήν κοίμησή της σέ δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μου τήν ἐπικαλοῦμαι καί πάντα μέ βοηθᾶ. Εἶχα ἕνα καλοκαίρι πονοκεφάλους καί ζαλάδες πού ἴσως ὠφείλονταν στούς καύσωνες. Ξάπλωσα νά κοιμηθῶ, ἀφοῦ πρῶτα ζήτησα τήν βοήθειά της. Ἦρθε στόν ὕπνο μου, στάθηκε ἀπό πάνω μου καί μέ σκέπασε μ᾿ ἕνα σεντόνι. Τό πρωΐ πού σηκώθηκα ἤμουν ὑγιέστατη».
*
Ἡ κυρία Μαρία Δραγατάκη ἀπό τήν Ἄρτα ἀναφέρει: «Ἔμαθα πολλά κοντά στήν γιαγιά Λαμπρινή πηγαίνοντας μαζί της στίς ἀμέτρητες ὁλονυχτίες καί στά προσκυνήματα πού ὠργάνωνε ἡ ἴδια. Μέ ἀποκαλοῦσε “παιδί μου” καί ἡ λέξη αὐτή ἄγγιζε πραγματικά τήν ψυχή μου. Εἶχε ὑπομονή καί ἄκουγε τά προβλήματά μου καί πάντα εὕρισκε λύσεις. Ἡ ζωή της ἦταν ἁγία καί ἦταν πολύ ταπεινή. Τί νά πρωτοθυμηθῶ; Τήν βοήθειά της πρός τήν μητέρα μου; Τίς προβλέψεις καί τήν προσευχή πού ἔκανε γιά τά παιδιά μου; Ἤ τό μεγάλο καλό πού ἔκανε σέ μένα; Ὅταν μετά ἀπό ἕνα βαρύ χειρουργεῖο ἔχασα τόν ὕπνο μου, νιώθοντας ἀπελπισμένη καί χαμένη, πῆγα μεσάνυχτα στό σπίτι της, ζητώντας βοήθεια καί τήν βρῆκα στά γόνατα νά προσεύχεται λουσμένη στόν ἱδρῶτα καί γύρω της ἀναμμένα καντήλια καί κεριά. Μοῦ εἶπε: “Παιδί μου, τί ἔπαθες ἀπόψε;”. Σταυρώνοντάς με ἀπό τότε ἠρέμησα. Νά εἶναι καλά ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ γιαγιά Λαμπρινή καί νά πρεσβεύη γιά ὅλους μας».
*
Ὁ Ἀ. Γ. ἀναφέρει: «Γνώριζα τήν γιαγιά Λαμπρινή ἀπό μικρός, γιατί ἐρχόταν στό σπίτι μας καί ἔβλεπε τήν κατάκοιτη γιαγιά μου, ἀλλά τήν θεωροῦσα μιά ἀγράμματη γιαγιά. Ἄκουσα ἄλλους νά μιλοῦν μέ εὐλάβεια γι᾿ αὐτήν καί ὅταν γύρισα ἀπό τό πρῶτο προσκύνημά μου στό Ἅγιον Ὄρος τό 2002, πῆγα νά τήν δῶ καί νά τῆς δώσω μιά εὐλογία. Μπαίνοντας στό κελλάκι της ἔνιωσα σάν νά βρίσκωμαι μπροστά σ᾿ ἕνα γίγαντα. Συνειδητοποίησα τότε, χωρίς νά ξέρω πῶς, ὅτι αὐτή ἡ γυναῖκα ἦταν πολύ ψηλά πνευματικά, τόσο πού δέν μποροῦσα νά τήν ἀτενίσω, ἄν καί σωματικά ἦταν μικροκαμωμένη.
»Ἡ συζήτηση μαζί της ἦταν μιά πνευματική πανδαισία. Τότε κυριαρχοῦσε τό θέμα τῶν ταυτοτήτων πού μέ ἀπασχολοῦσε ἔντονα. Ἡ πρώτη κουβέντα πού μοῦ εἶπε, χωρίς νά ἀναφέρω κάτι σχετικό, ἦταν: “Δέν πρέπει νά πάρουμε τίς ταυτότητες μέ τό χάραγμα”. Στίς ἑπόμενες ἐπισκέψεις μου μέχρι τήν κοίμησή της διαπίστωσα ὅτι εἶχε τό προορατικό καί διορατικό χάρισμα. Μοῦ ἀνέφερε γεγονότα ἄγνωστα σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ἄλλοτε γεγονότα πού ἀφοροῦσαν τό μέλλον μου καί ἔγιναν, καί ἄλλα γιά γενικώτερα θέματα. Ὁρισμένες δέ φορές ἐνῶ εἶχα στό νοῦ μου νά θέσω μιά ἐρώτηση ἤ μοῦ γεννιόταν μιά ἀπορία σέ συζήτηση παρουσίᾳ καί ἄλλων ἀνθρώπων, αὐτή σταματοῦσε τήν συζήτηση, ἀπαντοῦσε στήν ἐρώτηση πού σκεφτόμουν καί συνέχιζε τήν συζήτηση.
»Τόν Μάϊο τοῦ 2002 πού τήν εἶδα μοῦ εἶπε ὅτι σέ λίγους μῆνες θά φύγει. Ἀλλά ὅταν μέ εἶδε πώς στενοχωρήθηκα πολύ, εἶπε: “Ἔ, ἔτσι τό λέω, μῆνες– χρόνια”. Ἀλλά ἐκοιμήθη πράγματι σέ λίγους μῆνες, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2002 καί ἐπορεύθη ἡ ψυχή της στόν Κύριο πού τόσο πόθησε ἀπό μικρή».
* * *
Τήν τελευταία Κυριακή πού πῆγε στήν Ἐκκλησία κοινώνησε καί διάβασε τήν Εὐχαριστία στό σπίτι της. Τήν Δευτέρα ἅπλωσε ὅλα τά βιβλία στό κρεββάτι της, διάβαζε ἀπό τό καθένα λίγο, τό σταύρωνε, τό ἀσπαζόταν καί τό ἄφηνε στήν ἄκρη. Τρόπον τινά τά ἀποχαιρετοῦσε, γιατί τόσα χρόνια αὐτά ἦταν ἡ καλύτερη συντροφιά της. Τήν Τρίτη τό ἀπόγευμα κάλεσε τήν κόρη της νά κάνουν Παράκληση. Τελειώνοντας εἶπε: “Σ᾿ εὐχαριστῶ, Παναγία μου, πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω κι αὐτή τήν Παράκληση. Γιατί μέχρι τήν Πέμπτη ἔχω πολλές προσευχές νά κάνω ἀκόμη”. Στήν ἐρώτηση τῆς κόρης της τί θά κάνει τήν Πέμπτη, ἀπάντησε: “Θά πάω γιά ἐκεῖ πού ἐργάστηκα, ἄν ἐργάστηκα καλά”. Τήν Τετάρτη τό πρωΐ ζήτησε νά δῆ τά ἐγγόνια της. “Αὔριο θά φύγω”, εἶπε. Τό βράδυ εἶπε σέ μιά ἀνιψιά της: “Τώρα ἐγώ θά φύγω. Νά πᾶς νά τό πῆς ἐσύ στήν Σταθούλα, νά μήν τῆς κακοφανῆ. Παρακαλοῦσα τόν Θεό νά μέ ἀφήση νά ζήσω, μέχρι νά ὡριμάση ἡ Σταθούλα καί νά καταλάβη τί εἶναι ἡ ἄλλη ζωή”.
Κάποια στιγμή ἀνασηκώθηκε στό κρεββάτι, ἄνοιξε τά χέρια της καί εἶπε στούς παρευρισκομένους: “Ἐλᾶτε τώρα, ὅλοι μαζί, νά πᾶμε στά Ἱεροσόλυμα”. Τούς ἀγκάλιασε ὅλους, μετά σταύρωσε τό στῆθος της, τό προσκέφαλο καί ξάπλωσε.
Τότε ἡ Σταθούλα ἔβγαλε τούς ἄλλους ἔξω καί μαζί μέ τόν σύζυγό της ἄναψαν κεράκι καί διάβασαν τίς προσευχές ὅπως ἀκριβῶς τῆς εἶχε ἀφήσει ἐντολή νά κάνη ἡ μητέρα της Λαμπρινή. Ὅταν τελείωσαν τίς προσευχές ἄκουσαν ἕνα ἐλαφρύ σσσσς καί ἡ Λαμπρινή Βέτσιου ξεψύχησε σάν πουλάκι, στίς 17 Ὀκτωβρίου 2002, ἡμέρα Πέμπτη.
Στόν τάφο της περνοῦν καί προσκυνοῦν πολλοί ἄνθρωποι. Προσεύχονται καί ἀντλοῦν δύναμη. Κάποια πού ὅσο ζοῦσε ἡ Λαμπρινή τήν συμβουλευόταν, ἦταν πολύ στενοχωρημένη, γιατί ὁ σύζυγός της θά ἔκανε σοβαρή ἐγχείρηση καρδιᾶς. Ἀφοῦ προσκύνησαν τόν τάφο της καί προσευχήθηκαν, εἶδε στόν ὕπνο της τήν γιαγιά Λαμπρινή πού τῆς εἶπε: “Μήν στενοχωριέσαι. Ὁ ἄνδρας σου θά γίνει καλά. Μόνο πρίν πᾶς στό Νοσοκομεῖο, θά φτιάξεις πρόσφορο καί θά τό πᾶς στήν Ἐκκλησία. Πράγματι ἔκανε τό πρόσφορο καί ὅλα πῆγαν καλά.
Αὐτή ἦταν ἡ Λαμπρινή Βέτσιου. Ἀσκήτρια μέ μεγάλες νηστεῖες, μέ καθημερινές ἀγρυπνίες, μέ συνεχῆ μελέτη καί προσευχή. Ἀγαποῦσε τόν Χριστό, μιλοῦσε συνέχεια γι᾿ Αὐτόν καί ὅλα τά κύτταρα τοῦ σώματός της ἀνέδιναν Χριστόν. Βοηθοῦσε τούς ἀνθρώπους μέ τήν χάρι πού εἶχε. Εἶδε ἀπ᾿ αὐτήν τήν ζωή τόν Παράδεισο καί τήν κόλαση. Ἐνῶ προσευχόταν ἐρχόταν ἐνίοτε ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καί Ἅγιοι καί συνωμιλοῦσαν. Ἤξερε τά μελλούμενα καί ἔλεγε ὅτι μᾶς περιμένουν πολύ δύσκολα χρόνια. Λυπόταν τά μικρά παιδιά καί ἔλεγε: “Ἄν ἤξεραν τί θά περάσουν!”. Ἀλλά ἀμέσως συμπλήρωνε: “Ἔχει ὁ Θεός. Θά οἰκονομήσει γιά τούς Χριστιανούς”. Περισσότερα, ἔλεγε, δέν τήν ἄφηνε νά πῆ ὁ Χριστός.
Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν.
[1]. Ματθ. ιθ΄, 29.
πηγή: https://enromiosini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου