Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ [:Ἰω. 7,37-52 και 8,12] YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ [:Ἰω. 7,37-52 καὶ 8,12]

YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (:κατὰ τὴν τελευταία καὶ ἐπισημότερη ἀπὸ τίς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑορτῆς [τῆς Σκηνοπηγίας] στάθηκε ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ εἶπε: ἐὰν κανεὶς αἰσθάνεται πόθο καὶ δίψα, ὄχι γιὰ ἀγαθὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά, ἀλλὰ γιὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια, γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ τὴ μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἂς ἔλθει κοντά Μου μέσῳ τῆς πίστεως καὶ ἂς πίνει τὴν ἀλήθεια ποὺ προσφέρω, γιὰ νὰ ἱκανοποιηθοῦν ἔτσι οἱ πλέον μύχιοι καὶ εὐγενεῖς πόθοι του. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ Ἐμένα, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς Γραφῆς, θὰ γίνει ἀστείρευτη πνευματικὴ πηγή· καὶ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του θὰ ἀναβλύζουν ποταμοὶ ἀπὸ ὁλόδροσο τρεχούμενο νερό, γιὰ νὰ ξεδιψᾷ ὄχι μόνο ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σὲ ἐπικοινωνία μὲ αὐτόν)» [:Ἰω.7 ,37-38]·[ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].

Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσέρχονται γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸ θεῖο κήρυγμα καὶ εἶναι προσεκτικοὶ στὰ θέματα τῆς πίστης, πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουν τὸν ἔντονο πόθο ὅσων διψοῦν γιὰ νὰ ξεδιψάσουν καὶ ἀνάλογη ἐπιθυμία νὰ ἀνάπτουν μέσα τους, διότι ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ συγκρατήσουν μὲ ἀσφάλεια ὅσα λέγονται. Ἄλλωστε καὶ οἱ διψασμένοι, ὅταν πάρουν στὰ χέρια τους ἕνα ποτήρι μὲ νερό, τὸ πίνουν μὲ μεγάλη προθυμία καὶ τότε πιὰ σβήνουν τὴ δίψα τους καὶ ἡσυχάζουν.

Κατὰ ὅμοιο λοιπὸν τρόπο καὶ οἱ ἀκροατὲς τῶν θείων λόγων, ἐὰν τοὺς ἀκοῦνε καὶ τοὺς δέχονται μὲ πραγματικὴ δίψα, δὲν θὰ κουραστοῦν ποτέ , μέχρις ὅτου μάθουν τὰ πάντα. Γιὰ τὸ ὅτι πρέπει συνεχῶς νὰ διψᾶμε καὶ νὰ πεινᾶμε γιὰ τὰ πνευματικὰ λέγει ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται (:μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μὲ σφοδρὸ ἐσωτερικὸ πόθο σὰν πεινασμένοι καὶ διψασμένοι ἐπιθυμοῦν τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν τελειότητα, διότι αὐτοὶ θὰ χορτάσουν καθὼς θὰ ἱκανοποιηθοῦν πλήρως οἱ πόθοι τους)» [Ματθ.5,6]. Καὶ ἐδῶ λέγει ὁ Χριστός: «ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω». Οἱ λόγοι αὐτοὶ ἔχουν τὴν ἀκόλουθη σημασία: «Κανέναν δὲν προσελκύω ἀναγκαστικὰ καὶ μὲ τὴ βία, ἀλλὰ ἐὰν κανεὶς ἔχει μεγάλη προθυμία, ἐὰν φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ τὰ αἰώνια ἀγαθά, αὐτὸν προσκαλῶ ἐγώ».

Καὶ γιὰ ποιόν λόγο ἐπεσήμανε ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι αὐτὸ συνέβῃ «κατὰ τὴν τελευταία ἡμέρα τὴ μεγάλη τῆς ἑορτῆς»; Διότι ἡ πρώτη καὶ ἡ τελευταία μέρα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς τῆς Σκηνοπηγίας θεωροῦνταν μεγαλύτερες σὲ σημασία καὶ ἐπισημότερες, ἐνῶ τίς ἐνδιάμεσες περισσότερο τίς κατανάλωναν σὲ διασκέδαση καὶ τρυφή.

Καὶ γιατί ὁ Κύριος ὁμιλεῖ «κατὰ τὴν τελευταία» ἡμέρα; Διότι κατ᾿ αὐτὴν ἦσαν ὅλοι συγκεντρωμένοι. Βέβαια τὴν πρώτη ἡμέρα δὲν εἶχε παρευρεθεῖ ὁ Ἰησοῦς στὴν ἑορτή [τῆς Σκηνοπηγίας] καὶ εἶχε πεῖ στοὺς ἀδελφούς Του τὴν αἰτία [πρβλ. Ἰω.7,1-9.: «Καὶ μετὰ ταῦτα περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν͵ ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ͵ Μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν͵ ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσουσιν [σοῦ] τὰ ἔργα ἃ ποιεῖς· οὐδεὶς γάρ τί ἐν κρυπτῷ ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς͵ φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς͵ ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν͵ ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντότέ ἐστιν ἕτοιμος. οὐ δύναται ὁ κόσμὸς μισεῖν ὑμᾶς͵ ἐμὲ δὲ μισεῖ͵ ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑόρτήν· ἐγὼ οὐκ ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην͵ ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ (:καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ περιόδευε ὁ Ἰησοῦς στὴ Γαλιλαία· διότι δὲν ἤθελε νὰ περιέρχεται γιὰ νὰ κηρύττει στὴν Ἰουδαία, ἐπειδὴ ζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ Τὸν θανατώσουν. Πλησίαζε λοιπὸν τότε ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, ἡ Σκηνοπηγία, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες παρέμεναν στὶς σκηνές, σὲ ἀνάμνηση τῆς ζωῆς τὴν ὁποία ὡς σκηνῖτες πέρασαν οἱ πρόγονοί τους στὴν ἔρημο. Εἶπαν λοιπὸν πρὸς Αὐτὸν οἱ θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ὡς ἀδελφοί Του-τὰ τέκνα δηλαδὴ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς γυναίκας ποὺ εἶχε, προτοῦ ἀρραβωνιαστεῖ μὲ τὴ Μαρία: ''Φύγε ἀπὸ ἐδῶ καὶ πήγαινε στὴν Ἰουδαία, ὥστε νὰ δοῦν τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα κάνεις καὶ οἱ ἐκεῖ μαθητές σου· διότι κανεὶς δὲν κάνει τίποτε στὰ κρυφὰ καὶ μάλιστα ὅταν ζητεῖ νὰ γίνει φανερὰ γνωστὸς καὶ νὰ ἀναγνωριστεῖ ἡ ἀξία του ἀπὸ ὅλους. Ἀφοῦ τέτοια ἔργα κάνεις, φανέρωσε τὸν ἑαυτό Σου στὸν πολυπληθῆ κόσμο, ποὺ θὰ μαζευτεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν ἑορτή''. Καὶ Τοῦ φέρονταν ἔτσι οἱ ἀδελφοί Του, διότι οὔτε αὐτοὶ δὲν Τὸν πίστευαν ὡς Μεσσία. Λέγει λοιπὸν σὲ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: "ὁ δικός μου καιρός, γιὰ νὰ φανερωθῶ στοὺς Ἰουδαίους ὡς Μεσσίας ὁπότε καὶ θὰ σταυρωθῶ, δὲν ἦλθε ἀκόμη· ὁ καιρὸς ὅμως ὁ δικός σας κατὰ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀνεβεῖτε ὡς προσκυνητὲς στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι πάντοτε ἕτοιμος. Ἐσᾶς δὲν μπορεῖ καὶ δὲν ἔχει κανένα λόγο νὰ σᾶς μισεῖ ὁ κόσμος, ἐμένα ὅμως μὲ μισεῖ, διότι ἐγὼ μαρτυρῶ καὶ φανερώνω ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι πονηρά. Ἐσεῖς νὰ ἀνεβεῖτε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν ἑορτὴ αὐτή· ἐγὼ δὲν ἀνεβαίνω ἀκόμη φανερὰ καὶ ἐπίσημα στὴν ἑορτὴ αὐτή, διότι δὲν ἔχει συμπληρωθεῖ ἀκόμη ὁ κατάλληλος καιρός. Δὲν ἔφτασε ἀκόμη ἡ ὥρα τῆς μεγάλης θυσίας". Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ τοὺς εἶπε, ἔμεινε στὴ Γαλιλαία)»].

Ἀλλὰ οὔτε καὶ κατὰ τὴ δεύτερη καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα λέγει ὁ Ἰησοῦς κάτι παρόμοιο, γιὰ νὰ μὴ λησμονηθοῦν οἱ λόγοι Του, ἀφοῦ αὐτοὶ σκόπευαν νὰ τὸ ρίξουν στὶς διασκεδάσεις. Κατὰ τὴν τελευταία ὅμως ἡμέρα, ὅταν θὰ ἀναχωροῦσαν γιὰ τίς οἰκίες τους, τοὺς δίνει ἐφόδια γιὰ τὴ σωτηρία καὶ φωνάζει δυνατά, ἀφενὸς μὲν γιὰ νὰ δείξει τὴν παρρησία Του, ἀφετέρου δὲ χάριν τοῦ μεγάλου πλήθους ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιὰ νὰ ἀκουστεῖ ἀπὸ ὅλους.

Γιὰ νὰ καταστήσει ὅμως σαφὲς ὅτι ἔκανε λόγο γιὰ πνευματικὴ πόση, προσθέτει: «Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ Ἐμένα, ὅπως εἶπε καὶ ἡ Γραφή, θὰ γίνει ἀστείρευτη πνευματικὴ πηγή· καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά του θὰ ἀναβλύζουν καὶ τρέχουν ποταμοὶ ἀπὸ ὁλόδροσο τρεχούμενο νερό'')». «Κοιλία» ἐδῶ ὀνομάζει τὴν καρδιά, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ψαλμωδὸς ἀλλοῦ: «(Ἥκω) τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου, ὁ Θεός μου, ἐβουλήθην καὶ τὸν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου (:γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ θέλησα νὰ ἐφαρμόσω τὸ θέλημά Σου, Θεέ μου, καὶ πόθησα τὸν νόμο Σου τόσο πολὺ ὥστε νὰ τὸν φέρω μέσα στὰ σπλάχνα μου, γιὰ νὰ ἐμπνέει καὶ νὰ κινητοποιεῖ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη)»[Ψαλμ.39,9].

Ποῦ ὅμως εἶπε ἡ Γραφὴ ὅτι «θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλία του ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος»; Πουθενά. Τί σημαίνει λοιπὸν «ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ Ἐμένα, καθὼς εἶπε ἡ Γραφή»; Ἕν προκειμένω πρέπει νὰ χωρίσουμε μὲ σημεῖο στίξεως, ὥστε τὸ «θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλία του ποταμοὶ» νὰ ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴν ἀπόφασή του. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἔλεγαν πολλοί: «Ἴδε παῤῥησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτος ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός; (:δεῖτε, μιλάει ἐλεύθερα καὶ φανερὰ καὶ δὲν τὸν διακόπτει κανείς, οὔτε τοῦ λέει κανεὶς τίποτε. Μήπως ἀληθινὰ ἀναγνώρισαν οἱ ἄρχοντες ὅτι αὐτὸς εἶναι πράγματι ὁ Χριστός;)» [Ἰω.7,26] καὶ ὅτι «ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν; (:ὁ Χριστός, ὅταν ἔλθει, μήπως θὰ κάνει περισσότερα θαύματα ἀπὸ ὅσα ἔκανε αὐτός;)» [Ἰω.7,30] ὑποδεικνύει ὅτι πρέπει νὰ ἔχουν ὀρθὴ γνώση καὶ νὰ μὴν πιστεύουν τόσο ἀπὸ τὰ θαύματα, ὅσο ἀπὸ τοὺς λόγους τῆς Γραφῇς ποὺ ἐκπληρώνονται ὅλοι. Διότι πολλοί, μολονότι Τὸν εἶδαν νὰ θαυματουργεῖ, δὲν Τὸν δέχονταν ὡς Μεσσία. Ἐπρόκειτο μάλιστα νὰ λένε: «Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; (:Δὲν εἶπε ἡ Γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαυὶδ καὶ ἔρχεται ἀπὸ τὸ χωριὸ Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε καὶ ἔζησε ὁ Δαυίδ;)» [Ἰω.7,42]. Καὶ τοὺς λόγους τους αὐτοὺς τοὺς διακήρυσσαν πρὸς πᾶσα κατεύθυνση.

Ἐπειδὴ λοιπὸν ἤθελε νὰ τοὺς ἀποδείξει ὅτι δὲν ἀποφεύγει τὴν διὰ τῆς Γραφῆς ἀπόδειξη τῆς μεσσιανικῆς Του ἰδιότητας, πάλι τοὺς παραπέμπει στὶς Γραφές. Καὶ παραπάνω ἄλλωστε τοὺς ἔλεγε: «Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς (:Ἐσεῖς ἐξετάζετε μὲ προσκόλληση στὸ ἐξωτερικὸ γράμμα τίς Ἅγιες Γραφές, διότι νομίζετε ὅτι μόνο μὲ τὴν ἁπλὴ ἀνάγνωση καὶ τὴν ἐξέταση αὐτὴ θὰ ἔχετε ζωὴ αἰώνια. Κι ὅμως ἐκεῖνες εἶναι ποὺ μαρτυροῦν γιὰ Ἐμένα καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τίς ἐρευνᾶτε καὶ νὰ συλλαμβάνετε τὰ βαθύτερά τους νοήματα)» [Ἰω. 5,39] καὶ ὅτι «ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρὸς με (:Κοντά μου ἔρχονται μόνο ὅσοι ἑλκύονται ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Αὐτὸ ἄλλωστε ἔχει προφητευτεῖ στὴν Ἁγία Γραφή. Εἶναι γραμμένο στὰ προφητικὰ βιβλία τὸ ἑξῆς: ''Καὶ ὅλοι ὅσοι πιστέψουν καὶ θὰ ἀκολουθήσουν τὸν Μεσσία, θὰ ἔχουν διδαχτεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό''. Καθένας ποὺ ἀκούει τὴν ἐσωτερικὴ πρόσκληση τοῦ Πατρός μου καὶ δέχεται τὸν φωτισμό, ὥστε νὰ κατανοήσει αὐτὰ ποὺ ὁ Πατέρας μου τὸν διδάσκει καὶ μαθαίνει ἔτσι τὴν ἀλήθεια, ἔρχεται σὲ Ἐμένα)» [Ἰω.6,45· πρβ. Ησ.54,13: «Καὶ πάντας τοὺς υἱούς σου διδακτοὺς Θεοῦ καὶ ἐν πολλῇ εἰρήνῃ τὰ τέκνα σου (:καὶ ὅλα τὰ τέκνα σου θὰ διδαχτοῦν κατευθεῖαν ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ζοῦν σὲ ἀδιατάρακτη καὶ πολλὴ εἰρήνη)»]· καὶ «Μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε (:μὴ νομίσετε ὅτι ἐγὼ θὰ σᾶς κατηγορήσω στὸν Πατέρα. Ὑπάρχει ἄλλος ποὺ σᾶς κατηγορεῖ καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Μωυσῆς, στὸν ὁποῖο ἐσεῖς ἔχετε στηρίξει τίς ἐλπίδες σας)» [Ἰω.5,45].

Καὶ ἐδῶ λέγει: «ὅπως εἶπε ἡ Γραφή, θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλία του ποταμοί», γιὰ νὰ ὑποδείξει τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἀφθονία τῆς θείας χάριτος. Ὅπως καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει: «Τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον (:τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω θὰ μεταβληθεῖ μέσα του σὲ ἀστείρευτη πηγὴ πνευματικοῦ ὕδατος, ποὺ θὰ ἀναβλύζει πάντοτε καὶ θὰ τοῦ χαρίζει αἰώνια ζωή)» [Ἰω.4,14], δηλαδὴ θὰ ἔχει ἄφθονη τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοῦ λέγει «ζωὴν αἰώνιον» καὶ ἐδῶ «ὕδωρ τὸ ζῶν» τὸ ἀποκαλεῖ. «Ζῶν ὕδωρ» ὀνομάζει ἐκεῖνο ποὺ κινεῖται, τρέχει συνεχῶς· διότι ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν εἰσέλθει στὴν ψυχὴ κάποιου καὶ ἐγκατασταθεῖ μόνιμα σὲ αὐτήν, ἀναβλύζει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη πηγὴ καὶ δὲν κάνει διακοπές, οὔτε ἀδειάζει, οὔτε στερεύει ποτέ.

Γιὰ νὰ καταστήσει φανερὸ λοιπὸν συγχρόνως καὶ τὸ ἀνελλιπὲς τῆς χορηγίας καὶ τὸ ἀπερίγραπτο τῆς ἐνεργείας, τὴν ἀποκάλεσε «πηγὴ» καὶ «ποταμούς», ὄχι ἕναν ποταμό, ἀλλὰ ἀπείρους. Καὶ ἐκεῖ ἐπίσης [Ἰω.4,14] παρέστησε τὴν ἀφθονία μὲ διαρκῆ ἀνάβλυση, ὅταν χρησιμοποίησε τὴ λέξη «ἁλλομένου (:τὸ ὁποῖο θὰ ἀναπηδᾷ)».

Καὶ θὰ μπορέσει κανεὶς νὰ καταλάβει καθαρὰ αὐτὸν τὸν λόγο, ἐὰν λάβει ὑπόψη του τὴ σοφία τοῦ Στεφάνου καὶ τὴ γλῶσσα τοῦ Πέτρου καὶ τὴ ρητορικὴ δεινότητα τοῦ Παύλου. Αὐτοὺς τίποτε δὲν τοὺς παρέσυρε, τίποτε δὲν τοὺς φόβιζε, οὔτε ὁ θυμὸς τοῦ πλήθους, οὔτε οἱ ἐπαναστάσεις τῶν τυράννων, οὔτε οἱ ἐπιβουλὲς τῶν δαιμόνων, οὔτε οἱ καθημερινὲς ἀπειλὲς τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὡς ποταμοί, ποὺ τρέχουν ὁρμητικοί, ἔτσι πέρασαν καὶ παρέσυραν τὰ πάντα.

«Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη (:αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἔμελλαν νὰ λάβουν ὅσοι θὰ πίστευαν σὲ Αὐτόν, διότι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἀναγεννᾷ καὶ σώζει, δὲν εἶχε ἀκόμη δοθεῖ σὲ κανένα, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξαστεῖ μὲ τὴ μεγάλη θυσία καὶ μὲ τὴν ἔνδοξη ἀνάληψή Του)» [Ἰω.7,39].

Πῶς λοιπὸν προφήτευσαν οἱ προφῆτες καὶ ἐπιτέλεσαν τόσα θαύματα; Οἱ ἀπόστολοι βέβαια δὲν ἐκδίωκαν τὰ δαιμόνια μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς, ὅπως λέγει ὁ Ἴδιος: «Καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν (:καὶ ἐὰν ἐγὼ βγάζω τὰ δαιμόνια, ὅπως ἐσεῖς λέγετε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Βεελζεβούλ, τὰ πνευματικά σας τέκνα μὲ τὴ δύναμη τίνος τὰ βγάζουν; Γιατί δὲν τοὺς κατηγορεῖτε; Γιὰ τοῦτο αὐτοὶ θὰ σᾶς καταδικάσουν γιὰ τὴ μοχθηρία σας καὶ τὴν ὑποκρισία)» [Ματθ.12,27]. Αὐτὸ τὸ ἔλεγε γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἐκδίωκαν ὅλοι τὰ δαιμόνια μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρὶν ἀπὸ τὴ σταύρωσή Του ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ποὺ τοὺς χορηγοῦσε Αὐτός. Ὅταν ὅμως σκόπευε νὰ τοὺς ἀποστείλει στὸν κόσμο, τότε ἔλεγε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» [Ἰω. 20,22]. Καὶ πάλι: «ἦλθε σὲ αὐτοὺς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τότε ἔκαναν τὰ θαύματα».

Ὅταν μάλιστα τοὺς ἀπέστειλε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύξουν, δὲν εἶπε ὁ Εὐαγγελιστής: «ἔδωσε σὲ αὐτοὺς Πνεῦμα Ἅγιο», ἀλλὰ «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν (:ἔδωσε σὲ αὐτοὺς ἐξουσία)» [Ματθ.10,1], λέγοντάς τους τὰ ἑξῆς: «ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε (: Σᾶς δίδω ἐξουσία νὰ θεραπεύετε ἀσθενεῖς, νὰ καθαρίζετε λεπρούς, νὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, νὰ διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε μὴν ἐμπορευτεῖτε ποτὲ τὸ χάρισμα αὐτό· δωρεὰν λάβατε, δωρεὰν δῶστε)» [Ματθ.10,8].

Ὡς πρὸς τοὺς προφῆτες ὅμως κατὰ γενικὴ ὁμολογία τοὺς εἶχε δοθεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ ἡ χάρις αὐτὴ εἶχε συσταλεῖ καὶ μετακινηθεῖ καὶ εἶχε ἐγκαταλείψει τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία εἰπώθηκε τὸ ἑξῆς: «Ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος (:ἰδού, πρὸς τιμωρία τῆς κακίας σας καὶ καταστροφή, σᾶς ἀφήνεται ἔρημη καὶ ἀπροστάτευτη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ πόλις σας καὶ ὁ ναός)» [Ματθ. 23,38]. Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ ρήση αὐτὴ εἶχε ἀρχίσει νὰ παρουσιάζεται σπάνια τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, διότι δὲν ὑπῆρχε πλέον προφήτης σὲ αὐτούς, οὔτε ἐπόπτευε τὰ ἅγιά τους ἡ θεία χάρις.

Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶχε ἀνασταλεῖ ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐπρόκειτο στὸ μέλλον νὰ δοθεῖ μὲ ἀφθονία, καὶ αὐτῆς τῆς διανομῆς ἡ ἀρχὴ ἔγινε μετὰ τὴν Σταύρωση, δὲν ἔγινε μόνο ἡ ἀρχὴ αὐτῆς τῆς ἀφθονίας, ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερων χαρισμάτων (διότι πραγματικὰ ἡ δωρεὰ ἦταν περισσότερο ἄξια θαυμασμοῦ, ὅπως ὅταν λέγει: «Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς (:δὲν ξέρετε ἀκόμη ποιὼν διαθέσεων καὶ ποιᾶς πνευματικῆς καταστάσεως εἶστε ἐσεῖς. Δὲν εἶστε ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος τῆς ὀργῆς καὶ τῆς τιμωρίας, ποὺ κυριαρχοῦσε στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ τοῦ πνεύματος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγγνώμης, ποὺ σώζει)» [Λουκ.9,55]· καὶ πάλι: «Οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας (:εἶστε λοιπὸν κι ἐσεῖς υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπό τὸ ὅτι ἡ διάθεση καὶ τὸ φρόνημα ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σᾶς ἐνέπνευσε ἀπὸ τὴ στιγμὴ τοῦ βαπτίσματός σας δὲν εἶναι πάλι διάθεση δουλικὴ καὶ φρόνημα σκλάβου, ποὺ προκαλεῖ φόβο, ὅπως εἴχατε φόβο ὅταν ἤσασταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ἀλλὰ λάβατε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φρόνημα κι διάθεση κατὰ χάριν υἱῶν τοῦ Θεοῦ)» [Ρωμ.8,15].

Καὶ οἱ παλαιοὶ βέβαια εἶχαν Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ δώσουν καὶ στοὺς ἄλλους. Οἱ ἀπόστολοι ὅμως μυριάδες ἀνθρώπων γέμισαν μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ λάβουν αὐτὴ τὴ χάρη, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη δοθεῖ, γι᾿ αὐτὸ λέγει: «Οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον (:διότι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀναγεννᾷ καὶ σώζει, δὲν εἶχε ἀκόμη δοθεῖ σὲ κανένα)» δηλαδὴ δὲν εἶχε δοθεῖ, «ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη (:ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξαστεῖ μὲ τὴ μεγάλη σταυρικὴ θυσία καὶ τὴν ἔνδοξη ἀνάληψή Του)» [Ἰω.7,39]. «Δόξαν» ὀνομάζει τὸν Σταυρό.

Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἤμασταν ἐχθροὶ ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ ἁμαρτωλοὶ καὶ εἴχαμε στερηθεῖ τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἤμασταν θεοστυγεῖς, ἐνῶ ἡ χάρις ἦταν ἀπόδειξη συμφιλιώσεως, διότι τὸ δῶρο δὲν δίδεται στοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς μισούμενους, ἀλλὰ στοὺς φίλους καὶ στοὺς ἀγαπητούς, ἔπρεπε προηγουμένως νὰ προσφερθεῖ ἡ θυσία πρὸς χάριν μας καὶ νὰ καταλυθεῖ ἡ ἔχθρα διὰ τῆς σαρκὸς καὶ νὰ γίνουμε φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ τότε νὰ λάβουμε τὴ δωρεά. Διότι ἐὰν συνέβῃ αὐτὸ κατὰ τὴν ἐπαγγελία, τὴν ὑπόσχεση πρὸς τὸν Ἀβραάμ, πολὺ περισσότερο θὰ συνέβαινε καὶ ὅταν δόθηκε ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Καὶ ὁ Παῦλος γιὰ νὰ δηλώσει αὐτὸ ἔλεγε: «Εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις (:διότι ἐὰν ἐκεῖνοι ποὺ ἔλαβαν τὸν νόμο, γίνονται καὶ δικαιωματικὰ μὲ τὴν τήρησή του κληρονόμοι τοῦ κόσμου, τότε ἀπέβῃ ἀνώφελη καὶ μάταιη ἡ πίστη, καὶ δὲν πραγματοποιήθηκε ἀλλὰ καταργήθηκε ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ποὺ βεβαίωνε ὅτι δωρεὰν διαμέσου τοῦ Χριστοῦ θὰ δοθεῖ ἡ κληρονομιὰ αὐτή)» [Ρωμ.4,14-15]. Ὅ,τι λέγει ἔχει τὴν ἀκόλουθη σημασία: «Ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς νὰ δώσει τὴ γῆ στὸν Ἀβραὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του, ἀλλὰ οἱ ἀπόγονοι ἦσαν ἀνάξιοι τῆς ἐπαγγελίας καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὰ δικά τους ἔργα. Γι᾿ αὐτὸ εἰσῆλθε ἡ πίστη, πρᾶγμα εὔκολο, γιὰ νὰ προσελκύσει τὴ χάρη καὶ νὰ μὴν καταργηθοῦν οἱ ἐπαγγελίες».

Καὶ ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια λέγει: «Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν (: καὶ ἐπειδὴ ὁ μωσαϊκὸς νόμος ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν κληρονομιὰ τῆς ἐπαγγελίας, γι᾿ αὐτὸ ἡ κληρονομιὰ παρέχεται διαμέσου τῆς πίστεως. Καὶ μᾶς δίνεται τώρα ἡ κληρονομιά, αὐτὴ ὄχι ὡς ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴν πιστὴ τήρηση τοῦ νόμου, ἀλλὰ δωρεὰν καὶ κατὰ χάριν Θεοῦ. Ὥστε δὲν ὑπάρχει πλέον κίνδυνος ἐξαιτίας τῶν παραβάσεών μας ποὺ γίνονται ἀπὸ ἀδυναμία νὰ καταργηθεῖ ἡ ἐπαγγελία καὶ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αὐτὴ πραγματοποιεῖται μὲ σιγουριὰ καὶ βεβαιότητα σὲ ὅλους τοὺς ἀπογόνους του Ἀβραάμ· ὄχι μόνο σὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὸν νόμο καὶ ἦταν ἐξαρτημένοι ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ἐνῶ δὲν εἶχαν τὸν μωσαϊκὸ νόμο, μιμήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἔγιναν ἔτσι πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι πατέρας ὅλων ὅσων πιστέψαμε)» [Ρωμ.4,16]. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ «ἡ ὑπόσχεση εἶναι ὡς δῶρο τῆς χάριτος, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ ἐπιτύχουν τίποτε μὲ τὰ ἔργα τους».

Γιατί ὅμως, ὅταν εἶπε: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (:ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ Ἐμένα, ὅπως εἶπε καὶ ἡ Γραφή, θὰ γίνει ἀστείρευτη πνευματικὴ πηγή· καὶ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ ὅλο τὸν ἐσωτερικό του κόσμο θὰ ἀναβλύζουν καὶ θὰ τρέχουν ποταμοὶ ἀπὸ ὁλόδροσο τρεχούμενο νερό)» [Ἰω.7,38] δὲν πρόσθεσε καὶ τὴν μαρτυρία τῆς Γραφῆς; Διότι ἡ γνώμη τους ἦταν διεφθαρμένη: Ἄλλοι ἔλεγαν: «Οὗτὸς ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης (:Πράγματι αὐτὸς εἶναι ὁ προφήτης ποὺ μᾶς προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς)» [Ἰω.7,40] καὶ «ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον (:Ὄχι, δὲν εἶναι καλός˙ εἶναι λαοπλάνος καὶ ἐξαπατᾷ τὸν εὔπιστο λαό)». [Ἰω.7,12]. Ἐπίσης, «ἄλλοι ἔλεγον· οὗτος ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; (: ἄλλοι ἔλεγαν: "Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός". Ἄλλοι ἔλεγαν: "Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ Μεσσίας˙ διότι μήπως ὁ Μεσσίας εἶναι νὰ ἔρθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Δὲν εἶπε ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστὸς θὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε ὁ Δαβίδ;'')» [Ἰω. 7,41-42], ἐνῶ «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν (:"Ἀλλὰ αὐτὸς ἐδῶ γνωρίζουμε ἀπὸ ποῦ εἶναι καὶ ἀπὸ ποιούς κατάγεται. Ὁ Χριστὸς ὅμως ὅταν θὰ ἔλθει, κανεὶς δὲν θὰ ξέρει οὔτε τὸν χρόνο τῆς ἐμφανίσεώς Του, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἔλθει'')» [Ἰω.7,27]. Καὶ γενικὰ ἡ γνώμη τους διέφερε, ὅπως συμβαίνει στὰ πλήθη ποὺ βρίσκονται σὲ ἀναταραχή· διότι δὲν πρόσεχαν μὲ ἀκρίβεια τὰ λεγόμενα, οὔτε εἶχαν καμία πρόθεση νὰ μάθουν.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, δὲν τοὺς δίδει καμία ἀπάντηση, ἂν καὶ λέγουν: «Μήπως ἔρχεται ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ὁ Χριστός;», ἐνῶ τὸν Ναθαναήλ, ποὺ ρώτησε μὲ τόνο σφοδρὸ καὶ αὐστηρὸ «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; (:Ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸ κακὸ καὶ ἄσημο αὐτὸ χωριό, μπορεῖ νὰ βγεῖ τίποτα καλό;)» [Ἰω.1,47], τὸν ἐπαίνεσε ὡς ἀληθινὸ Ἰσραηλίτη: «Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι (:εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται κοντά Του καὶ λέει γι᾿ αὐτόν: "Νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ἔχει στὴν καρδιά του καμία πονηριὰ καὶ δόλο, ἀλλὰ ποθεῖ μὲ εἰλικρίνεια νὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια'')» [Ἰω.1,48]. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ εἶπαν πρὸς τὸν Νικόδημο: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται (:μήπως εἶσαι κι ἐσὺ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Ἐξέτασε καὶ εὔκολα θὰ δεῖς καὶ θὰ πειστεῖς ἀπὸ τὰ πράγματα ὅτι κανεὶς προφήτης ἀπὸ τὴ Γαλιλαία δὲν ἔχει βγεῖ ἕως τώρα)» [Ἰω.7,52], δὲν τὰ ἔλεγαν αὐτὰ ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ μάθουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀνατρέψουν ἁπλῶς τὴ γνώμη ποὺ ὑπῆρχε γιὰ τὸν Χριστό. Ἐκεῖνος ὅμως [ὁ Νικόδημος δηλαδή] ἦταν ὁ ἐραστὴς τῆς ἀλήθειας καὶ ἔλεγε αὐτά, ἐπειδὴ γνώριζε μὲ ἀκρίβεια ὅλα τὰ παλαιά. Αὐτοὶ ὅμως ἕνα σκοπὸ εἶχαν, νὰ ἀνατρέψουν τὴν ἀντίληψη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός.

Γι᾿ αὐτὸ τίποτε δὲν τοὺς ἀποκάλυπτε· διότι αὐτοὶ ποὺ ἀντέφασκαν πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ ἄλλοτε μὲν ἔλεγαν «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν (:"Ἀλλὰ αὐτὸς ἐδῶ γνωρίζουμε ἀπὸ ποῦ εἶναι καὶ ἀπὸ ποιούς κατάγεται. Ὁ Χριστὸς ὅμως ὅταν θὰ ἔλθει, κανεὶς δὲν θὰ ξέρει οὔτε τὸ χρόνο τῆς ἐμφανίσεώς Του, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἔλθει'')» [Ἰω.7,27], ἄλλοτε πάλι «ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ ἔρχεται», εἶναι εὐνόητο ὅτι, καὶ ὅταν θὰ μάθαιναν, πάλι θὰ ἔφεραν ἀντιρρήσεις. Διότι ἂς δεχτοῦμε ὅτι δὲν γνώριζαν τὸν τόπο, ὅτι δηλαδὴ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, ἐπειδὴ ἀνατράφηκε καὶ ἔζησε στὴν Ναζαρὲτ (μολονότι καὶ αὐτὴ ἡ ἄγνοιά τους δὲν συγχωρεῖται, ἐπειδὴ δὲν γεννήθηκε ἐκεῖ), δὲν γνώριζαν ὅμως τὸ γένος Του, ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴ γενεὰ τοῦ Δαυίδ; Τότε πῶς ἔλεγαν: «Δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαβὶδ ὁ Χριστός;». Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἤθελαν νὰ τὸ συσκιάσουν καὶ τὰ πάντα ἔλεγαν μὲ κακὴ διάθεση.

Γιατί λοιπὸν δὲν Τὸν πλησίασαν γιὰ νὰ Τὸν ρωτήσουν· «Ἐπειδὴ ὡς πρὸς ὅλα τὰ ἄλλα σὲ θαυμάζουμε, ἀλλὰ μᾶς προτρέπεις νὰ πιστέψουμε σὲ Ἐσένα σύμφωνα μὲ τίς Γραφές, ἀπάντησέ μας, πῶς οἱ Γραφὲς λέγουν ὅτι ὁ Χριστὸς πρέπει νὰ ἔλθει ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, ἐνῶ ἐσὺ ἔχεις ἔλθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία;». Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ὅμως δὲν εἶπαν, ἀλλὰ τὰ πάντα τὰ ἔλεγαν μὲ πονηρία. Τὸ ὅτι βέβαια δὲν ἀναζητοῦσαν, οὔτε ἤθελαν νὰ μάθουν, τὸ πρόσθεσε ἀμέσως ὁ Εὐαγγελιστής, ὅταν εἶπε: «Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας (:μερικοὶ μάλιστα ἀπ᾿ αὐτοὺς ἤθελαν νὰ Τὸν συλλάβουν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε νὰ ἁπλώσει χέρι πάνω Του˙ διότι μιὰ ἀόρατη δύναμη τοὺς συγκρατοῦσε καὶ τοὺς παρεμπόδιζε)» [Ἰω.7,44]. Ἐὰν λοιπὸν τίποτε ἄλλο δὲν ὑπῆρχε, αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἦταν ἀρκετὸ νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ κατάνυξη. Δὲν συγκινήθηκαν ὅμως, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης: «Διεσχίσθησαν καὶ οὐ κατενύγησαν (:διασκορπίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὅμως δὲν μετανόησαν. Δὲν αἰσθάνθηκαν κανένα κέντημα τῆς συνειδήσεώς τους.)» [Ψαλμ. 34,15].

«Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατὶ οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος (:ἐπειδὴ λοιπὸν κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ Τὸν συλλάβει, γύρισαν ἄπρακτοι οἱ ὑπηρέτες στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους. Καὶ ἐκεῖνοι τοὺς ρώτησαν: "Γιατί δὲν τὸν φέρατε, ἀφοῦ καὶ δημοσίως ἐμφανίστηκε καὶ πολλοὶ ἀπ᾿ τὸ πλῆθος τὸν ἄκουγαν μὲ δυσμένεια καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ σᾶς βοηθήσουν μὴ σᾶς διαφύγει; "Τότε οἱ ὑπηρέτες τοὺς ἔδωσαν τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: "Ποτὲ ἄλλοτε δὲν δίδαξε ἄλλος ἄνθρωπος μὲ τόση σοφία καὶ δύναμη καὶ χάρη μὲ ὅση διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός")» [Ἰω. 7,45-46].

Τίποτε καθαρότερο δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, τίποτε ἁπλούστερο, ἐὰν ἐμεῖς δὲν φερόμαστε μὲ κακὴ διάθεση καὶ προαίρεση· ὅπως βεβαίως τίποτε δυσκολότερο δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιδεικνύουμε δυσμενῆ διάθεση. Διότι ἰδού: οἱ μὲν Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι φαίνονταν δῆθεν ὅτι εἶναι σοφότεροι, συναναστρέφονταν πάντοτε τὸν Χριστό, ἔχοντας ὅμως ὡς σκοπό τους νὰ Τὸν ἐπιβουλεύονται, καὶ ἐνῶ ἔβλεπαν θαύματα καὶ διάβαζαν τίς Γραφές, οὐδεμία ὠφέλεια συναπεκόμισαν, ἀλλὰ ἀπεναντίας ἔπαθαν μεγάλη ζημία· οἱ ὑπηρέτες ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἐνῶ δὲν ἦσαν σὲ θέση τίποτε νὰ ποῦν ἀπὸ αὐτά, ἀπὸ μία καὶ μόνο δημόσια ὁμιλία Του σαγηνεύτηκαν καὶ ἐνῶ ἔφυγαν καὶ πῆγαν ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ Ἰησοῦς, μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν δέσουν καὶ νὰ Τὸν συλλάβουν, ἐπέστρεψαν δέσμιοι τοῦ θαυμασμοῦ γιὰ Αὐτόν.

Δὲν πρέπει λοιπὸν μόνο τὴ σύνεσή τους νὰ θαυμάσουμε, δεδομένου ὅτι δὲν χρειάστηκαν θαύματα, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη τὴ διδασκαλία Του αἰχμαλωτίστηκαν (διότι δὲν εἶπαν ὅτι ''Οὐδέποτε θαυματούργησε ἄνθρωπος μὲ τέτοιο τρόπο''· ἀλλὰ τί εἶπαν; «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος (:Ποτὲ ἄλλοτε δὲν δίδαξε ἄλλος ἄνθρωπος μὲ τόση σοφία καὶ δύναμη καὶ χάρη μὲ ὅση διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός)» [Ἰω.7,46]· δὲν πρέπει λοιπὸν τὴν σύνεσή τους μόνο νὰ θαυμάσουμε, ἀλλὰ καὶ τὸ θάρρος, διότι τοὺς λόγους αὐτοὺς τοὺς ἔλεγαν πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τοὺς ἀποστείλει γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ, δηλαδὴ πρὸς τοὺς Φαρισαίους, πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦσαν Αὐτὸν καὶ τὰ πάντα ἔκαναν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστής: «Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατὶ οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; (:ἐπειδὴ λοιπὸν κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν συλλάβει, γύρισαν ἄπρακτοι οἱ ὑπηρέτες στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους. Καὶ ἐκεῖνοι τοὺς ρώτησαν: "Γιατί δὲν τὸν φέρατε, ἀφοῦ καὶ δημοσίως ἐμφανίστηκε καὶ πολλοὶ ἀπ᾿ τὸ πλῆθος τὸν ἄκουγαν μὲ δυσμένεια καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ σᾶς βοηθήσουν μὴ σᾶς διαφύγει;)» [Ἰω. 7,45].

Τὸ ὅτι ἐπέστρεψαν ἦταν πολὺ σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ νὰ ἔμεναν. Διότι ἐὰν παρέμεναν κοντὰ στὸν Χριστό, θὰ ἀπαλλάσσονταν βέβαια ἀπὸ τὴν ἐνόχληση τῶν Φαρισαίων, ὅμως τώρα ποὺ ἐπέστρεψαν σὲ ἐκείνους ποὺ τοὺς εἶχαν ἀποστείλει γιὰ νὰ Τὸν συλλάβουν, γίνονται κήρυκες τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ καὶ σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ δείχνουν τὸ θάρρος τους· καὶ δὲν λένε: «Δὲν μπορέσαμε νὰ Τὸν συλλάβουμε ἐξαιτίας τοῦ ὄχλου», δεδομένου ὅτι ὁ κόσμος πρόσεχε ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὴ διδασκαλία Του, ὅπως σὲ προφήτη, ἀλλὰ τί λένε: «Ποτὲ μέχρι τώρα δὲν μίλησε κανένας ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος».

Ἄν καὶ μποροῦσαν βέβαια νὰ δώσουν ἐκείνη τὴν ἀπάντηση γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν, ὅτι τάχα δηλαδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἀποστολή τους ἐξαιτίας τοῦ κόσμου ποὺ παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τότε τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἐντούτοις ἀποκαλύπτουν τὴ δική τους ὀρθὴ γνώμη· διότι ἡ ἀπάντηση αὐτή, ἡ ὁποία δόθηκε, εἶναι ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο θαυμάζουν Ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ κατηγοροῦν τοὺς Φαρισαίους ὅτι τοὺς ἔστειλαν γιὰ νὰ δέσουν καὶ νὰ συλλάβουν Αὐτόν, τὸν ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἀκοῦνε· καὶ ὅμως δὲν ἄκουσαν βέβαια κάποια μακρὰ ὁμιλία, ἀλλὰ μία σύντομη σὲ διάρκεια· διότι ὅταν ἡ σκέψη εἶναι ἀμερόληπτη, δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη γιὰ πολλὰ λόγια καὶ μεγάλης διάρκειας ὁμιλίες· τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀλήθειας.

Τί κάνουν λοιπὸν οἱ Φαρισαῖοι; Ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ἔρθουν σὲ συναίσθηση καὶ νὰ κατασυντριβοῦν ἀπὸ τὰ λεγόμενα, κάνουν τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ ἀνταποδίδουν κατηγορία πρὸς τοὺς ὑπηρέτες, λέγοντας: «Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; (:Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς, ποὺ εἶστε πάντοτε κοντά μας καὶ ἀκοῦτε τὴ διδασκαλία μας, καὶ ἔχετε πλανηθεῖ ἀπ᾿ αὐτόν, ὅπως τὰ ἀμαθῆ πλήθη τοῦ λαοῦ;)» [Ἰω.7,47]. Ἐπιπλέον τοὺς κολακεύουν καὶ δὲν μιλοῦν μὲ ἀπότομο ὕφος καὶ βαριὲς ἐκφράσεις, φοβούμενοι μήπως τελείως ἀποσχισθοῦν ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ ἐκδηλώνουν τὴν ὀργή τους καὶ ὁμιλοῦν μὲ προσεκτικὴ χρήση ἐκφράσεων, διότι ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ρωτήσουν τί εἶπε καὶ νὰ θαυμάσουν ὅσα εἰπώθηκαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, οὔτε αὐτὸ κάνουν (διότι γνώριζαν ὅτι θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ σαγηνευθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὰ λόγια Του), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μιὰ ἀπόδειξη λίαν ἀνόητη ὁρμώμενοι διατυπώνουν πρὸς τοὺς ὑπηρέτες τὸν παρακάτω συλλογισμό· δηλαδὴ λένε: «Μὴ τίς ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; (:Μήπως πίστεψε σὲ αὐτὸν κανεὶς ἀπ᾿ τοὺς ἄρχοντες, ποὺ εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νὰ κρίνουν τὰ θρησκευτικὰ ζητήματα, ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καὶ τῆς ἀληθινῆς πίστεως; Κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν πίστεψε, παρὰ μόνον αὐτὸς ὁ ὄχλος, ποὺ δὲν ξέρει τὸν μωσαϊκὸ νόμο καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ὅλοι τους καταραμένοι)» [Ἰω.7,48]. Πές μου, τὴν κατηγορία αὐτὴ τὴν στρέφεις κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι κατὰ ὅσων δὲν πίστεψαν;

«Ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! (:κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν πίστεψε, παρὰ μόνον αὐτὸς ὁ ὄχλος, ποὺ δὲν ξέρει τὸν μωσαϊκὸ νόμο καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ὅλοι τους καταραμένοι)» [Ἰω.7,49]. Αὐτὴ βέβαια εἶναι ἡ σπουδαιότερη κατηγορία σὲ βάρος σας, ὅτι ὁ μὲν ὄχλος πίστεψε, ἐνῶ ἐσεῖς δὲν πιστέψατε. Καὶ ὅμως ἐκεῖνοι ἐπιτελοῦσαν τὰ καθήκοντα ὅσων γνωρίζουν τὸν νόμο, πῶς λοιπὸν εἶναι ἐπικατάρατοι; Ἐσεῖς βεβαίως εἶστε ἐπικατάρατοι, οἱ ὁποῖοι δὲν τηρεῖτε τὸν νόμο· ὄχι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑπακούουν στὸν νόμο. Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν πίστευαν, νὰ κατηγορεῖται Ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖο δὲν πίστευαν· διότι δὲν εἶναι σωστὸς αὐτὸς ὁ τρόπος.

«Ἐπειδὴ καὶ ἐσεῖς δὲν πιστέψατε στὸν Θεό», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος: «Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; (:καὶ τὸ προνόμιο αὐτό, νὰ κατέχουν αὐτοὶ τίς ἐπαγγελίες καὶ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐκμηδενίστηκε· διότι τί σημασία ἔχει ἂν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔδειξαν ἀπιστία; Μήπως ἡ ἀπιστία τους θὰ καταργήσει τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ;)» [Ρωμ.3,3]· διότι καὶ οἱ προφῆτες τοὺς κατηγοροῦσαν πάντοτε λέγοντας: «Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων (:Ἀκοῦστε λοιπόν, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἐσεῖς, οἱ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι γιὰ τίς δικές σας ἁμαρτίες καὶ τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ σας ἀξίζει νὰ ὀνομάζεστε ἄρχοντες Σοδόμων)» [Ἠσ. 1,10] καὶ «οἱ ἄρχοντές σου ἀπειθοῦσι (:οἱ ἄρχοντές σου εἶναι ἀπειθεῖς ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ)» [Ἠσ. 1,23]. Καὶ πάλι: «Οὐχ ὑμῖν ἐστι τοῦ γνῶναι τὸ κρίμα; (:καθῆκον σας δὲν εἶναι νὰ γνωρίζετε, νὰ ἀποδίδετε καὶ νὰ ἐφαρμόζετε τὸ δίκαιο;)» [Μιχ.3,1] καὶ παντοῦ μὲ βαριὲς ἐκφράσεις τοὺς ἐπιτιμοῦν. Τί λοιπόν; Μήπως κανεὶς θὰ κατηγορήσει γι᾿ αὐτὸ ἀκόμη καὶ τὸν Θεό; Ἀπομάκρυνε μιὰ τέτοια σκέψη ἀπό τον νοῦ σου· διότι ἐκείνους βαρύνει ἡ κατηγορία. Διότι ποιό ἄλλο σημεῖο θὰ θεωροῦσε κανείς του ὅτι δὲν γνωρίζετε ἐσεῖς τὸν νόμο, παρά τὸ ὅτι δὲν ὑπακούετε;

Ἐπειδὴ λοιπὸν οἱ Φαρισαῖοι ἰσχυρίστηκαν ὅτι δὲν πίστεψε στὸν Ἰησοῦ κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες παρὰ μόνο αὐτοὶ ποὺ «δὲν γνώριζαν τὸν νόμο», στὴ συνέχεια τοὺς ἐλέγχει ὁ Νικόδημος λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; (: Μήπως ὁ νόμος μας μπορεῖ νὰ καταδικάσει ἕναν ἄνθρωπο, ἐὰν προηγουμένως δὲν τὸν ἀκούσει ὁ δικαστὴς ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸν μωσαϊκὸ νόμο καὶ μάθει ἀπὸ τὴν ἀπολογία του τί ἀξιοκατάκριτο καὶ ἀξιόποινο ἔκανε;)» [Ἰω.7,51]. Δηλαδὴ δείχνει ὅτι αὐτοὶ οὔτε γνωρίζουν τὸν νόμο, οὔτε ἐφαρμόζουν τὸν νόμο· διότι ἐὰν ἐκεῖνος μὲν διατάσσει νὰ μὴ θανατώσουν κανένα ἄνθρωπο, πρὶν νὰ τὸν ἀκούσουν προηγουμένως νὰ ἀπολογεῖται, αὐτοὶ ὅμως, πρὶν ἀκούσουν τὸν Ἰησοῦ, ἔσπευσαν γιὰ νὰ Τὸν θανατώσουν, εἶναι παραβάτες τοῦ νόμου.

Καὶ ἐπειδὴ εἶπαν ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες δὲν πίστεψε σὲ Αὐτόν, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ σημειώνει ἐπιπροσθέτως ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι ἦταν ὁ Νικόδημος «εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν (:ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτούς, διότι ἦταν καὶ αὐτὸς μέλος τοῦ συνεδρίου)» [Ἰω.7,50], ἀποδεικνύοντας ὅτι καὶ ἄρχοντες πίστεψαν σὲ Αὐτόν· δὲν ἔδειχναν βέβαια τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος, γίνονταν ὅμως ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ.

Πρόσεξε ἐπίσης πῶς καὶ μὲ πόση ἐπιφυλακτικότητα καὶ προσοχὴ στὶς ἐκφράσεις του κάνει τὸν ἔλεγχό του πρὸς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος· διότι δὲν εἶπε: «Ἐσεῖς θέλετε νὰ θανατώσετε Αὐτόν, καὶ ἁπλῶς χωρὶς καμία δίκη Τὸν καταδικάζετε ὡς πλάνο καὶ ἀπατεῶνα», ἀλλὰ μίλησε μὲ ἠπιότερο τρόπο, θέλοντας νὰ ἀνακόψει τὴν ἀπερίγραπτη ὁρμή τους, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ἀπερισκεψία τους καὶ τὴν ἐπιθυμία τους γιὰ φόνο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, στρέφει τὸν λόγο του σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, λέγοντας: «Ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ (:Μήπως ὁ νόμος μας μπορεῖ νὰ καταδικάσει ἕναν ἄνθρωπο, ἐὰν προηγουμένως δὲν τὸν ἀκούσει ὁ δικαστὴς ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸ νόμο καὶ μάθει ἀπὸ τὴν ἀπολογία του τί ἀξιοκατάκριτο καὶ ἀξιόποινο ἔκανε;)» [Ἰω.7,51]. Ὥστε ὑφίσταται ἀνάγκη ὄχι ἁπλῆς ἀκροάσεως, ἀλλὰ προσεκτικῆς ἀκροάσεως καὶ ἀκριβοῦς ἐξετάσεως τοῦ πρὸς ἐκδίκαση θέματος. Διότι αὐτὸ σημαίνει ἡ φράση «καὶ γνῷ τί ποιεῖ (:καὶ νὰ μάθει ἀπὸ τὴν ἀπολογία Του τί ἀξιοκατάκριτο καὶ ἀξιόποινο ἔκανε)», τί θέλει καὶ γιατί καὶ γιὰ ποιό σκοπὸ καὶ μήπως ἀπέβλεπε στὴν ἀνατροπὴ τῆς πολιτείας ὡς κάποιος ἐχθρός. Ἐπειδὴ λοιπὸν βρέθηκαν σὲ ἀμηχανία, καθὼς εἶχαν πεῖ ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες δὲν πίστεψε σὲ Αὐτόν, οὔτε μὲ ὀξύτητα, οὔτε μὲ ἠπιότητα δὲν φέρθηκαν ἀπέναντι στὸν Νικόδημο.

Πὲς μου λοιπόν, ποιά λογικὴ σχέση ἔχει, ὅταν ὁ Νικόδημος τοὺς εἶπε ὅτι ὁ νόμος τους δὲν κρίνει κανένα χωρὶς πρῶτα νὰ ἀπολογηθεῖ, ἡ ἀπάντησή τους: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; (:Μήπως εἶσαι κι ἐσὺ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία;)» [Ἰω.7,52]. Διότι, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ἀποδείξουν ὅτι ἔστειλαν ὑπηρέτες πρὸς Αὐτὸν νὰ Τὸν καλέσουν ὄχι χωρὶς λόγο, ἢ ὅτι δὲν πρέπει νὰ δοθεῖ σὲ Αὐτὸν τὸ δικαίωμα νὰ ὁμιλήσει, μὲ περισσότερο ἀγροῖκο καὶ περισσότερο ὀργίλο τρόπο διατυπώνουν τὴν ἀντίρρηση: «Ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται (:ἐξέτασε καὶ εὔκολα θὰ δεῖς καὶ θὰ πειστεῖς ἀπὸ τὰ πράγματα ὅτι κανεὶς προφήτης ἀπὸ τὴ Γαλιλαία δὲν ἔχει βγεῖ ἕως τώρα)» [Ἰω.7,52]. Διότι τί εἶπε ὁ ἄνθρωπος; Εἶπε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι προφήτης; Εἶπε ὅτι δὲν πρέπει νὰ θανατωθεῖ χωρὶς νὰ δικαστεῖ. Αὐτοὶ ὅμως κατὰ τρόπο προσβλητικό, ἀπηύθυναν αὐτοὺς τοὺς λόγους πρὸς αὐτόν, σὰν νὰ μὴν εἶχε καμία γνώσῃ περὶ τῶν Γραφῶν· σὰν νὰ ἔλεγε δηλαδὴ κανεὶς στὸν Νικόδημο: «Πήγαινε καὶ μάθε». Διότι αὐτὸ σημαίνει ἡ φράση «ἐρεύνησον καὶ ἴδε».

Τί πράττει λοιπὸν ὁ Χριστός; Ἐπειδὴ πάντοτε ἀνέφεραν τὴ Γαλιλαία καὶ τὸν προφήτη, θέλοντας νὰ ἀπαλλάξει ὅλους ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνάρμοστη ὑποψία καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι δὲν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ τοῦ κόσμου Δεσπότης, λέγει: «Ἐγὼ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου (:Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὄχι μόνο των Ἰουδαίων ἀλλὰ ὁλόκληρου τοῦ κόσμου)» [Ἰω.8,12]· ὄχι μόνο τῆς Γαλιλαίας, ὄχι μόνο τῆς Παλαιστίνης, οὔτε μόνο τῆς Ἰουδαίας.

Τί ἀπαντοῦν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι; «Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής (:Ἐσὺ δίνεις μαρτυρία γιὰ τὸ πρόσωπό σου συστήνοντας ἐγωιστικὰ τὸν ἑαυτό σου. Γιὰ τὴ μαρτυρία σου ὅμως αὐτὴ δὲν ἐγγυᾷται κανεὶς ὅτι εἶναι ἀληθινὴ καὶ ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ φιλαυτία καὶ αὐτοθαυμασμό'')» [Ἰω.8,13]. Πόση ἀνοησία! Τοὺς παρέπεμπε συνεχῶς στὶς Γραφὲς καὶ στὴν ἀδιάψευστη μαρτυρία τους καὶ αὐτοὶ λένε «Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς». Ποιά μαρτυρία ἔδωσε λοιπὸν γιὰ τὸν Ἑαυτὸ Του; «Ἐγὼ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου (:ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὁλόκληρου τοῦ κόσμου)» [Ἰω.8,12]. Μέγας εἶναι ὁ λόγος αὐτός, ἀληθῶς μέγας· ἀλλὰ δὲν τοὺς τάραξε πολύ, ἐφόσον οὔτε ἐξισώνει τώρα τὸν ἑαυτό Του με τον Πατέρα, οὔτε εἶπε ὅτι εἶναι Υἱὸς Ἐκείνου, οὔτε ὅτι εἶναι Θεός, ἀλλὰ εἶπε τότε ὅτι εἶναι Φῶς.

Ἤθελαν μὲν καὶ αὐτὸν τὸν λόγο νὰ ἀνατρέψουν· καὶ αὐτὸς βεβαίως ὁ λόγος εἶναι πολὺ σπουδαιότερος ἀπὸ τὸν λόγο: «Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς (:Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα καὶ μὲ πρόθυμη ὑπακοὴ στὰ λόγια μου, δὲν θὰ περπατήσει οὔτε θὰ βρεθεῖ ποτὲ στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ θὰ ἔχει μέσα του τὸ ζωηφόρο καὶ πνευματικὸ φῶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὸν Θεό)» [Ἰω. 8,12], λέγει ὁ Ἰησοῦς ἐννοῶντας τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ἀπὸ νοητῆς ἀπόψεως· δηλαδὴ λέγοντας αὐτὰ ἐννοεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ, δὲν παραμένει στὴν πλάνη.

Ἐδῶ καὶ τὸν Νικόδημο προσελκύει καὶ παρορμᾷ, διότι ἔδειξε μέγα θάρρος καὶ τοὺς ὑπηρέτες ἐπαινεῖ, γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶχαν κάνει. Διότι τὸ νὰ φωνάξει δυνατά [βλ. Ἰω.7,37: «Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ''ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω'' (:τὴν τελευταία καὶ πιὸ ἐπίσημη ἡμέρα ἀπ᾿ ὅλες τίς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑορτῆς στάθηκε ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζωηρὴ φωνὴ εἶπε: "Ἐὰν κανεὶς αἰσθάνεται πόθο καὶ δίψα ὄχι γιὰ ἀγαθὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ τὴ μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἂς ἔρχεται σὲ μένα μὲ πίστη καὶ ἂς πίνει ἐλεύθερα. Κοντά μου θὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενικοὶ πόθοι καὶ θὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή του")»] εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος θέλει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ τοὺς προετοιμάσει ὥστε νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του· συγχρόνως ἐπίσης ὑπαινίσσεται καὶ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐξυφαίνουν δόλια σχέδια στὰ κρυφὰ καὶ στὸ σκοτάδι καὶ στὴν πλάνη· ἀλλὰ δέn θὰ ὑπερισχύσουν τοῦ φωτός.

Καὶ στὸν Νικόδημο ὑπενθυμίζει τοὺς λόγους ἐκείνους, τοὺς ὁποίους προηγουμένως ἔλεγε: «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ (:διότι καθένας ποὺ ἐπιμένει νὰ κάνει ἔργα πονηρὰ καὶ κακά, δὲν ἀδιαφορεῖ ἁπλῶς, ἀλλὰ ἀποστρέφεται τὸ φῶς. Καὶ δὲν ἔρχεται στὸ φῶς, γιὰ νὰ μὴ γίνεται φανερὴ ἡ ἀσχήμια καὶ ἡ ἀνηθικότητα τῶν ἔργων του καὶ προκληθεῖ ἔτσι ἡ ἀποδοκιμασία του καὶ ἡ ἐξέγερση τῆς συνειδήσεώς του)» [Ἰω.3,20]· διότι ἐπειδὴ ἔλεγαν ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες δὲν πίστεψε σὲ Αὐτόν, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λέγει: «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς», ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ μὴ προσέλευσή τους κοντὰ στὸν Ἰησοῦ δὲν ὀφειλόταν στὴν ἀδυναμία τοῦ φωτός, ἀλλὰ στὴ διεστραμμένη γνώμη τὴ δική τους[...].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

πηγή: ethnegersis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου