Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Τὰ δαιμόνια τῆς Νηστείας, (30) ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανου Δ. Τοπάλη

 



Π

ολὺ ὄμορφο εἶναι τὸ περιστατικὸ ποὺ διαβάζουμε στὸ Γεροντικό, ὅπου ἕνας Γέροντας μία ἡμέρα εἶδε μὲ τὰ διορατικά του μάτια τὸν μαθητή του νὰ τὸν ἔχουν ἁλυσοδέσει ἀπὸ τὸν λαιμὸ δύο δαιμόνια καὶ νὰ τὸν σβαρνίζουν ἀνελέητα. Κατάλαβε ὅτι εἶναι τὰ δαιμόνια τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφάνειας. Ὅμως, ἄραγε τί συνέβαινε; Ὁ νέος ὑποτακτικὸς εἶχε ἀρχίσει νὰ καυχιέται ὑπερφίαλα ὅτι τρώγει μία φορὰ στὶς δύο ἡμέρες καὶ πὼς ἔτσι πρόκειται νὰ τηρήσει τὴν νηστεία τῆς Μ. Σαρακοστῆς. Ἔνιωθε ἔντονα μία αὐτοβεβαίωση καὶ ἕνα καύχημα γιὰ τὴν νηστεία του. Ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους, καθὼς καὶ ὁ αὐτοθαυμασμός του τὸν εἶχαν τυφλώσει καὶ πίστευε ὅτι εἶναι ὁ καλὸς ἀσκητής. Ἡ ἀληθινὴ ὅμως νηστεία ἔπρεπε νὰ κινεῖται μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ὑπακοή. Ὁ γέροντας τοῦ ζήτησε τὴν ὑπακοή του καὶ πρὸς λύπη του ἐπέβαλε στὸν μοναχὸ νὰ τρώγει κρέας καὶ νὰ πίνει κρασὶ καθημερινά. Ἔτσι διήνυσε τὴν νηστεία κλαίγοντας, τρώγοντας καὶ ὑπακούοντας. Πέρασε ἡ Σαρακοστὴ καὶ ἡ νηστεία πῆρε τὸν δικό της δρόμο, τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπείνωσης. Ἦταν ἡ λύτρωσή του ἀπὸ τὰ δαιμόνια ποὺ τὸν κατεῖχαν.

Βέβαια, τὸ περιστατικὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κανόνας συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ θέλει νὰ προσδώσει τὸ μήνυμά του, ὅτι ἡ νηστεία αὐτὴ καθ’ αὐτή, ὡς ἀποχὴ μόνον τροφῶν δὲν εἶναι νηστεία, ἀλλὰ μία ὑπερφίαλη καυχησιολογία. Ἡ νηστεία εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ὄντως ἔχει θεσπίσει τὶς νηστεῖες καὶ τὶς ἔχει σπείρει κατάλληλα μέσα στὸ χρόνο, ὥστε ἡ καλλιέργεια νὰ εἶναι συνεχὴς μέσα στὶς ψυχές. Ὄντως ἡ νηστεία γίνεται αὐτὴ ἡ ἀναγέννηση καὶ ἡ εὐκοσμία τῶν ψυχῶν καὶ ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς. Ἂν τὸ φαγητὸ εἶναι ἡ τροφὴ τοῦ σώματος, ἀντιστοίχως ἡ νηστεία εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς. Καὶ ὅσο τὸ σῶμα τὸ περιποιούμαστε καὶ παχαίνει καὶ λιπαίνεται, τόσο πιὸ πολὺ ἀποδυναμώνεται ἡ ψυχή. Ὅσο τὸ σῶμα θάλπεται, τόσο ἡ ψυχὴ θάπτεται.

Ἡ νηστεία δὲν εἶναι μόνο μία ἀποχὴ ἀπὸ τὰ φαγητά, οὔτε καὶ μία ποικίλη νηστήσιμη δίαιτα, ἀλλὰ εἶναι ὁ συνδυασμὸς μιᾶς ἄλλης πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ νηστεία τῶν τροφῶν εἶναι τὸ πλέον κατάλληλο ὄχημα ποὺ μπορεῖ νὰ μεταφέρει τὴν προσευχή, τὴν μετάνοια, τὴν ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν τελικὸ προορισμό, τὴν καθαρὴ Θεία Κοινωνία, τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό. Ἂς μάθουμε, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸν τρόπο τῆς ἀληθινῆς νηστείας γιὰ νὰ μὴν τρέχουμε στὰ χαμένα, μήτε ἀέρα νὰ κοπανοῦμε, μήτε νὰ σκιαμαχοῦμε. Τὸ φάρμακο τῆς νηστείας εἶναι καλό, ἀλλὰ πρέπει νὰ μάθουμε πῶς νὰ τὸ πίνουμε γιὰ νὰ μὴ μᾶς βλάψει.

Ἡ νηστεία εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ζωῆς ποὺ μαζὶ μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὸ φαγητὸ κινεῖ καὶ συνδυάζει τέσσερα πράγματα, τὴν μετάνοια, τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν συνεχῆ Θεία Κοινωνία. Αὐτὸς ὁ ποικίλος συνδυασμὸς τοῦ ἀγῶνος σηματοδοτεῖ τὴν ἀκρίβεια στὴ νηστεία καὶ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα της.

Ἡ νηστεία εἶναι ὁ καιρὸς τῆς μετανοίας καὶ τῶν δακρύων καὶ τῆς εἰλικρινοῦς ἐνδοσκοπήσεως. Ξεκινώντας τὴν περίοδο τῆς νηστείας, τὸ πρῶτο μέλημά μας εἶναι ὁ καθαρισμὸς τῆς ψυχῆς, ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως ἀκριβῶς κάνει ὁ γεωργὸς πρὶν ἀπὸ τὴν σπορὰ ποὺ ξεβοτανίζει τὸ χωράφι καὶ μὲ τὸ ἀλέτρι κάνει ἀφράτο τὸ χῶμα. Ἡ μετάνοια μέσα στὴ νηστεία εἶναι μὲν μία συγκλονιστικὴ στιγμὴ ἐξομολογήσεως καὶ συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν στὴν ἀρχή της, ὅμως εἶναι καὶ μία ζωὴ ἀλλαγῆς συνηθειῶν καὶ ἀποταγῆς ἀπὸ τὶς χρονίζουσες ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι ἡ νηστεία εἶναι «ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις».

Πολὺ ξεκάθαρα ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τὴν περιγράφει ὡς ἀποχὴ τῶν ἁμαρτημάτων καὶ νηστεία ὅλων τῶν αἰσθήσεων:

     «Τί τὸ ὄφελος νὰ μὴν τρῶμε, ἂν δὲν ξεριζώσουμετὴν πονηρὴ συνήθεια ἀπὸ τὴν ψυχή; Νά, σήμερα μείναμε ὁλόκληρη μέρα ἄσιτοι καὶ στρώσαμε τραπέζι τὸ ἀπόγευμα ὄχι ἴδιο μὲ τὸ χθεσινό, ἀλλιώτικο καὶ πιὸ σεμνό. Ὅμως, μπορεῖ κάποιος νὰ μοῦ πει ἂν καὶ τὴν ζωή του ἄλλαξε σήμερα, ὅπως καὶ τὸ τραπέζι του; Ἂν ἀπέβαλε τὴν πονηρή του συνήθεια, ὅπως ἄλλαξε καὶ τὸ τραπέζι του; δὲν τὸ νομίζω. Τότε τί τὸ ὄφελος τῆς νηστείας μας;».

     «Νηστεύεις; Δεῖξε το μὲ τὰ ἔργα σου. Μὲ ποιάἔργα, μοῦ λες; Νά, ἂν δεῖς φτωχὸ βοήθησέ τον· ἂν δεῖς τὸν ἐχθρό σου, συγχώρεσέ τον· ἂν δεῖς φίλο νὰ προοδεύει, μὴν τὸν ζηλέψεις· ἂν δεῖς ὄμορφη γυναῖκα, ξέφυγε. Μὴ μόνο τὸ στομάχι νὰ νηστεύει, ἀλλὰ καὶ τὸ στόμα καὶ ἡ ἀκοὴ καὶ τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ ὅλα τὰ

μέλη τοῦ σώματος·

Ἂς νηστέψουν τὰ χέρια μένοντας καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὴν πλεονεξία·

Ἂς νηστέψουν τὰ πόδια καὶ νὰ μὴν παίρνουν τὸ δρόμο γιὰ τὰ παράνομα θέατρα·

Ἂς νηστέψουν καὶ τὰ μάτια μαθαίνοντας νὰ μὴν πέφτουν λάγνα πάνω σὲ ὄμορφα πρόσωπα, οὔτε νὰ περιεργάζονται ξένα κάλλη. Τροφὴ τῶν ματιῶν εἶναι τὸ νὰ βλέπουν· ἀλλὰ ἂν ἡ θεωρία αὐτὴ εἶναι παράνομη καὶ ἀκόλαστη, βρωμίζει τὴν νηστεία καὶ ἀνατρέπει ὅλη τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς· ἂν ὅμως εἶναι σεμνὴ καὶ ἀσφαλής, τότε εἶναι κόσμημα γιὰ τὴν νηστεία. Καὶ μάλιστα θὰ ἦταν ἀπὸ τὰ πιὸ παράξενα ἀπ’ τὴ μία μεριὰ νὰ μὴν τρῶς οὔτε καὶ τὶς ἐπιτρεπόμενες τροφὲς γιὰ χάρη τῆς νηστείας, κι ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρὰ νὰ τρῶς μὲ τὰ μάτια σου τὸ ἀνεπίτρεπτο θέαμα. Δὲν τρῶς κρέατα; Μὴ φᾶς τὴν ἀκολασία μὲ τὰ μάτια σου.

Ἂς νηστέψει καὶ ἡ ἀκοή· νηστεία τῆς ἀκοῆς εἶναι νὰ μὴ δέχεσαι νὰ ἀκοῦς κατηγορίες καὶ διαβολές· ἀκοὴ μάταιη νὰ μὴ δεχτεῖς στ’ αὐτιά σου.

Ἂς νηστέψει καὶ τὸ στόμα ἀπὸ αἰσχρὰ λόγια καὶ κοροϊδίες. Τί τὸ ὄφελος, ὅταν δὲν τρῶμε πουλερικὰ καὶ ψάρια καὶ δαγκώνουμε τοὺς ἀδελφούς μας καὶ τοὺς κατατρῶμε; Αὐτὸς ποὺ κατακρίνει, ἀδελφικὰ κρέατα ἔφαγε, τὴν σάρκα τοῦ πλησίον του δάγκωσε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς φόβισε λέγοντας· ἂν μεταξύ σας δαγκώνεστε καὶ κατατρώγεστε, βλέπετε μὴ μεταξύ σας καταφαγωθεῖτε. Δὲν ἔμπηξες τὰ δόντια σου στὴ σάρκα του, ἀλλὰ ἔμπηξες τὴν κατηγορία στὴν ψυχή του, τὸν λάβωσες μὲ τὸ βέλος τῆς πονηρῆς ὑπόληψης, μύρια κακὰ ἐργάστηκες καὶ σ’ αὐτὸν καὶ σ’ ἐκεῖνον καὶ σὲ τόσους πολλούς· καὶ ἐπιπλέον μεγάλο κακὸ ἔκανες σ’ αὐτὸν ποὺ τὰ ἄκουσε, μὲ τὸ νὰ διαβάλλεις τὸν διπλανό σου».

Η νηστεία συνδέεται ἄριστα μὲ τὴν προσευχή. Ἡ νηστεία εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς καὶ ἡ μητέρα τῆς προσευχῆς. Ὅσο πιὸ πολὺ ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος, τόσο πιὸ πολὺ ἀνατέλλει μία γλυκύτητα ἀγάπης Θεοῦ μέσα του. Κι αὐτὸ γίνεται μία προσευχὴ καὶ μία ἱερὴ συνομιλία μὲ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης στὸν Θεό. Ὅσο στερεῖται ἡ γαστέρα τόσο πιὸ πολὺ μέσα στὴν ψυχὴ αὐξάνει ἡ πείνα Θεοῦ καὶ ἡ γλυκύτητά της. Ἡ προσευχὴ μέσα στὴ νηστεία γίνεται βαθὺς ποταμὸς σιωπηλὸς ποὺ κυλᾶ πρὸς τὸν οὐρανὸ μὲ μεγάλη κατάνυξη. Ἡ πιὸ δύσκολη ἀρετὴ τῆς προσευχῆς γίνεται ἁπλὴ καὶ δυνατὴ μὲ τὰ φτερὰ τῆς νηστείας. Πολὺ ὄμορφα τὸ περιγράφει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος «Ὅσο ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος ἀποδυναμώνεται μὲ τὴν νηστεία τόσο ὁ ἐσωτερικὸς ἀνακαινίζεται. Ἡ νηστεία ὄντως εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, καὶ ὅπως αὐτὴ ἡ ὑλικὴ τροφὴ περιποιεῖται τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία κάνει τὴν ψυχὴ πιὸ ἀκμαία, τῆς δίνει ἀνάλαφρα φτερὰ νὰ πετᾶ, τὴν ἀνυψώνει στὸν οὐρανό, τὴν ὠθεῖ ὥστε νὰ βλέπει τὰ οὐράνια, τὴν βοηθᾶ νὰ γίνει ἀνώτερη ἀπὸ τὶς ἡδονὲς καὶ τὰ γλυκέα τοῦ παρόντος βίου. Καὶ ὅπως τὰ πλοῖα ποὺ δὲν ἔχουν φορτίο διασχίζουν τὰ πελάγη πιὸ γρήγορα, ἐνῶ τὰ βαρυφορτωμένα βουλιάζουν, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία ἀπ’ τὴν μία μεριὰ κάνει πιὸ ἀνάλαφρο τὸν λογισμό, προετοιμάζει τὸν ἄνθρωπο ὥστε μὲ εὐκολία νὰ διαπλεύσει τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς αὐτῆς, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸν κάνει νὰ θέλγεται καὶ νὰ πετᾶ πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ οὐράνια καὶ νὰ θεωρεῖ μηδαμινὰ τὰ παρόντα καὶ νὰ τὰ προσπερνᾶ πολὺ ἁπλά, σὰν σκιὲς καὶ ὄνειρα».

Ἡ νηστεία στὴν οὐσία της εἶναι πράξη ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ ὄχι καταναγκαστικὴ θρησκευτικὴ ἐκδήλωση. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἐκ τῶν πραγμάτων μεταποιεῖ τὴ νηστεία σὲ πράξη ἀγάπης στὸν πλησίον, σὲ ἕνα πλάτεμα ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφό. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του νηστεύει γιὰ νὰ τοῦ περισσέψουν χρήματα καὶ νὰ τὰ κάνει ψωμὶ γιὰ τὸν πτωχό. Ἀνοίγει τὴν καρδιά του καὶ δίνεται ποικιλοτρόπως μὲ τὴν ἀγάπη του στὸν πονεμένο, τὸν ἄρρωστο, τὸν γέροντα καὶ τὸν ἀπελπισμένο καὶ τὸν μοναχικὸ καὶ ἔρημο.Ἡ Ἐκκλησία μας τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας ἀπὸ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους προβάλλει ἔντονα τὸ σύνθημα τῆς ἐλεημοσύνης λέγοντας «νηστεύσωμεν ἵνα ἐλεήσωμεν».Ἔτσι ἡ νηστεία παίρνει καὶ τὸ ἄλλο νόημά της καὶ τὴν ἀποστολή, γίνεται κόπος ἀγάπης. Νηστεύει καὶ στερεῖται κανείς, πρῶτον γιὰ νὰ μεταποιήσει τὴν πράξη του αὐτὴ σὲ ἀγάπη στοὺς ἄλλους καὶ δεύτερον δουλαγωγώντας τὴν γαστέρα του τσακίζει τὴν ἐγωκεντρικότητά του, ὥστε νὰ ὑπομένει, νὰ συγχωρεῖ καὶ ἐκ καρδίας νὰ μὴν κατακρίνει τὸν ἀδελφό του.

Μέσα στὴ νηστεία ἰδιαίτερα ζεῖ ὁ χριστιανὸς ἀληθινὴ συναίσθηση τῆς δικῆς του ἁμαρτωλότητος καὶ καλλιεργεῖ τὴν συγχωρητικότητα πρὸς τοὺς ἀδελφούς. «Μὲ τοὺς ἐχθρούς σου, λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, νὰ συγχωρεθεῖς, κάθε μνησικακία νὰ ξεριζώσεις ἀπὸ τὴν ψυχή σου. Κι ἂν αὐτὰ καὶ τὰ θέλεις καὶ τὰ κάνεις, τότε τὴν ἀληθινὴ νηστεία ἐπιτέλεσες».

«Εἶναι πολλοὶ ποὺ ἔφθασαν σὲ τέτοια τρέλα καὶ ὄχι μόνο εὔχονται τὸ κακὸ στοὺς ἐχθρούς τους, ἀλλὰ καὶ καταριοῦνται καὶ τὰ παιδιὰ των, κι ἂν μποροῦσαν, θὰ τὰ ἔτρωγαν ζωντανά· καὶ στ’ ἀλήθεια τὰ κατατρῶνε. Μὴ μοῦ πεῖς πὼς δὲν ἔμπηξες τὰ δόντια σου στὸ κορμὶ αὐτοῦ ποὺ σὲ λύπησε· πολὺ χειρότερα φέρθηκες μὲ τὸ νὰ ἀξιώνεις νὰ στείλει ὁ οὐρανὸς τὴν ὀργή του ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ σου καὶ νὰ παραδοθεῖ στὴν κόλαση καὶ μαζὶ μὲ ὅλο του τὸ σπίτι νὰ καταστραφοῦν. Ὑπάρχουν χειρότερα δαγκώματα ἀπ’ αὐτά; Ὑπάρχουν πιὸ πικρὰ βέλη νὰ κεντοῦν; δὲν μᾶς δίδαξε ἔτσι ὁ Χριστός· δὲν μᾶς ἔμαθε νὰ γεμίζει τὸ στόμα μας μὲ αἷμα ἀνθρώπινο. Καί, βέβαια, οἱ γλῶσσες αὐτὲς εἶναι χειρότερες ἀπὸ τὰ στόματα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι πλήρη αἵματος ἀπὸ ἀνθρώπινες σάρκες. Πῶς θὰ δώσεις φίλημα ἅγιο στὴ Θεία Λειτουργία; Πῶς θὰ πλησιάσεις στὴν ἀναίμακτο Θυσία τοῦ Χριστοῦ; Πῶς θὰ γευτεῖς τοῦ αἵματος τοῦ Δεσποτικοῦ, ἔχοντας στὸ μυαλό σου τέτοιον ἰό; Διότι, ὅταν λέγεις, Θεέ μου, νὰ τὸν καταραστεῖς, νὰ τοῦ διαλύσεις τὸ σπίτι του καὶ ὅλα νὰ τοῦ τὰ καταστρέψεις, καὶ εὔχεσαι μὲ κακία νὰ τοῦ ἔρθουν μύρια κακά, σὲ τίποτα δὲν διαφέρεις ἀπὸ ἀνθρωποκτόνο καὶ γιὰ νὰ πῶ καλύτερα ἀπὸ ἀνθρωποφάγο θηρίο».

Τέλος, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὁρίζει σὰν κύριο σκοπὸ ὅλων τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ποὺ γίνονται μέσα στὴν περίοδο τῆς νηστείας τὴν συνεχῆ Θεία Κοινωνία. Νηστεύουμε γιὰ νὰ κοινωνοῦμε σὲ κάθε Θεία Λειτουργία καὶ ὄχι μόνο μία μέρα, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης ἢ τῶν Χριστουγέννων. Ἐκεῖ καταλήγουν ὅλοι οἱ ἀγῶνες, στὴν χαρὰ τῆς ἕνωσής μας μὲ τὸν Θεό. «Ὁ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι ἡ καθαρὴ Κοινωνία. Κι ἂν δὲν τὸ κατορθώσουμε αὐτὸ τὶς ἡμέρες αὐτές, στὰ χαμένα κατακόψαμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀστεφάνωτοι καὶ χωρὶς βραβεῖα θὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ τὸ ἄθλημα τῆς νηστείας».

Ἔβλεπα μέσα μου νὰ ἔχω μάθει ἀπ’ τοὺς παλιοὺς νὰ καυχιέμαι μὲ μία μορφὴ νηστείας ποὺ εἶναι τόσο ἀνώδυνη, ποὺ δὲν ἀκουμπᾶ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν κάθαρση τοῦ νοῦ, ἀλλὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ τί τροφὴ θὰ φάω γιὰ νὰ κοινωνήσω. Καὶ ἄκουγα τὸν Θεό μου νὰ μοῦ ζητᾶ τὴν καρδιά μου, «τὴν καρδιά σου θέλω, παιδί Μου».

Καὶ ἔσκυβα καὶ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει τὸ χάρισμα τῆς νηστείας, σὰν ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς, ἕναν ἀγῶνα ποικίλο καὶ τόσο καρποφόρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου