Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἁγίων Μετεώρων
22 Ὀκτωβρίου 2024
Μέ ἀφορμή τό σχεδιασθέν Διαθρησκευτικό Συνέδριο στά Τρίκαλα ἐπανῆλθε στήν ἐπικαιρότητα τό ζήτημα τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων καί ἐν γένει τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Πανθρησκείας. Δοξάζουμε τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό μας γιά τήν ἀκύρωση τελικῶς τοῦ Συνεδρίου αὐτοῦ, μετά ἀπό τίς ποικίλες ἀντιδράσεις πού ἐκφράσθηκαν ἀπό τούς οἰκείους Μητροπολίτες, Τρίκκης Γαρδικίου καί Πύλης κ. Χρυσόστομο καί Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Θεόκλητο, κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς.
Μέ ἀφορμή τή δημόσια συζήτηση καί τίς ἀντιδράσεις πού ἐκδηλώθηκαν γιά τό συγκεκριμένο συνέδριο, γίναμε ἀποδέκτες πολλῶν προβληματισμῶν καί ἀνησυχιῶν καί κυρίως ἐρωτημάτων καί αἰτημάτων γιά πληρέστερη καί ἔγκυρη ἐνημέρωση γύρω ἀπό τά ζητήματα αὐτά καί τούς τεράστιους κινδύνους πού ἐγκυμονεῖ ἡ σύγχρονη αὐτή ὀλισθηρή συγκρητιστική οἰκουμενιστική πορεία.
Στό προηγούμενο κείμενό μας ἀναφερθήκαμε στούς δύο κύριους μοχλούς στήριξης, προώθησης καί ἐπιβολῆς τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού εἶναι σέ πολιτικό ἐπίπεδο ἡ παγκοσμιοποίηση (Globalization) καί σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο ἡ πανθρησκεία (Global Religion).
Σημειώσαμε, ἐπίσης, τό ρόλο τῶν δύο Ὑπουργῶν κ. Κυριάκου Πιερρακάκη καί κ. Δημητρίου Παπαστεργίου στήν προώθηση τῆς παγκοσμιοποίησης. Εἶναι, ἄλλωστε, κυβερνητική προτεραιότητα ἡ ραγδαία ἐπιτάχυνση στήν καθιέρωση καί ἐπιβολή τῶν ἐπιλογῶν τῆς παγκοσμιοποίησης. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι πολύ πρόσφατα, στίς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ 2024, ὁ Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης ἔλαβε ἀπό τόν ὀργανισμό Atlantic Council τό διεθνές Βραβεῖο Global Citizen (Παγκόσμιος Πολίτης) 2024, καθώς τοῦ ἀναγνωρίστηκε ἡ «ἀξιοσημείωτη σταδιοδρομία του... καί οι ἡγετικές του ἱκανότητες ... στίς διατλαντικές, εὐρωπαϊκές καί παγκόσμιες ὑποθέσεις»[1].
Πρίν λίγες μέρες, ἐπίσης, ὁ Ὑπουργός Παιδείας κ. Πιερρακάκης ὁρίστηκε γιά δεύτερη φορά (παρότι δέν εἶναι πλέον Ὑπουργός Ψηφιακῆς Διακυβέρνησης) Πρόεδρος τοῦ Global Strategy Group τοῦ ΟΟΣΑ. Στή Σύνοδο τῶν 50 χωρῶν, ὅπου θά προεδρεύσει, θά συζητηθεῖ «τό μέλλον τῆς Παγκόσμιας Διακυβέρνησης τῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης (ΤΝ)»[2].
Σέ ἐπίσκεψή του μάλιστα στό Βατικανό, τόν Μάϊο τοῦ 2024, ὁ Ὑπουργός Παιδείας κ. Πιερρακάκης, συνοδευόμενος ἀπό τόν παπικό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Θεόδωρο Κοντίδη καί τόν Γενικό Γραμματέα τοῦ Ὑπουργείου κ. Γεώργιο Καλαντζῆ, συναντήθηκε μέ τόν Πάπα Φραγκίσκο. Στήν συνάντηση, μεταξύ ἄλλων, «τονίστηκε ἡ σημασία τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα γιά Ὀρθόδοξους καί Καθολικούς»[3]. «Ὁ κ. Πιερρακάκης, κατά τή συζήτησή του μέ τόν Ποντίφικα, ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἡ ἑλληνική κυβέρνηση στηρίζει ἔνθερμα τήν ἰδέα νά καταργηθεῖ ὁ διττός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα γιά τούς Ὀρθόδοξους καί τούς Καθολικούς»(!).[4]
Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο ἀλληλένδετα εἶναι τά δύο αὐτά ζητήματα, τοῦ πολιτικοῦ καί τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, τῆς Παγκοσμιοποίησης, δηλαδή, καί τῆς Πανθρησκείας, καθώς ἡ μία κίνηση λειτουργεῖ ὑποστηρικτικά καί συμπληρωματικά πρός τήν ἄλλη.
Στό πλαίσιο αὐτό, ἐνέργειες, ὅπως τό σχεδιασθέν στά Τρίκαλα Διαθρησκευτικό Συνέδριο, ἐνταγμένο μάλιστα στήν ἐκπαιδευτική πολιτική τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καί Θρησκευμάτων (Υ.ΠΑΙ.Θ.Α.), δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἡ ἐφαρμογή στήν πράξη καί ἡ μεταφορά στή λαϊκή βάση τῶν ἐπιλογῶν πού διαμορφώνονται σέ ἀνώτερο παγκόσμιο πολιτικό ἐπίπεδο. Στήν ἴδια λογική ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί ἡ ὑποβάθμιση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, πού ἔχει ξεκινήσει ἐδῶ καί χρόνια, καί ἡ μετατροπή του σέ μάθημα θρησκειολογίας.
Θά θέλαμε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά διευκρινίσουμε ὅτι ἡ ὅλη ἐνασχόλησή μας μέ τά ζητήματα αὐτά γίνεται χωρίς τήν παραμικρή κατακριτική διάθεση ἤ ἐμπάθεια πρός τά πρόσωπα τά ὁποῖα ἀναφέρονται. Ἡ ἀντίθεσή μας εἶναι μόνον πρός τίς θεωρίες καί τίς ἐνέργειές τους, ὅταν αὐτές ἀντίκεινται στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία μας. Καί τέλος, δέν ἀναιρεῖ, σέ καμμία περίπτωση, τήν εἰλικρινή ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους καί τό ἐνδιαφέρον μας νά ὁδηγηθοῦν στούς κόλπους τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Τό ἐνδιαφέρον αὐτό, βεβαίως, εἶναι ὑγιές καί ἡ ἀγάπη εἶναι εἰλικρινής μόνο ὅταν στηρίζεται στήν ὀρθή πίστη καί ἀλήθεια καί ὄχι ὅταν ἐκπίπτει καί ἐκφυλίζεται μεταλλασσόμενη σέ ἄκρατη ἀγαπολογία καί ἐπιδερμικό συναισθηματισμό.
Ἡ ἀγάπη ὡς πρόσχημα
Ἡ ἀγάπη δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖται ὡς πρόσχημα γιά παραχωρήσεις σέ θέματα πίστεως. «Μηδὲν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε»[5] (δηλ. μήν δέχεσθε κανένα νοθευμένο δόγμα μέ τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης), μᾶς προτρέπει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, γνωστός γιά τήν ἀφοσίωσή του στήν ἀλήθεια καί τήν ἀποφυγή κάθε συμβιβασμοῦ ὅσον ἀφορᾶ στά δόγματα τῆς πίστεως.
Στά συγγράμματά του, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τόνιζε ὅτι ἡ ἀλήθεια δέν πρέπει νά θυσιάζεται γιά χάρη καμιᾶς ἄλλης ἀξίας, ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη ἤ ἡ εἰρήνη, ἐπειδή ἡ πραγματική ἀγάπη βασίζεται στήν ἀλήθεια. Ἡ θέση αὐτή ἀποτελεῖ κεντρικό σημεῖο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, πού ἐπιμένει στήν ἀκρίβεια καί τήν ἀλήθεια τοῦ δόγματος, ἀποφεύγοντας τούς συμβιβασμούς καί τόν θρησκευτικό συγκρητισμό καί διατηρώντας τήν ἀλήθεια ἀνεξαρτήτως τῶν ἐξωτερικῶν πιέσεων.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀπαντᾶ, ἐπίσης, καί στούς σύγχρονους οἰκουμενιστές πού ἐξαντλοῦν τήν ἀγάπη σέ ἁβροφροσύνες καί συναισθηματισμούς στά πλαίσια τῶν διαλόγων: «Ἀλλά τή γνήσια ἀγάπη δέν τή δείχνει τό κοινό γεῦμα, οὔτε ἡ ἁπλῆ προσφώνηση, οὔτε ἡ κολακεία στά λόγια, ἀλλά τό νά διορθώσει κανείς καί νά βάλει στόχο τό συμφέρον τοῦ πλησίον, τό νά σηκώσει αὐτόν πού ἔπεσε, νά δώσει χέρι σέ αὐτόν πού εἶναι πεσμένος καί ἔχει ἀμελήσει τήν σωτηρία του καί τό νά ἐπιδιώκει πρίν ἀπό τά δικά του ἀγαθά τό καλό τοῦ πλησίον. Αὐτό εἶναι σημάδι τῆς γνήσιας ἀγάπης»[6].
Πιστός σέ αὐτή τήν ἁγιοπατερική παρακαταθήκη ὁ ἐπιφανής κληρικός καί πολυμερής νομικός καί θεολόγος μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, στήν ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, στιγμάτιζε αὐτή τήν ψευδοαγάπη τῶν οἰκουμενιστῶν καί ἀνεδείκνυε τήν γνήσια καί εἰλικρινή ἀγάπη, πού δέν κολακεύει, ἀλλά φανερώνει τήν ὁδό τῆς ἀληθείας. Ἔγραφε, μεταξύ ἄλλων, στόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα: «Ἄραγε ὅμως ἀγαπᾶτε πράγματι τούς αἱρετικούς; Ἀκούσατε, Παναγιώτατε, μίαν παράδοξον ἀλήθειαν: ΟΧΙ! Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν πραγματικῶς καί εἰλικρινῶς τούς αἱρετικούς, ἡμεῖς οἱ «στενοκέφαλοι» καί «φανατικοί» καί οὐχί Ὑμεῖς καί οἱ μεθ’ Ὑμῶν. Ἡ ἀγάπη Ὑμῶν δέν εἶναι γνησία, ἀλλά ἐπιφανειακή καί ἐπίπλαστος· δέν εἶναι ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ’ ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης... Ποιός ἀγαπᾶ εἰλικρινῶς τόν νοσοῦντα; Ὁ λέγων πρός αὐτόν: “εἶσαι ὑγιέστατος, τρῶγε ὅ,τι θέλεις”, καί ἀπεργαζόμενος οὕτω χαλεπωτέραν τήν νόσον καί ταχύτερον τόν θάνατον, ἤ ὁ ἐπισημαίνων αὐτῷ τήν ἀσθένειαν καί ἀπαγορεύων τάς βλαπτούσας τροφάς; Ἡμεῖς, ἐπισημαίνοντες τάς πλάνας τῶν αἱρετικῶν καί διακηρύσσοντες ὅτι ἀκολουθοῦσιν ὁδῷ ἐπισφαλεστάτῃ, ὑπάρχει ἐλπίς νά δημιουργήσωμεν ἐν αὐτοῖς κρίσιν συνειδήσεως καί ἔφεσιν ἀναζητήσεως τῆς ἀληθείας. Ὑμεῖς καί οἱ μεθ’ Ὑμῶν, διακηρύσσοντες ὅτι “οὐδέν μᾶς χωρίζει” ἀπό τῶν αἱρετικῶν κ.τ.τ., ναρκοῦτε καί ἀποκοιμίζετε αὐτούς καί ἀποκλείετε ἔμπροσθεν αὐτῶν τήν ὁδόν τῆς ἀληθείας...»[7].
Αὐτή τήν ὁδό τῆς ἀληθείας θά ἐπιχειρήσουμε, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, νά παρουσιάσουμε μέσα ἀπό μία σειρά δημοσιευμάτων πού θά ἀκολουθήσουν γιά τό θέμα τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων. Κύριο ἔργο μας θά εἶναι ἡ ἀκριβής παράθεση τῶν γεγονότων, ἀλλά καί ἡ ἀλληλουχία τους στήν πορεία καί τήν ἐξέλιξη τοῦ ζητήματος, πού ἀναδεικνύουν τίς σκοπιμότητες καί τίς εὐθύνες τῶν πρωταγωνιστῶν.
Θρησκευτικός συγκρητισμός
Στόν σύγχρονο ἀκαδημαϊκό διαθρησκειακό διάλογο ἐλλοχεύει ὁ θρησκευτικός συγκρητισμός, καθώς διάφορες ἀκαδημαϊκές καί κοινωνικές τάσεις προωθοῦν τήν ἰδέα ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴσες ἤ ὅτι περιέχουν μέρη ἀλήθειας.
Θρησκευτικός συγκρητισμός εἶναι ἡ ἀνάμειξη στοιχείων καί δογμάτων ἀπό διάφορες θρησκεῖες μέ σκοπό τήν δημιουργία ἑνός νέου συνόλου ἰδεῶν, ἑνός συνθετικοῦ συστήματος πεποιθήσεων καί πρακτικῶν, πού ἑνοποιεῖ διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις. Μέσα ἀπό τόν θρησκευτικό συγκρητισμό γεννιέται ἡ πανθρησκεία, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τόν μακαριστό π. Γεώργιο Μεταλληνό, εἶναι «μία ἄλλη μορφή πανθεϊσμοῦ, πού στοχεύει στήν ἰσοπέδωση ὅλων τῶν θρησκευμάτων, μαζί καί τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτό συντελεῖται, βέβαια, μέ τήν “τεκτονική” μέθοδο τῆς σύγκρασης τῶν πάντων καί συγκρητιστικῆς ἀναχώνευσής τους καί οὐσιαστικά διάλυσης ὅλων»[8].
Ὁ μακαριστός Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου, Γέροντας Γεώργιος Καψάνης εἶχε ἐκφράσει ἀπό νωρίς τήν ἔμπονη ἀγωνία καί διαμαρτυρία του γιά τήν δογματική ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας μέσῳ τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ:
«Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ φιλτάτη Ὀρθοδοξία μας καὶ σήμερα κινδυνεύει. Προσπαθοῦν κάποιοι νὰ νοθεύσουν τὸ δυνατό της κρασί, νὰ ἀμβλύνουν τὰ δόγματα, τὶς παραδόσεις της, τὸ ἦθος της, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συνυπάρχῃ μὲ τὰ ἄλλα “δόγματα”. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχει ἀναλάβει ὁ Οἰκουμενισμός. Καὶ δὲν ἐννοοῦμε φυσικὰ ἕναν Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό, ποὺ μένοντας πιστὸς στὴν Ὀρθοδοξία θὰ μποροῦσε νὰ διαλέγεται μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἡ ἐπάνοδός τους στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία εἶναι ἐπάνοδος στὸ πατρικό τους σπίτι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ πρόγονοί τους ἐμακρύνθησαν. Ἐννοοῦμε τὸν συγκρητιστικὸ Οἰκουμενισμό, τὸν διαχριστιανικὸ καί διαθρησκειακό. Μέ πόνο χαράσσω τὶς γραμμὲς αὐτές: Διὰ τοὺς Οἰκουμενιστὰς ἐκείνους ποὺ συμπροσεύχονται ὄχι μόνο μὲ ἑτεροδόξους ἀλλὰ καὶ ἑτεροθρήσκους καὶ ἀνάβουν κεριὰ μαζὶ μὲ τοὺς Ἰουδαίους, Μουσουλμάνους, Βουδιστάς, Εἰδωλολάτρας, γιὰ τὴν εἰρήνη. Σὲ ποιὸν Θεὸ ἄραγε προσφέρουν τὰ κεριὰ αὐτά; Ξεχνοῦν ὄχι μόνο τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς τὶς θεῖες Γραφές. “Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;” (Β’ Κορ. στ’, 14)»[9].
Καί ὅμως, ἐδῶ καί 2.024 χρόνια, ἡ Ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας παραμένει πάντοτε ἀδιαίρετη καί ἀνόθευτη, παρόλες τίς λυσσώδεις καί σφοδρές ἐπιθέσεις πού ἐξαπέλυσαν καί ἐξαπολύουν ἀδίστακτα καί ἀνύστακτα τά δολερά ὄργανα τοῦ ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου. Οἱ ἐφήμεροι καί κίβδηλοι κοσμοκράτορες ἐναντίον τοῦ ὄντως Παντοκράτορος, τοῦ Παναγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, ἐπιχειροῦν ματαίως καί ἀνοήτως νά νοθεύσουν τήν Μία, Μοναδική καί σωστική Ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ μοναδικός φορέας τῆς θείας ἀποκαλύψεως καί τό μέσο διά τοῦ ὁποίοῦ μπορεῖ κανείς νά φθάσει στήν σωτηρία, δηλαδή στήν κατά χάριν θέωση. Τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου μας μᾶς τό ἐπιβεβαιώνει ρητά: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ»[10]. Καὶ «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[11].
Ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας
Ἡ πρόσδεση στό ἅρμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ, μετέφερε, δυστυχῶς, καί στόν δικό μας ὀρθόδοξο θεολογικό καί ἐκκλησιαστικό χῶρο μία ἐκκοσμικευμένη διανοητική ἀκαδημαϊκή θεολογία, ἡ ὁποία παραβιάζει καί καταλύει τά δογματικά ὅρια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ἀληθείας.
Ὁ μέγας δογματολόγος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο ἀπό τήν Β’ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὅτι εἵλετο ὑμᾶς ὁ Θεὸς ἀπ' ἀρχῆς εἰς σωτηρίαν ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος καὶ πίστει ἀληθείας»[12] (δηλαδή, διότι ἀπό τήν ἀρχή σᾶς διάλεξε ὁ Θεός γιά τή σωτηρία, διά τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ Πνεύματος καί διά τῆς πίστεως στήν ἀλήθεια), σημειώνει: «Ὁ σύγχρονος “διάλογος τῆς ἀγάπης”, ὁ ὁποῖος τελεῖται ὑπό τήν μορφή γυμνοῦ συναισθηματισμοῦ, εἶναι στήν πραγματικότητα ὀλιγόπιστος ἄρνησις τοῦ σωτηριώδους ἁγιασμοῦ τοῦ Πνεύματος καί τῆς πίστεως τῆς ἀληθείας, δηλαδή τῆς μοναδικῆς σωτηριώδους “ἀγάπης τῆς ἀληθείας”»[13].
Ἡ ἀναγνώριση, μέσῳ τῶν οἰκουμενιστικῶν διαλόγων, καί τῶν ἄλλων θρησκειῶν ὡς ὁδῶν σωτηρίας ἔχει ὡς συνέπεια τή σχετικοποίηση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ἀπό μοναδική καί ἀπόλυτη ὁδός σωτηρίας, μετατρέπεται σέ μία ἁπλή πτυχή ἑνός πολυθρησκευτικοῦ πλαισίου, πού ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια σέ ὅλες τίς θρησκεῖες.
Ἔχει, ἄλλωστε, καταστεῖ κυρίαρχη ἰδεολογία στούς θιασῶτες τοῦ νεοεποχίτικου διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι μονοπάτια πού ὁδηγοῦν στόν Θεό.
Ἡ αὐτοπροαίρετη αὐτή παραίτηση ἀπό τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ὀρθοδοξίας, ὡς μοναδικῆς ὁδοῦ σωτηρίας, ξεκινάει ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στό πρῶτο μισό τοῦ 20οῦ αἰώνα μέ τίς διαβόητες ἐγκυκλίους τοῦ 1902, 1920 καί 1952. Ὅπως ἀναγνωρίζουν οἱ ἴδιοι οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τά πατριαρχικά αὐτά γράμματα «ἐκφράζουν τήν ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά τή διάσπαση τῶν ἐκκλησιών καί τοῦ κόσμου» καί «οἱ πρωτοβουλίες αὐτές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι καθοριστικές ὄχι μόνον γιά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν ἀλλά καί γιά τήν ἑνότητα καί εἰρηνική συνύπαρξη ὅλου τοῦ κόσμου»[14].
Ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας θεωροῦσε τήν «χριστιανική ἑνότητα» (τήν ἑνότητα, δηλαδή, ὀρθοδόξων, παπικῶν, προτεσταντῶν κ.ἄ) ὡς τό πρῶτο βῆμα πρός μία συνολική ἕνωση τῶν θρησκειῶν καί δήλωνε ὅτι «μὲ τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν βαδίζομε καὶ πρὸς μίαν πανανθρωπότητα»[15]. Ἡ ἰδέα αὐτῆς τῆς «πανανθρωπότητος» προβάλλεται καί μέσα ἀπό τήν πατριαρχική πρόταση (1919-1920) γιά τήν ἵδρυση, στά πρότυπα τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν, μιᾶς Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν, πού μετεξελίχθηκε στό γνωστό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ), τό ὁποῖο δυστυχῶς «προχωρεῖ πρὸς πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ του διὰ τοῦ συγκερασμοῦ πολιτισμοῦ, θρησκειῶν καὶ λαῶν»[16].
Ὅπως διαπιστώνει καί ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν ἦταν ἄλλος, τελικά, ἀπὸ τὴν νεοποχικὴ Πανθρησκεία, κάτι, ποὺ ἀπεσαφηνίσθη πλέον μὲ πληρότητα στήν ἐποχή μας»[17]. Αὐτό ἀποδεικνύεται περίτρανα ἀπό τήν μετέπειτα πορεία του μέχρι καί σήμερα, καθώς συμμετέχουν σέ αὐτό ἐκπρόσωποι διαφόρων θρησκειῶν, δυστυχῶς καί Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Τίς πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τήν παράλληλη πορεία του πρός τίς ἀποφάσεις τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου τῶν παπικῶν (1962-1965), πού ἔθεσε τά θεμέλια γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου, καθώς καί τόν καταλυτικό ρόλο τοῦ Π.Σ.Ε. στήν προώθηση τῆς πανθρησκείας θά ἀναπτύξουμε στό ἑπόμενο κείμενό μας.
Διαθρησκειακή συνάντηση καί συμπροσευχή στήν Ἀσίζη. 1987
Διαθρησκειακή συνάντηση καί συμπροσευχή στήν Ἀσίζη. 2011
[3] https://www.parapolitika.gr/politiki/article/1390946/oi-sumvolismoi-tou-taxidiou-pierrakaki-sto-vatikano-i-sunadisi-e-ton-papa-fragisko-kai-to-inua-gia-ti-moni-tis-horas/
[4] https://www.protothema.gr/world/article/1548433/koino-pasha-kathe-hrono-gia-orthodoxous-kai-katholikous-koda-se-sumfonia-oi-duo-ekklisies/
[5] Ἁγίου Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Φιλιππησίους 2, PG 62, 189,191
[6] Ἁγίου Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Γένεσιν Λόγος 9, 2, PG 54, 623
[7] Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωρόπουλου, Ἐπιστολή πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην (1969) στό Τά δύο ἄκρα· Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, ἐκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος, Ἀθῆναι 19972, σελ. 19-20
[8] Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ἡ «Νέα Ἐποχή» καί ὁ διπλός οἰκουμενισμός (πολιτικός καί θρησκευτικός), Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, 8 Νοεμβρίου 2013
[9] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ὀρθοδοξία καί Οἰκουμενισμός, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας 1999
[10] Ἰω. 14, 6
[11] Πράξ. 4, 12
[12] Β΄Θεσ. 2, 13
[13] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο -Σερβία, σελ. 226
[14] Ἀγγελικῆς Ζιάκα, Ὁ Διαθρησκειακός Διάλογος, στό Ὁ Οἰκουμενικός Διάλογος στόν 21ο αἰώνα, σελ. 350-351
[15] Πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον (Ἀνάτυπο), σελ. 9
[16] Ἀρχιεπ. Ἀμερικῆς Ἰακώβου, ἐφημερίδα «Τό Βῆμα», 22.8.1972
[17] Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ὅ.π., σελ. 9
πηγή: https://aktines.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου