
Τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ συνέχεια ὄχι τοῦ πάθους ἀλλά τῆς οἰκονομίας, τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν ὁ Χριστός κατέληγε στόν τάφο καί ἔμενε στόν τάφο, τότε θά ἦταν ὅλα μάταια. Μάταιη καί ἡ πίστη μας μάταιο καί τό κήρυγμα καί ὅλα ὅσα κάνουμε. Ἄν βγάλουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅλα καταρρέουν καί αὐτόματα δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως. Ἄν ὅμως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἄρα καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν ἐν τῷ Χριστῷ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι διά τοῦ ἑνός ἀνθρώπου τοῦ Ἀδάμ, ὅλοι γίναμε θνητοί, διότι κληρονομοῦμε τόν θάνατο ἐκ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ἔτσι καί ἐκ τοῦ δευτέρου ἀνθρώπου τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι θά ἀναστηθοῦμε καί θά βρεθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ . Αὐτό τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό κεφάλαιο τῆς πίστης μας καί τῆς ἀνάστασης τῶν ἀνθρώπων εἶναι τό σημεῖο τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε μέ τή θεωρία τῆς μετενσάρκωσης. Ἡ θεωρία αὐτή ἀπό πολύ παλαιά καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ Συνόδους καί ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἐμφανίζεται καί σήμερα προερχομένη κυρίως ἀπό φιλοσοφικούς, ἀρχαιοελληνικούς ἤ ἰνδουιστικούς χώρους καί βασανίζει πολλούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ τούς δίνει διάφορες λογικές ἐξηγήσεις τῶν φαινομένων τῆς ζωῆς αὐτῆς. Γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι τελείως ἀπαράδεκτη αὐτή ἡ θεώρηση τῶν πραγμάτων, διότι ἐάν ὑπάρχει μετενσάρκωση, τότε δέν ὑπάρχει ἀνάσταση. Ἀνάσταση σημαίνει ἀνάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ ψυχή μας δέν ἀποθνήσκει, ὑπάρχει πάντοτε. Ὁ θάνατος εἶναι ἁπλῶς ἕνας βιολογικός χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Τό σῶμα παραδίδεται στόν τάφο καί ἡ ψυχή πορεύεται στόν χῶρο τῶν πνευμάτων καί τήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως θά ἀναστηθοῦν τά νεκρά σώματα, θά ἀλλάξουν, θά γίνουν ἄφθαρτα ὅπως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάστασή του καί θά ἑνωθοῦν μέ τίς ψυχές τους καί θά μετάσχει ὁ ἄνθρωπος στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο ψυχικά ἀλλά ὡς ὁλόκληρος ἄνθρωπος, ψυχή καί σῶμα. Ἑπομένως «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Ἐφόσον ὁ Χριστός ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα καί ἐμεῖς προσδοκοῦμε ἀνάσταση νεκρῶν. Θά ἔρθει ὥρα, πού θά δοῦμε ὅλους τούς κεκοιμημένους πού θά προσλάβουν ἀκριβῶς τό ἴδιο σῶμα πού ἔχουν τώρα, ἄφθαρτο ὅμως, μεταποιημένο ἐν ἀφθαρσίᾳ καί θά ἑνωθεῖ ἡ ἴδια ἡ ψυχή μέ τό σῶμα καί θά διατηρηθεῖ ἡ προσωπικότητά τους ὅπως ἦταν ἐν ζωῇ. Ἄν ὑπάρχει μετενσάρκωση, τότε τό ἐρώτημα εἶναι πῶς ὑπάρχει ἀνάσταση. Ἄν τό σῶμα εἶναι ἕνα ὡραῖο φόρεμα πού τό φοράει ἡ ψυχή μέχρι νά τελειοποιηθεῖ, τότε στήν ἀνάσταση τί θά γίνει, πῶς τά σώματα θά ὑπάρξουν καί ποιό σῶμα θά δοξασθεῖ. Αὐτό βέβαια εἶναι μία ὑποτίμηση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, διότι πέραν τούτου ὑπάρχει πίστη ὅτι τό σῶμα εἶναι μία φυλακή τῆς ψυχῆς, ὅτι ὑπάρχει μία διαρχία στόν κόσμο μεταξύ πνεύματος καί σώματος, θεωρίες πού καταδικάστηκαν ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες. Τό σῶμα τό ἔπλασε ὁ Θεός, εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἐχθρός τῆς ψυχῆς ἀλλά εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένο μέ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ἔτσι καί τό σῶμα μας καί ἡ ψυχή μας σάν μία ἑνότητα μετέχουν στήν ἁγιαστική χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό τόν λόγο ἁγιάζεται τό σῶμα καί θά ἀναστηθεῖ. Γι᾽αὐτό ἀκόμη προσκυνοῦμε τά ἅγια λείψανα τῶν Ἁγίων καί τίς μορφές τους, διότι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι οὔτε μόνο σῶμα οὔτε μόνο ψυχή ἀλλά μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα ψυχοσωματική. Ἔτσι ἐνῶ πολλοί διερωτῶνται ἄν ἡ γραφή μιλᾶ γιά τή μετενσάρκωση, ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι εἶναι «ψεῦτες», καί λένε ὅτι τό Εὐαγγέλιο διδάσκει τή μετενσάρκωση. Ἄν γινόταν αὐτό, τότε πῶς θά μιλοῦσε γιά τήν ἀνάσταση καί πῶς ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει μία φορά καί ἕπεται ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ;