Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ [:Πράξ. 16,11-34] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ [:Πράξ.16,11-34]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Ἀναχθέντες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νεάπολιν, ἐκεῖθὲν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστὶ πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις κολωνία. Ἦμεν δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει διατρίβοντες ἡμέρας τινάς, τῇ τε ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρὰ ποταμὸν οὗ ἐνομίζετο προσευχὴ εἶναι, καὶ καθίσαντες ἐλαλοῦμεν ταῖς συνελθούσαις γυναιξί. καὶ τίς γυνὴ ὀνόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τὸν Θεόν, ἤκουεν, ἧς ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν καρδίαν προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου(:ἀπὸ τὴν Τρωάδα πλεύσαμε στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος καὶ ἤλθαμε κατευθεῖαν στὴ Σαμοθράκη. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἤλθαμε στὴ Νεάπολη(:στὴ σημερινὴ Καβάλα). Ἀπὸ ἐκεῖ ἤλθαμε στοὺς Φιλίππους, ποὺ εἶναι ἡ σπουδαιότερη ρωμαϊκὴ ἀποικία στὴν περιφέρεια τῆς Μακεδονίας. Παρατείναμε μάλιστα τὴ διαμονή μας στὴν πόλη αὐτὴ γιὰ μερικὲς ἡμέρες. Καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη σὲ κάποιο μέρος ποὺ ἦταν κοντὰ σ᾿ ἕνα ποτάμι καὶ θεωροῦνταν τόπος προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ καθίσαμε κι ἀνοίξαμε συνομιλία μὲ τίς γυναῖκες ποὺ εἶχαν συναχθεῖ ἐκεῖ. Αὐτὰ ποὺ λέγαμε ἐκεῖ τὰ ἄκουγε ἰδιαιτέρως κάποια γυναῖκα ποὺ ὀνομαζόταν Λυδία καὶ ἦταν ἔμπορος ποὺ πουλοῦσε πορφύρες (:δηλαδὴ τὰ πολυτελῆ ἐκεῖνα ὑφάσματα ποὺ βάφονται μὲ κόκκινο χρῶμα). Ἡ γυναῖκα αὐτὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Θυάτειρα˙ ἦταν προσήλυτη καὶ εἶχε εὐλάβεια στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Κύριος τῆς ἄνοιξε τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια τοῦ νοῦ καὶ τῆς διήγειρε τὸ πνευματικὸ ἐνδιαφέρον, γιὰ νὰ προσέχει σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος)»[Πράξ.16,11-15].

Πρόσεχε πάλι τὸν Παῦλο ποὺ καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο ἐνεργεῖ μὲ τρόπο ἰουδαϊκό. «Σὲ μέρος ποὺ θεωροῦνταν», λέγει, «τόπος προσευχῆς»· διότι δὲν προσεύχονταν μόνο ὅπου ὑπῆρχε συναγωγή, ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτήν, ξεχωρίζοντας κατὰ κάποιον τρόπο ἕναν τόπο, καθόσον οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέδιδαν περισσότερη προσοχὴ στὰ σωματικά. «Κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου», κατὰ τὴν ὁποία φυσικὸ ἦταν νὰ συγκεντρωθεῖ πλῆθος.

«Αὐτὰ ποὺ λέγαμε ἐκεῖ τὰ ἄκουγε ἰδιαιτέρως κάποια γυναῖκα ποὺ ὀνομαζόταν Λυδία καὶ ἦταν ἔμπορος ποὺ πουλοῦσε πορφύρες. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Θυάτειρα˙ ἦταν προσήλυτη καὶ εἶχε εὐλάβεια στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Κύριος τῆς ἄνοιξε τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια τοῦ νοῦ καὶ τῆς διήγειρε τὸ πνευματικὸ ἐνδιαφέρον, γιὰ νὰ προσέχει σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος». Τὸ μὲν ἄνοιγμα λοιπὸν τῆς καρδιᾶς της ἦταν ἔργο τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ προσέχει ὅμως τὰ λεγόμενα ἦταν θέληση αὐτῆς· ἑπομένως αὐτὸ ἦταν καὶ θεῖο καὶ ἀνθρώπινο ἔργο.

«Ὡς δὲ ἐβαπτίσθη καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς, παρεκάλεσε λέγουσα· εἰ κεκρίκατέ με πιστὴν τῷ Κυρίῳ εἶναι, εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον μου μείνατε· καὶ παρεβιάσατο ἡμᾶς(:ἀφοῦ λοιπὸν βαπτίσθηκε αὐτὴ καὶ ἡ οἰκογένειά της, μᾶς παρακάλεσε λέγοντας: Ἐὰν ἔχετε σχηματίσει γιὰ μένα τὴν πεποίθηση καὶ μὲ ἔχετε κρίνει πιστὴ στὸν Κύριο, ἐλᾶτε νὰ μείνετε στὸ σπίτι μου. Καὶ μὲ ἐπίμονες παρακλήσεις μᾶς ἀνάγκασε νὰ μείνουμε στὸ σπίτι της)» [Πράξ.16,15]. «Μόλις βαπτίστηκε», λέγει, «αὐτὴ καὶ ἡ οἰκογένειά της». Πρόσεχε πάλι τὴν ἔλλειψη ὑπερηφάνειας. Γυναῖκα εἶναι αὐτὴ ταπεινὴ καὶ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν τέχνη της· ἀλλὰ πρόσεχε τὴν ἀρετὴ αὐτῆς· διότι σὰν πρώτη μαρτυρία γι᾿ αὐτὴν ἔδωσε αὐτήν, τὸ ὅτι σεβόταν τὸν Θεό, ἔπειτα τὸ ὅτι αὐτὴ προσκάλεσε τοὺς Ἀποστόλους. Πρόσεχε ἐπίσης πῶς τοὺς ἔπεισε ὅλους· ἔπειτα πρόσεχε σύνεση, πῶς παρακαλεῖ τοὺς Ἀποστόλους, ἀπὸ πόση ταπεινοφροσύνη εἶναι γεμᾶτα τὰ λόγια της, ἀπὸ πόση σοφία. «Ἐὰν κρίνατε», λέγει, «ὅτι εἶμαι πιστὴ στὸν Κύριο». Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ συγκινήσει τόσο. Ποιόν δὲν θὰ μαλάκωναν τὰ λόγια αὐτά; Δὲν τὸ ζήτησε ἁπλῶς ἐπίμονα, δὲν τοὺς παρακάλεσε, δὲν τὸ ἄφησε στὴ διάθεσή τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐξανάγκασε ὑπερβολικὰ μὲ ἐπίμονες παρακλήσεις· διότι αὐτὸ σημαίνει τὸ «παρεβιάσατο ἡμᾶς»· δηλαδὴ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια.

Πρόσεχε πῶς ἀμέσως καρποφορεῖ καὶ θεωρεῖ μεγάλο κέρδος τὴν κλήση. «Τὸ ὅτι μὲ κρίνατε πιστὴ γίνεται φανερὸ ἀπό τὸ ὅτι μοῦ ἐμπιστευθήκατε τέτοια μυστήρια, τὰ ὁποῖα δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νά μοῦ τὰ ἐμπιστευτεῖτε, ἐὰν δὲν μὲ κρίνατε κατάλληλη». Καὶ δὲν τόλμησε πρὶν ἀπὸ αὐτὸ νὰ τοὺς προσκαλέσει, ἀλλὰ ὅταν βαπτίστηκε, κάνοντας φανερὸ ἀπὸ αὐτό, ὅτι δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ ἀλλιῶς νὰ τοὺς πείσει. Γιατί ὅμως δὲν ἤθελαν αὐτοὶ ποὺ συνόδευαν τὸν Παῦλο, ἀλλὰ πρόβαλλαν ἄρνηση, ὥστε νὰ ἐξαναγκασθοῦν αὐτοί; Ἢ γιὰ νὰ παρακινήσουν ἐκείνη νὰ δείξει μεγαλύτερη προθυμία, ἢ ἐπειδὴ εἶπε ὁ Χριστός: «εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιὸς ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε(:σὲ ὅποια λοιπὸν πόλη ἢ χωριὸ πᾶτε, ἐξετᾶστε ποιός ἀπὸ τοὺς κατοίκους της ἔχει καλῇ ὑπόληψη καὶ εἶναι ἄξιος νὰ σᾶς φιλοξενήσει. Καὶ μείνετε μόνο στὸ δικό του τὸ σπίτι, μέχρι νὰ ἀναχωρήσετε ἀπ᾿ τὴν πόλη ἐκείνη)» [Ματθ.10,11]. Ὥστε ὅλα τὰ ἔκαναν σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

«Μόλις λοιπὸν βαπτίστηκε», λέγει, «τοὺς παρακάλεσε καὶ τοὺς εἶπε· ἐὰν μὲ κρίνατε πιστή». Πρόσεχε: καὶ βαπτίζεται καὶ ὑποδέχεται τοὺς Ἀποστόλους μὲ τόσες παρακλήσεις, μὲ περισσότερες ἀπὸ ὅ,τι ὁ Ἀβραάμ. Καὶ δὲν ἀνέφερε καμία ἄλλη ἀπόδειξη ἀλλὰ ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία σώθηκε· δὲν εἶπε: «ἐὰν μὲ κρίνατε σπουδαῖα γυναῖκα, ἐὰν μὲ κρίνατε εὐλαβῆ»· ἀλλὰ τί; «Ἐὰν μὲ κρίνατε πιστὴ στὸν Κύριο»· «ἐὰν γιὰ τὸν Κύριο, πολὺ περισσότερο γιά σᾶς, ἐὰν δὲν ἔχετε ἀμφιβολίες». Καὶ δὲν εἶπε: «κοντά μου», ἀλλὰ «μείνατε στὴν οἰκία μου», γιὰ νὰ δείξει ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκανε μὲ μεγάλη προθυμία. Πραγματικὰ ἦταν πιστὴ ἡ γυναῖκα.

«Ἐγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη (:κάποια μέρα, καθὼς πηγαίναμε στὸν τόπο τῆς προσευχῆς, συνέβῃ νὰ μᾶς συναντήσει μιὰ νεαρὴ δούλη ποὺ εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ πονηρὸ μαντικὸ πνεῦμα καὶ ἀπέφερε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της· διότι μὲ τίς μαντεῖες της φανέρωνε τὰ ἄγνωστα καὶ πληρωνόταν γι᾿ αὐτό). Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας (:Αὐτὴ ἀκολούθησε ἀπὸ πίσω τον Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ φώναζε λέγοντας: ''Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ μᾶς γνωστοποιοῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ τὸν ἀσφαλῆ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ σωθεῖτε'')» [Πράξ.16, 16-17].

Ἄραγε ὅμως ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ δαίμονας ποὺ εἶχε κυριεύσει τὴ νεαρὴ δούλη; Λέγει γι᾿ αὐτὴν τὸ ἱερὸ κείμενο: «ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος (:ποὺ εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ πονηρὸ μαντικὸ πνεῦμα)»· ἀπὸ τὸν τόπο ἔτσι ὀνομάζεται. Βλέπεις ὅτι καὶ ὁ Ἀπόλλωνας εἶναι δαίμονας; [:ὁ «θεὸς» Ἀπόλλωνας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ὀνομαζόταν ἐπίσης καὶ Πύθιος]. Καὶ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τοὺς βάλει μέσα σὲ πειρασμούς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς παρακινήσει περισσότερο, τὴν παρακίνησε νὰ λέει αὐτά.

«Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας (:αὐτὴ ἀκολούθησε ἀπὸ πίσω τον Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ φώναζε λέγοντας: ''Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ μᾶς γνωστοποιοῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ τὸν ἀσφαλῆ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ σωθεῖτε'')». Μιαρὲ καὶ παμμίαρε δαίμονα! Ἐὰν λοιπὸν γνωρίζεις ὅτι κηρύττουν ὁδὸ σωτηρίας, γιατί δὲν θαυμάζεις καὶ δὲν ἀλλάζεις γνώμη μὲ τὴν θέλησή σου; Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ ὁ Σίμων ὁ μάγος ἤθελε λέγοντας: «Δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον (:δῶστε καὶ σὲ μένα τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δύναμη αὐτή, ὥστε σὲ ὅποιον βάζω ἐπάνω του τὰ χέρια μου νὰ λαμβάνει Πνεῦμα Ἅγιο)» [Πράξ.8,19], αὐτὸ καὶ αὐτὸς ἔκανε· ἐπειδὴ τοὺς εἶδε νὰ παρουσιάζουν στὸ κήρυγμα πρόοδο, ὑποκρίνεται ἐδῶ, διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἤλπισε νὰ παραμείνει αὐτὸς στὸ σῶμα τοῦ κοριτσιοῦ ἂν θὰ κηρύξει αὐτά.

Ἐὰν ὅμως δὲν ταιριάζει νὰ ἐκφωνεῖται τέτοια ὑμνητικὴ μαρτυρία ἐκ μέρους ἑνὸς ἀνθρώπου [βλ. Σοφ. Σειρὰχ 15,9: «Οὐχ ὡραῖος αἶνος ἐν στόματι ἁμαρτωλοῦ, ὅτι οὐ παρὰ Κυρίου ἀπεστάλη (:δὲν ταιριάζει καὶ οὔτε ἐνθρονίζεται ὡραῖος ὕμνος στὸ στόμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Τέτοιος ὕμνος δὲν τοῦ ἔχει ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο)»], πολὺ περισσότερο δὲν εἶναι ὡραία ἐκείνη ποὺ γίνεται ἐκ μέρους τοῦ δαίμονα. Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀποδέχεται τὴ μαρτυρία ἐκ μέρους ἀνθρώπων, οὔτε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, πολὺ περισσότερο δὲν τὴν ἀποδέχεται ἀπὸ δαίμονα· διότι τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρώπων, ἀλλὰ τοῦ ἅγιου Πνεύματος.

Ἐπειδὴ λοιπὸν κραύγαζε τὸ δαιμόνιο μέσα στὸ κορίτσι καὶ ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ ἦταν ἀλαζονική, νόμισε ὅτι μὲ τὴν κραυγὴ θὰ προξενήσει κατάπληξη, λέγοντας: «οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας (:αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ μᾶς γνωστοποιοῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ τὸν ἀσφαλῆ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ σωθεῖτε)» [Πράξ.16,17]

Γιατί τέλος πάντων ὁ μὲν δαίμονας ἔλεγε αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ κοριτσιοῦ αὐτοῦ στὸ ὁποῖο εἶχε εἰσέλθει τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ὁ δὲ Παῦλος τὸν ἐμπόδισε; Καὶ ἐκεῖνος ἐνεργοῦσε, ὅπως εἴπαμε, μὲ κακουργία, ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος μὲ σύνεση· διότι ἤθελε νὰ κάνει αὐτὸν νὰ μὴν εἶναι ἀξιόπιστος· καθόσον ἂν ὁ Παῦλος ἀποδεχόταν τὴν μαρτυρία του, θὰ ἐξαπατοῦσε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἐφόσον δέχθηκε τὴν μαρτυρία ἀπὸ τὸ δαιμόνιο· γι᾿ αὐτὸ ἀνέχεται νὰ πεῖ αὐτὸς τὰ ὅσα εἶχαν σχέση μὲ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Σίλα, γιὰ νὰ σταθεροποιήσει τὰ ὅσα ἦταν ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ ὁ ἴδιος δείχνει συγκατάβαση πρὸς τὴν ἀπώλεια. Στὴν ἀρχὴ λοιπὸν δὲν ἀποδέχθηκε τὴν μαρτυρία ὁ Παῦλος, ἀλλὰ ἀδιαφόρησε γι᾿ αὐτήν, μὴ θέλοντας νὰ καταφύγει στὴν ἐπιτέλεση θαύματος, ὅταν ὅμως ἐπέμενε νὰ κάνει αὐτὸ ἐπὶ πολλὲς μέρες καὶ φανέρωνε τὸ ἔργο αὐτῶν λέγοντας: «Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας (:αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ μᾶς γνωστοποιοῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ τὸν ἀσφαλῆ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ σωθεῖτε)» [Πράξ.16, 17], τότε διέταξε τὸ δαιμόνιο νὰ ἐξέλθει:

«Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοὶ ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ (:καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ πολλὲς ἡμέρες, ὄχι βέβαια μὲ καλὸ σκοπό, ἀλλὰ τὸ μαντικὸ πνεῦμα ἐπεδίωκε νὰ ἑλκύσει πάνω του τὴν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ καὶ νὰ τὴν ἐκμεταλλευθεῖ τελικὰ μὲ δολιότητα καὶ πανουργία. Ἀγανακτῶντας λοιπὸν ὁ Παῦλος στράφηκε πίσω πρὸς τὴ δούλη αὐτὴ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ εἶπε πρὸς τὸ πνεῦμα: ''Σὲ διατάζω, ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ βγεῖς ἀπ᾿ αὐτήν''. Καὶ πραγματικὰ τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ πονηρὸ πνεῦμα βγῆκε)» [Πράξ.16,18].

Τί σημαίνει: «διαπονηθεὶς ὁ Παῦλος»; Ἀντιλήφθηκε, λέει, τὴν κακουργία τοῦ δαίμονα, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος λέει ἀλλοῦ: «ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν (:γιὰ νὰ μὴ νικηθοῦμε μὲ ἀπάτη ἀπὸ τὸν σατανᾶ· καὶ λέω ''ἀπάτη τοῦ σατανᾶ'', διότι γνωρίζουμε τίς δόλιες ἐπινοήσεις του)» [Β' Κορ. 2,11].

«Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν ῥωμαῖοις οὖσι (:ὅταν ὅμως εἶδαν τὰ ἀφεντικά της ὅτι ἔφυγε μαζὶ μὲ τὸ δαιμόνιο καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς κερδοφόρου ἐργασίας καὶ ἐπιχειρήσεώς τους, συνέλαβαν τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ τοὺς ἔσυραν στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ τοὺς παρουσιάσουν στοὺς ἄρχοντες. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ὁδήγησαν μπροστὰ στοὺς στρατηγοὺς εἶπαν: ''Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ταραξίες Ἰουδαῖοι καὶ προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη μας. Κηρύττουν θρησκευτικὰ ἔθιμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται σέ μᾶς ποὺ εἴμαστε Ρωμαῖοι νὰ τὰ παραδεχόμαστε καὶ πολὺ περισσότερο νὰ τὰ τηροῦμε καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε'')» [Πράξ.16, 19-21].

Παντοῦ τὰ χρήματα εἶναι αἴτια τῶν κακῶν. Πῶ, πῶ μέγεθος ἀπανθρωπιᾶς! Ἤθελαν τὸ κορίτσι νὰ διατελεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ δαίμονα, ὥστε νὰ κερδίζουν αὐτοὶ χρήματα. «Καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν (:καὶ ἀφοῦ τοὺς ὁδήγησαν μπροστὰ στοὺς στρατηγοὺς εἶπαν: ''Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ταραξίες καὶ προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη μας)». Ἐκεῖνοι δηλαδὴ ἔλεγαν γιὰ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα ὅτι «διαταράσσουν τὴν πόλη μας», ἐνῶ τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχε καταλάβει τὴ νεαρὴ δούλη ἔλεγε ὅτι «καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας (:κηρύττουν σὲ ἐμᾶς ὁδὸ σωτηρίας)»· «Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες (:εἶναι ταραξίες Ἰουδαῖοι)», λέει· τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἔχει συκοφαντηθεῖ.

«καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν ῥωμαῖοις οὖσι (:κηρύττουν θρησκευτικὰ ἔθιμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται σέ μᾶς ποὺ εἴμαστε Ρωμαῖοι νὰ τὰ παραδεχόμαστε καὶ πολὺ περισσότερο νὰ τὰ τηροῦμε καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε)» [Πράξ. 16,21]. Πρόσεχε ποὺ αὐτοὶ οὔτε στὸν δαίμονα προσέχουν, ἀλλὰ σὲ ἕνα καὶ μόνο ἀποβλέπουν· στὴ φιλαργυρία. Τί ἔκαναν οἱ δύο ἀπόστολοι; Ἐνέργειες ἐνάντια στοὺς Ρωμαίους; Γιατί λοιπὸν δὲν τοὺς στείλατε στοὺς στρατηγοὺς πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδίωξη τοῦ πονηροῦ μαντικοῦ πνεύματος ἀπὸ τὴ νεαρή σας δούλη;

Παρουσίασαν λοιπὸν τὸ πρᾶγμα σὰν θέμα ἔσχατης προδοσίας. Γιατί δὲν εἶπαν ὅτι ἔβγαλαν ἀπὸ μέσα της τὸν δαίμονα, ὅτι ἀσέβησαν πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ παρουσιάζουν τὸ πρᾶγμα σὰν ἐσχάτη προδοσία; Αὐτὸ ἦταν μιὰ αἰτία γι᾿ αὐτοὺς προκειμένου νὰ συλλάβουν καὶ νὰ ἐκδικηθοῦν καὶ νὰ ἀπομακρύνουν ἔτσι τοὺς δύο ἀποστόλους ποὺ εἶχαν ἐκδιώξει τὸ κερδοφόρο γι᾿ αὐτοὺς δαιμόνιο. Τὸ ἴδιο ἔλεγαν καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἐνεργοῦσε τάχα ἐνάντια στὴν ἐξουσία τῶν Ρωμαίων καὶ θὰ προκαλοῦσε αὐτὸ ἀντίποινα σὲ βάρος τῶν Ἰουδαίων.

«Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν (:τότε ὁ ὄχλος ποὺ εἶχε μαζευτεῖ ἐκεῖ ξεσηκώθηκε ἐναντίον τους)» [Πράξ.16,22]. Πῶ, πῶ, μέγεθος παραλογισμοῦ! Δὲν τοὺς ἐξέτασαν, δὲν τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ μιλήσουν· ἂν καὶ βέβαια, ἐφόσον ἔγινε τέτοιο θαῦμα, ἔπρεπε νὰ τοὺς προσκυνήσουν, ἔπρεπε νὰ τοὺς θεωρήσουν σὰν εὐεργέτες· διότι ἂν θέλατε χρήματα, γιατί, ἐνῶ βρήκατε τέτοιον πλοῦτο, δὲν τρέξατε πρὸς αὐτόν; Αὐτὸς τοὺς κάνει λαμπρότερους, τὸ νὰ μποροῦν δηλαδὴ νὰ ἀπομακρύνουν τὰ δαιμόνια, παρὰ τὸ νὰ πείθονται σὲ αὐτούς. Νὰ καὶ θαύματα, ἀλλὰ ἡ φιλοχρηματία ὑπερίσχυσε.

«Καὶ οἱ στρατηγοὶ περιῤῥήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν πολλὰς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς (:καὶ οἱ στρατηγοὶ ξέσχισαν τὰ ροῦχα τῶν δύο ἀποστόλων καὶ διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν, γυμνοὺς ὅπως ἦταν, μπροστὰ σὲ ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσαν πολλὰ χτυπήματα, τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακή, δίνοντας στὸν δεσμοφύλακα τὴν ἐντολὴ νὰ τοὺς φρουρεῖ ἀσφαλισμένους καλά, γιὰ νὰ μὴν δραπετεύσουν)» [Πράξ. 16, 22-23]. Ἴσως οἱ στρατηγοὶ νὰ τὸ ἔκαναν αὐτὸ θέλοντας νὰ ἐμποδίσουν τὴν φασαρία. Ἐπειδὴ εἶδαν τὸ πλῆθος συγκεντρωμένο, μὲ τὰ μὲν χτυπήματα ἤθελαν κατ᾿ ἀρχὴ νὰ σταματήσουν τὸν θυμό τους, μὲ τὸ νὰ τοὺς βάλουν ὅμως στὴν φυλακὴ καὶ νὰ δώσουν ἐντολὴ νὰ τοὺς φυλάσσουν καλά, ἤθελαν καὶ νὰ λάβουν γνώση γιὰ τὸ ὅλο τὸ θέμα μὲ ὅποια ὁμολογία τῶν ἀποστόλων κατάφερναν ἔτσι νὰ τοὺς ἀποσποῦσαν.

Πρόσεξε ὅμως ὅτι οἱ δύο ἀπόστολοι δὲν ἀποκρίνονται οὔτε καὶ ἀπολογοῦνται, γιὰ νὰ γίνουν ἄξιοι μεγαλύτερου θαύματος· διότι λέει ὁ Παῦλος σὲ κάποια του ἐπιστολή: «ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμι (:μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση θὰ καυχιέμαι περισσότερο στὶς ἀσθένειές μου, γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ εὐφραίνομαι στὶς ἀσθένειες, στοὺς χλευασμούς, στὶς ἀνάγκες, στοὺς διωγμούς, στὶς στενοχώριες, ὅταν τὰ ὑποφέρω ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ· διότι ὅταν μὲ τίς θλίψεις καὶ τίς περιπέτειες φαίνομαι ἐξαιρετικὰ ἀσθενής, τότε εἶμαι δυνατός, ἐφόσον τότε μοῦ δίνει ὁ Θεὸς περισσότερη χάρη)» [Β' Κόρ.12,9-10].

«Ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον (:καὶ ὁ δεσμοφύλακας, ἐφόσον εἶχε πάρει τέτοια ἐντολή, τοὺς ἔβαλε στὸ πιὸ βαθὺ διαμέρισμα τῆς φυλακῆς καὶ ἔδεσε σφιχτὰ τὰ πόδια τους στὸ τιμωρητικὸ ὄργανο ποὺ λεγόταν ''ξύλο'', γιὰ νὰ μὴν μποροῦν πλέον οἱ ἀπόστολοι, οὔτε στὸ ἐλάχιστο νὰ μετακινηθοῦν)» [Πράξ.16,24], ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος τὸν «νέρβο» [:δηλαδὴ τὸ ξύλινο ὄργανο στὸ ὁποῖο ἔδεναν τοὺς φυλακισμένους]. Πρόσεχε ὅτι καὶ ὁ δεσμοφύλακας πάλι τοὺς ἔβαλε στὴν πιὸ βαθιὰ φυλακὴ καὶ αὐτὸ ἀπὸ θεία οἰκονομία· διότι, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ γίνει μεγάλο θαῦμα, κρίνεται κατάλληλος γιὰ τὴν ἀκρόαση ὁ τόπος ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ κινδύνους. Ἐπίσης, ὅσο περισσότερο προσεκτικὴ καὶ αὐστηρὴ γίνεται ἡ φρούρηση, τόσο λαμπρότερο γίνεται τὸ θαῦμα.

Γιὰ πόσα δάκρυα εἶναι ἄξια τὰ ὅσα συμβαίνουν σήμερα; Ἐκεῖνοι μὲν ἔπαθαν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔπαθαν γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστης τους πρὸς τὸν Χριστό, ἐμεῖς ὅμως τὰ παθαίνουμε κάνοντας ἀπολαυστικὴ ζωή, τὰ παθαίνουμε μέσα στὰ θέατρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁδηγούμαστε στὴν ἀπώλεια, καὶ καταποντιζόμαστε μέσα στὴν κακία, ζητῶντας παντοῦ νὰ βροῦμε ἄνεση, καὶ δὲν ἀνεχόμαστε νὰ λυπηθοῦμε γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ οὔτε ἁπλῶς δεχόμενοι κάποιο χλευασμό, οὔτε καὶ ἕνα λόγο μόνο.

Αὐτὰ ἂς ὑπενθυμίζουμε παρακαλῶ, συνέχεια στὸν ἑαυτό μας, τὰ ὅσα ἔπαθαν οἱ ἀπόστολοι γιὰ τὸν Χριστό, τὰ ὅσα ὑπέμειναν, πὼς δὲν θορυβοῦνταν, πὼς δὲν σκανδαλίζονταν. Τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ἐκτελοῦσαν καὶ πάθαιναν αὐτά. Δὲν ἔλεγαν: «γιατί κηρύττουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μᾶς προστατεύει ὁ Θεός;». Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τοὺς ὠφελοῦσε, καὶ χωρὶς τὴ βοήθειά Του, μὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πρᾶγμα τοὺς ἔκανε πιὸ δυνατούς, πιὸ ἰσχυρούς, πιὸ ἀτρόμητους. Λέγει ὁ Παῦλος σὲ ἐπιστολὴ του: «οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται (:δὲν καυχιόμαστε μόνο γιὰ τὴ δόξα ποὺ ἐλπίζουμε, ἀλλὰ καυχιόμαστε καὶ γιὰ τίς θλίψεις· διότι γνωρίζουμε ὅτι ἡ θλίψη παράγει σιγὰ σιγὰ ὡς μόνιμο καὶ τέλειο ἔργο τὴν ὑπομονὴ καὶ ἡ ὑπομονὴ παράγει ἀρετὴ δοκιμασμένη καὶ τέλεια, καὶ ἡ δοκιμασμένη ἀρετὴ παράγει τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ δὲν ντροπιάζει καὶ δὲν διαψεύδει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει, διότι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε σέ μας ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο ἐλπίζουμε, ἐκχύθηκε καὶ πλημμύρισε τίς καρδιές μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μᾶς δόθηκε ὡς ἀρραβῶνας τῆς ἐλπίδας μας)» [Ρωμ.5,3-4].

Ἄς μὴν ἐπιδιώκουμε λοιπὸν τὴν μαλθακὴ καὶ τὴν γεμάτη ἀπὸ ἀπολαύσεις ζωή· διότι ὅπως ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι διπλὸ τὸ καλό, διότι καὶ ἰσχυροὶ γίνονται οἱ ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὴν ἀρετή, καὶ οἱ μισθοὶ εἶναι μεγάλοι, ἔτσι καὶ ἐκεῖ εἶναι διπλὸ τὸ κακό, διότι καὶ πιὸ μαλθακοὶ γίνονται καὶ κανενὸς καλοῦ πρόξενοι δὲν γίνονται ἀλλὰ κακοῦ. Διότι τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει πιὸ ἄχρηστο ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ περνᾷ ὅλη του τὴν ζωὴ μέσα στὴν ἄνεση καὶ τὴ γεμάτη ἀπὸ ἀπολαύσεις ζωή· «διότι», λέει μιὰ παροιμία, «ἄνδρας ἀπείραστος καὶ ἀδοκίμαστος εἶναι ἄχρηστος ὄχι μόνο στοὺς ἀγῶνες αὐτούς, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους γενικά τους ἄλλους». Ἡ ἄνεση εἶναι ἄχρηστο πρᾶγμα, καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴ ζωὴ τὴ γεμάτη ἀπὸ ἀπολαύσεις τίποτε δὲν εἶναι τόσο βλαβερό, ὅσο ἡ ἴδια ἡ ἀπόλαυση· διότι εἶναι βαρετή. Οὔτε ἀπὸ τὰ φαγητὰ ἡ ἡδονὴ εἶναι τόσο μεγάλη, οὔτε ἀπὸ τὴν ἄνεση, ἀλλὰ ὅλα ἐξαφανίζονται καὶ χάνονται.

Ἄς μὴν τὴν ἐπιζητοῦμε λοιπὸν αὐτήν· διότι ἐὰν θελήσουμε νὰ ἐξετάσουμε ποιός ζεῖ περισσότερο εὐχάριστα, ἐκεῖνος ποὺ κοπιάζει καὶ ταλαιπωρεῖται ἢ ἐκεῖνος ποὺ κάνει τρυφηλὴ ζωή, θὰ διαπιστώσουμε αὐτὸν μᾶλλον ποὺ κοπιάζει· διότι καταρχὴν μὲν τὸ ἴδιο τὸ σῶμα αὐτοῦ ποὺ κάνει τρυφηλὴ ζωὴ εἶναι ἄτονο καὶ πλαδαρό, ἔπειτα καὶ οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματός του δὲν εἶναι καθαρές, οὔτε ὑγιεῖς, ἀλλὰ ἀποχαυνωμένες καὶ μαλθακές· καὶ ἐφόσον λοιπὸν καὶ αὐτὲς δὲν εἶναι ὑγιεῖς, οὔτε τῆς ὑγείας ἡ ἡδονὴ φαίνεται.

«Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησὰν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε (:γύρῳ στὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας, σὰν νὰ μὴν τοὺς εἶχε συμβεῖ τίποτε καὶ σὰν νὰ μὴν αἰσθάνονταν κανένα πόνο, ἔψαλλαν ὕμνους πρὸς τὸν Θεό. Τοὺς ἄκουγαν μάλιστα καὶ οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι. Καὶ ξαφνικὰ ἔγινε τόσο μεγάλος σεισμός, ὥστε σαλεύτηκαν τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς· καὶ ἄνοιξαν τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅλες οἱ θύρες, καὶ λύθηκαν ὅλων τῶν φυλακισμένων οἱ ἁλυσίδες, μὲ τίς ὁποῖες ἦταν δεμένοι. Στὸ μεταξὺ ξύπνησε ὁ δεσμοφύλακας, καὶ μόλις εἶδε ἀνοιχτὲς τίς θύρες τῆς φυλακῆς, τράβηξε τὸ μαχαίρι του ἕτοιμος νὰ αὐτοκτονήσει, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι εἶχαν δραπετεύσει οἱ φυλακισμένοι καὶ συνεπῶς θὰ τοῦ ἐπιβαλλόταν ἡ ποινὴ τοῦ θανάτου. Γιὰ νὰ μὴ θιγεῖ ἡ ἀξιοπρέπειά του λοιπόν, θεώρησε προτιμότερο νὰ αὐτοκτονήσει, παρὰ νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ στίγμα τῆς καταδίκης. Ὅμως ὁ Παῦλος τοῦ φώναξε μὲ δυνατὴ φωνή: ''Μὴν κάνεις κανένα κακὸ στὸν ἑαυτό σου. Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ. Δὲν πρόκειται νὰ σοῦ ζητηθοῦν εὐθύνες καὶ νὰ τιμωρηθεῖς'')» [Πράξ.16,25-28].

Τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἰσάξιο μὲ τίς ψυχὲς αὐτές; Μαστιγώθηκαν, δέχθηκαν πολλὰ χτυπήματα, κινδύνεψαν μέχρι θανάτου, ἦταν δεμένοι στὸ ξύλο καὶ κλεισμένοι μέσα στὴν πιὸ βαθιὰ φυλακή, καὶ ὅμως οὔτε καὶ ἔτσι μποροῦσαν νὰ ἡσυχάζουν, ἀλλὰ ἔμεναν ξάγρυπνοι ὅλη τὴ νύχτα προσευχόμενοι. Βλέπετε πόσο μεγάλο ἀγαθὸ εἶναι ἡ θλίψη; Ἐμεῖς ὅμως οὔτε, καὶ ἐνῶ εἴμαστε ξαπλωμένοι σὲ ἁπαλὰ στρώματα, δὲν φοβόμαστε καθόλου, ἀλλὰ ὅλη τὴν νύχτα κοιμόμαστε. Ἴσως γι᾿ αὐτὸ νὰ ξαγρυπνοῦσαν ψάλλοντας ὅλη τὴ νύχτα, ἐπειδὴ βρισκόταν μέσα σὲ αὐτὲς τίς δυσκολίες. Δὲν τοὺς κυρίευσε ἡ τυραννικὴ ἐξουσία τοῦ ὕπνου, δὲν τοὺς λύγισε ὁ ἀνυπόφορος πόνος, δὲν τοὺς ὁδήγησε σὲ ἀπορία ὁ φόβος, ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ ἴδια ἦταν ἐκεῖνα ποὺ τοὺς προξενοῦσαν μεγαλύτερη διέγερση, καὶ τοὺς γέμιζαν ἀπὸ πολλὴ πνευματικὴ ἡδονή, ἐπειδὴ τὰ ἔπασχαν γιὰ τὸν Χριστό.

«ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησὰν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη (:Καὶ ξαφνικὰ ἔγινε τόσο μεγάλος σεισμός, ὥστε σαλεύτηκαν τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς˙ καὶ ἄνοιξαν τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅλες οἱ θύρες καὶ λύθηκαν ὅλων τῶν φυλακισμένων οἱ ἁλυσίδες, μὲ τίς ὁποῖες ἦταν δεμένοι)» [Πράξ.16,26]. Ἔγινε σεισμὸς ὥστε νὰ ξυπνήσει καὶ ὁ δεσμοφύλακας καὶ οἱ θύρες ἄνοιξαν, ὥστε νὰ θαυμάσει τὸ γεγονός. Αὐτὰ οἱ φύλακες δὲν τὰ ἔβλεπαν· διότι ἀλλιῶς θὰ ἔφευγαν ὅλοι.

«ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε (:στὸ μεταξὺ ξύπνησε ὁ δεσμοφύλακας, καὶ μόλις εἶδε ἀνοιχτὲς τίς θύρες τῆς φυλακῆς, τράβηξε τὸ μαχαίρι του ἕτοιμος νὰ αὐτοκτονήσει, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι εἶχαν δραπετεύσει οἱ φυλακισμένοι καὶ συνεπῶς θὰ τοῦ ἐπιβαλλόταν ἡ ποινὴ τοῦ θανάτου. Γιὰ νὰ μὴ θιγεῖ ἡ ἀξιοπρέπειά του λοιπόν, θεώρησε προτιμότερο νὰ αὐτοκτονήσει, παρὰ νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ στίγμα τῆς καταδίκης. Ὅμως ὁ Παῦλος του φώναξε μὲ δυνατὴ φωνή: "Μὴν κάνεις κανένα κακὸ στὸν ἑαυτό σου. Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ. Δὲν πρόκειται νὰ σοῦ ζητηθοῦν εὐθύνες καὶ νὰ τιμωρηθεῖς")» [Πράξ.16,27-28].

Ὁ δεσμοφύλακας ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἀνδρεία τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα, διότι ἂν καὶ μποροῦσε νὰ φύγει, δὲν ἔφυγε καὶ διότι τὸν ἐμπόδισε νὰ αὐτοκτονήσει.

«Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί μὲ δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; (:μετὰ λοιπὸν ἀπ᾿ αὐτὸ ὁ δεσμοφύλακας ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν φῶτα καὶ πήδησε μέσα στὴ φυλακή. Καὶ ὅταν ἀντιλήφθηκε τὸ θαῦμα καὶ σκέφτηκε ὅτι εἶχε κακομεταχειριστεῖ τοὺς δούλους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ, κυριεύτηκε ἀπὸ τρόμο καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα. Ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ἔξω στὴν αὐλὴ τῆς φυλακῆς, τοὺς εἶπε: ''Κύριοι, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἀποκτήσω κι ἐγὼ τὴ σωτηρία ποὺ κηρύττετε;'' )» [Πράξ.16,29-30].

Εἶδες πῶς τὸν συνάρπασε τὸ θαῦμα; «Οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ (:καὶ αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν: ''Πίστεψε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς μόνο Λυτρωτὴ καὶ ὑπέρτατο Κύριο, καὶ θὰ σωθεῖς καὶ ἐσὺ καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά σου. Καὶ ἄρχισαν τότε νὰ ἀναπτύσσουν σὲ αὐτὸν καὶ σὲ ὅλους ὅσους ἦταν στὸ σπίτι του τίς θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου'')» [Πράξ.16,31-32]. Ἐσὺ θαύμασε ὅμως περισσότερο καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Παύλου, τὴν ὁποία καὶ ἐπέδειξε ἀμέσως στὸν δεσμοφύλακα ὄχι μόνο μὲ τὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση γιὰ τὸ βάρος τῶν εὐθυνῶν του ἐὰν ἔφευγαν οἱ κρατούμενοι, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ κήρυξε ἀμέσως τὸν λόγο τοῦ Κυρίου σὲ αὐτόν, εὐθὺς μόλις τοῦ τὸ ζήτησε.

«Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα ἀναγαγὼν τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ (:τότε ὁ δεσμοφύλακας τοὺς πῆρε μαζί του τὴν ἴδια ἐκείνη ὥρα τῆς νύχτας, τοὺς ἔλουσε ἀπὸ τὰ αἵματα ποὺ εἶχαν τρέξει ἀπὸ τὰ τραύματα τῶν ραβδισμῶν καὶ ἀμέσως βαπτίστηκε καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀνέβασε στὸ σπίτι του, τοὺς ἑτοίμασε τραπέζι καὶ αἰσθάνθηκε μεγάλη χαρὰ μαζὶ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια˙ καὶ ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς του αὐτῆς ἦταν τὸ ὅτι εἶχε πιστέψει στὸν Θεό)» [Πράξ.16,33-34]. Ἔπλυνε αὐτοὺς ἀμείβοντάς τους κατὰ κάποιο τρόπο γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοῦ ἔκαναν καὶ γιὰ νὰ τοὺς τιμήσει μὲ ὅσα ἔκανε.

«Ἡμέρας δὲ γενομένης ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ῥαβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους (:ὅταν ξημέρωσε, ἔστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ὑπασπιστὲς καὶ ραβδούχους τους στὸν δεσμοφύλακα καὶ τοῦ εἶπαν: ''Ἀπόλυσε ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους'')» [Πράξ. 16,35]. Ἔμαθαν ἴσως οἱ στρατηγοὶ τὸ γεγονὸς καὶ δὲν τολμοῦσαν ἀπὸ μόνοι τους νὰ τοὺς ἀπολύσουν.

«Ἀπήγγειλε δὲ ὁ δεσμοφύλαξ τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ ὁ δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς αὐτούς· δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους ῥωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν ἀνήγγειλαν δὲ τοῖς στρατηγοῖς οἱ ῥαβδοῦχοι τὰ ῥήματα ταῦτα· καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι Ῥωμαῖοὶ εἰσι καὶ ἐλθόντες παρεκάλεσαν αὐτούς, καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῖν τῆς πόλεως ἐξελθόντες δὲ ἐκ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν, καὶ ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλθον (:τότε ὁ δεσμοφύλακας μετέφερε τὰ λόγια αὐτὰ στὸν Παῦλο καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ''ἔστειλαν οἱ στρατηγοὶ ἀνθρώπους καὶ διέταξαν νὰ ἀφεθεῖτε ἐλεύθεροι. Τώρα λοιπὸν βγεῖτε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ πηγαίνετε στὸ καλό. Ἄς εἶναι μαζί σας εἰρήνη''. Ὁ Παῦλος ὅμως εἶπε μέσῳ τοῦ δεσμοφύλακα στοὺς ραβδούχους: ''Μᾶς ἔδειραν οἱ στρατηγοί σας δημόσια, χωρὶς νὰ μᾶς περάσουν ἀπὸ δίκη, ἂν καὶ εἴμαστε Ρωμαῖοι πολῖτες, καὶ μᾶς ἔριξαν στὴ φυλακή. Καὶ τώρα μᾶς βγάζουν ἀπὸ τὴ φυλακὴ λαθραία; Ὄχι βέβαια, δὲν θὰ βγοῦμε καθόλου ἀπὸ ἐδῶ. Ἄς ἔλθουν αὐτοπροσώπως καὶ ἂς μᾶς βγάλουν οἱ ἴδιοι''. Τότε οἱ ραβδοῦχοι μετέφεραν στοὺς στρατηγοὺς τὰ λόγια αὐτά: Καὶ οἱ στρατηγοί, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας ἦταν Ρωμαῖοι, φοβήθηκαν. Διότι ἐπιβάλλονταν βαρύτατες ποινὲς σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ θὰ κακομεταχειριζόταν Ρωμαῖο πολίτη. Ἦλθαν τότε ἐκεῖ οἱ στρατηγοὶ καὶ τοὺς παρακάλεσαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴ φυλακή. Κι ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλαν, τοὺς παρακαλοῦσαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν πόλη. Ὅταν λοιπὸν οἱ δύο αὐτοὶ ἀπόστολοι βγῆκαν ἀπὸ τὴ φυλακή, πῆγαν στὸ σπίτι τῆς Λυδίας. Ἐκεῖ, ἀφοῦ εἶδαν τοὺς ἀδελφούς, τοὺς προέτρεψαν νὰ μένουν σταθεροὶ στὸ εὐαγγέλιο καὶ ἔφυγαν)» [Πράξ.16, 36-40].

Ἄν καὶ οἱ στρατηγοί τοὺς εἰδοποίησαν νὰ ἐξέλθουν, ὅμως ὁ Παῦλος δὲν ἐξέρχεται ἴσως γιὰ χάρη τῆς Λυδίας καὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, ἢ καὶ γιὰ νὰ φοβίσει αὐτούς, γιὰ νὰ μὴν νομιστεῖ ὅτι ἔχουν ἀπολυθεῖ, καὶ γιὰ νὰ δώσουν θάρρος στοὺς ἄλλους. Τριπλό, ἀγαπητοὶ ἦταν τὸ ἀδίκημα, καὶ ὅτι ἦταν Ρωμαῖοι πολῖτες, καὶ ὅτι δὲν δικάστηκαν καὶ ὅτι τοὺς ἔβαλαν στὴ φυλακὴ δημόσια.

Βλέπεις ὅτι πολλὰ γίνονταν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ μὲ τίς δικές τους τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἄς συγκρίνουμε πρὸς ἐκείνη τὴν νύχτα αὐτὲς τίς νύχτες, κατὰ τίς ὁποῖες συμβαίνουν γλέντια καὶ μέθες καὶ ἀσέλγειες, κατὰ τίς ὁποῖες παρατηρεῖται ὕπνος ποὺ δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸν θάνατο, κατὰ τίς ὁποῖες οἱ ἀγρυπνίες εἶναι φοβερότερες ἀπὸ τὸν ὕπνο· διότι ἐκεῖνοι μὲν κοιμοῦνται χωρὶς νὰ γίνονται αἰσθητοί, ἐνῶ ἐκεῖνοι ξαγρυπνοῦν κατὰ τρόπο ἐλεεινὸ καὶ ἄθλιο, μηχανευόμενοι δολιότητες, φροντίζοντας γιὰ χρήματα, φροντίζοντας πῶς νὰ ἀντιμετωπίσουν ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀδικοῦν, μελετῶντας ἔχθρα καὶ ἀνταλλάσσοντας καθημερινὰ ὑβριστικὰ λόγια· μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὑποδαυλίζουν τὴ φωτιὰ τῆς ὀργῆς, διαπράττοντας πράγματα ἀνυπόφορα. Πρόσεχε πῶς κοιμόταν ὁ Πέτρος. Κατ᾿ οἰκονομίαν ἐκεῖνο ἔγινε· διότι παρουσιάστηκε ὁ ἄγγελος καὶ ἔπρεπε κανένας νὰ μὴ δεῖ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε· καὶ αὐτὸ πολὺ καλὰ γίνεται πάλι ἔτσι, γιὰ νὰ ἐμποδιστεῖ ὁ δεσμοφύλακας νὰ αὐτοκτονήσει.

Καὶ γιατί δὲν ἔγινε ἄλλο θαῦμα; Διότι αὐτὸ προπάντων ἦταν ἱκανὸ νὰ προσελκύσει αὐτὸν καὶ νὰ τὸν πείσει, καθόσον βέβαια καὶ ὁ ἴδιος θὰ κινδύνευε, ἐὰν δὲν γινόταν· διότι δὲν μᾶς συναρπάζουν τόσο πολὺ τὰ θαύματα, ὅσο ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ σωτηρία μας. Γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ὁ σεισμὸς ἔγινε τυχαῖα, ἐπακολούθησε καὶ αὐτό, ἐπιβεβαιώνοντας ἐκεῖνο. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, διότι τίποτα δὲν ἔκαναν γιὰ ἐπίδειξη, ἀλλὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ δεσμοφύλακας δὲν ἦταν κακὸς ἄνθρωπος· ἔβαλε αὐτοὺς μέσα στὴν πιὸ βαθιὰ φυλακή, ὄχι ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ ἐπειδὴ πῆρε καὶ τέτοια ἐντολή.

Καὶ γιατί πρὶν ἀπὸ αὐτὸ δὲν φώναξε ὁ Παῦλος; Ὁ ἄνθρωπος ἦταν κατακυριευμένος ἀπὸ πολλὴ κατάπληξη καὶ ταραχὴ καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἀποδεχθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ ὅταν τὸν εἶδε νὰ θέλει νὰ αὐτοκτονήσει, τὸν προλαβαίνει καὶ φωνάζει δυνατὰ λέγοντας· «μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε (:''Μὴν κάνεις κανένα κακὸ στὸν ἑαυτό σου. Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ. Δὲν πρόκειται νὰ σοῦ ζητηθοῦν εὐθύνες καὶ νὰ τιμωρηθεῖς'')» [Πράξ.16,28]. Γι᾿ αὐτὸ καὶ «αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ (:μετὰ λοιπὸν ἀπ᾿ αὐτὸ ὁ δεσμοφύλακας ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν φῶτα καὶ πήδησε μέσα στὴ φυλακή. Καὶ ὅταν ἀντιλήφθηκε τὸ θαῦμα καὶ σκέφτηκε ὅτι εἶχε κακομεταχειριστεῖ τοὺς δούλους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ, κυριεύτηκε ἀπὸ τρόμο καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα)» [Πράξ.16,29]. Στὰ πόδια τοῦ φυλακισμένου πέφτει ὁ φύλακας καὶ ὁδηγεῖ αὐτοὺς ἔξω καὶ λέει: «Κύριοι, τί μὲ δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; (:''Κύριοι, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἀποκτήσω κι ἐγὼ τὴ σωτηρία ποὺ κηρύττετε;'')». Πρόσεξε ὅτι αὐτὸς παρακαλεῖ τὸν Παῦλο ὄχι ἐπειδὴ σώθηκε καὶ δὲν θὰ τοῦ ἀποδοθοῦν εὐθύνες ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους του, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐξεπλάγῃ ἀπὸ τὴ δύναμη.

Εἶδες τί συνέβηκε προηγουμένως καὶ τί ἐδῶ; Ἐκεῖ δούλη ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ ἔριξαν αὐτοὺς στὴν φυλακή, διότι ἐλευθέρωσε αὐτὴν ἀπὸ τὸν δαίμονα, ἐδῶ μόνο ἔδειξαν πόρτες ἀνοιγμένες, καὶ ἄνοιξε τίς πόρτες τῆς καρδιᾶς τοῦ δεσμοφύλακα, ἔλυσε διπλὰ δεσμά, ἄναψε ἐκεῖνο τὸ φῶς· διότι τὸ φῶς μέσα στὴν καρδιὰ αὐτοῦ ἔλαμπε. Καὶ πήδηξε μέσα καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τους καὶ δὲν ρωτᾷ: ''Πῶς συνέβῃ αὐτό; Τί συνέβῃ;''. Ἀλλὰ ἀμέσως λέει: «Τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;» [Πράξ.16,31]. Τί ἀπαντάει λοιπὸν ὁ Παῦλος; «Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου (:''Πίστεψε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς μόνο Λυτρωτὴ καὶ ὑπέρτατο Κύριο, καὶ θὰ σωθεῖς καὶ ἐσὺ καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά σου'')» [Πράξ.16,32]. Αὐτὸ προπάντων προσελκύει τοὺς ἀνθρώπους, ἡ σωτηρία δηλαδὴ καὶ τῆς οἰκογένειάς του.

«Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ (:Καὶ ἄρχισαν τότε νὰ ἀναπτύσσουν σὲ αὐτὸν καὶ σὲ ὅλους ὅσους ἦταν στὸ σπίτι του τίς θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου)· καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα (:τότε ὁ δεσμοφύλακας τοὺς πῆρε μαζί του τὴν ἴδια ἐκείνη ὥρα τῆς νύχτας, τοὺς ἔλουσε ἀπὸ τὰ αἵματα ποὺ εἶχαν τρέξει ἀπὸ τὰ τραύματα τῶν ραβδισμῶν καὶ ἀμέσως βαπτίστηκε καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του)· ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ (:καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀνέβασε στὸ σπίτι του, τοὺς ἑτοίμασε τραπέζι καὶ αἰσθάνθηκε μεγάλη χαρὰ μαζὶ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια˙ καὶ ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς του αὐτῆς ἦταν τὸ ὅτι εἶχε πιστέψει στὸν Θεό)» [Πράξ.16,34]. Ἔπλυνε αὐτοὺς καὶ πλύθηκε καὶ ὁ ἴδιος· ἐκείνους μὲν τοὺς ἔπλυνε ἀπὸ τίς πληγές τους, ὁ ἴδιος ὅμως πλύθηκε ἀπὸ τίς ἁμαρτίες του· ἔδωσε τροφὴ καὶ ὁ ἴδιος ἔλαβε τροφή.

Αὐτὸ ἦταν ἀπόδειξη του ὅτι πίστεψε αὐτός, τὸ ὅτι ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ ὅλα. Τί ὑπάρχει χειρότερο ἀπὸ ἕναν δεσμοφύλακα; Τί σκληρότερο; Τί ἀγριότερο; Ἀλλὰ ὅμως τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ μεγάλη τιμή. Δὲν ἔνιωσε εὐφροσύνη ἐπειδὴ σώθηκε, ἀλλά «τὸ ὅτι εἶχε πιστέψει στὸν Θεό» [Πράξ.16,31].

«Πίστεψε» λέει, «στὸν Κύριο» [Πράξ.16,34]. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε «τὸ ὅτι εἶχε πιστέψει στὸν Θεό», γιὰ νὰ μὴν φανεῖ ὅτι ἐλευθερώνεται ὁ δεσμοφύλακας σὰν νὰ ἦταν κατάδικος καὶ σὰν νὰ εἶχε ἁμαρτήσει.

«Ἡμέρας δὲ γενομένης ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ῥαβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους (:ὅταν ξημέρωσε, ἔστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ὑπασπιστὲς καὶ ραβδούχους τους στὸν δεσμοφύλακα καὶ τοῦ εἶπαν: ''Ἀπόλυσε ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους''). Ἀπήγγειλε δὲ ὁ δεσμοφύλαξ τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ (:Τότε ὁ δεσμοφύλακας μετέφερε τὰ λόγια αὐτὰ στὸν Παῦλο καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἔστειλαν οἱ στρατηγοὶ ἀνθρώπους καὶ διέταξαν νὰ ἀφεθεῖτε ἐλεύθεροι. Τώρα λοιπὸν βγεῖτε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ πηγαίνετε στὸ καλό. Ἄς εἶναι μαζί σας εἰρήνη)» [Πράξ. 16,36], δηλαδὴ τοὺς εἶπε: «βγεῖτε μὲ ἀσφάλεια χωρὶς νὰ φοβηθεῖτε τίποτα».

Ὅμως οἱ ἀπόστολοι τοῦ λένε νὰ μεταφέρει τὰ ἑξῆς στοὺς ραβδούχους: «Δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους ῥωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν (:Μᾶς ἔδειραν οἱ στρατηγοί σας δημόσια, χωρὶς νὰ μᾶς περάσουν ἀπὸ δίκη, ἂν καὶ εἴμαστε Ρωμαῖοι πολῖτες, καὶ μᾶς ἔριξαν στὴ φυλακή. Καὶ τώρα μᾶς βγάζουν ἀπὸ τὴ φυλακὴ λαθραία; Ὄχι βέβαια, δὲν θὰ βγοῦμε καθόλου ἀπὸ ἐδῶ. Ἄς ἔλθουν αὐτοπροσώπως καὶ ἂς μᾶς βγάλουν οἱ ἴδιοι)» [Πράξ.16,31], γιὰ νὰ μὴν θεωρηθεῖ τὸ γεγονὸς αὐτὸ μόνο σὰν ἔργο τῆς χάριτος, ἀλλὰ καὶ δικό τους ἔργο. Πρόσεχε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δείχνει κατὰ διάφορο τρόπο τὴν πρόνοιά της, τὸ πῶς δηλαδὴ βέβαια ἐξῆλθε ἀπὸ τὴ φυλακὴ ὁ Πέτρος, καὶ πῶς ὁ Παῦλος, ἂν καὶ βέβαια καὶ οἱ δύο ἦταν ἀπόστολοι.

Ἄλλωστε ἤθελαν καὶ τὸν δεσμοφύλακα νὰ τεθεῖ ἐκτὸς κινδύνου, γιὰ νὰ μὴν κατηγορεῖται συνέχεια. Καὶ δὲν λέει: «ἀφοῦ μᾶς ἔδειραν μᾶς ἔριξαν στὴν φυλακή, ἂν καὶ κάναμε θαύματα»· (διότι δὲν ἔδιναν σημασία σὲ αὐτά), ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ προπάντων μποροῦσε νὰ δημιουργήσουν ταραχὴ στὴν σκέψη τους καὶ ποὺ εἶναι τὰ ἑξῆς: «χωρὶς νὰ ἔχουμε δικαστεῖ καὶ ἐνῶ εἴμαστε Ρωμαῖοι πολῖτες».

«Ἀνήγγειλαν δὲ τοῖς στρατηγοῖς οἱ ῥαβδοῦχοι τὰ ῥήματα ταῦτα· καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι Ῥωμαῖοὶ εἰσι (:καὶ οἱ στρατηγοί, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας ἦταν Ρωμαῖοι, φοβήθηκαν· διότι ἐπιβάλλονταν βαρύτατες ποινὲς σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ θὰ κακομεταχειριζόταν Ρωμαῖο πολίτη)». «Φοβήθηκαν», λέει. Φοβοῦνται διότι ἦταν Ρωμαῖοι πολῖτες, καὶ ὄχι διότι τοὺς ἔριξαν στὴν φυλακὴ ἄδικα.

«Καὶ ἐλθόντες παρεκάλεσαν αὐτούς, καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῖν τῆς πόλεως (:ἦλθαν τότε ἐκεῖ οἱ στρατηγοὶ καὶ τοὺς παρακάλεσαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴ φυλακή. Κι ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλαν, τοὺς παρακαλοῦσαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν πόλη)» [Πράξ. 16,39]. Ζήτησαν τὴν χάρη αὐτή.

Καὶ «ἐξελθόντες δὲ ἐκ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν, καὶ ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλθον (:ὅταν λοιπὸν οἱ δύο αὐτοὶ ἀπόστολοι βγῆκαν ἀπὸ τὴ φυλακή, πῆγαν στὸ σπίτι τῆς Λυδίας. Ἐκεῖ, ἀφοῦ εἶδαν τοὺς ἀδελφούς, τοὺς προέτρεψαν νὰ μένουν σταθεροὶ στὸ εὐαγγέλιο καὶ ἔφυγαν)»[Πράξ.16,34]. Πῆγαν λοιπὸν στὸ σπίτι τῆς Λυδίας καὶ ἀφοῦ ἐνθάρρυναν αὐτὴν στὴν πίστη της, ἀναχώρησαν, διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ἀφήσουν ἐκείνη ποὺ τοὺς φιλοξένησε σὲ ἀγωνία καὶ ἀνησυχία. Καὶ ἀναχώρησαν ὄχι ὑπακούοντας σὲ αὐτὸ ποὺ οἱ στρατηγοὶ τοὺς εἶχαν παρακαλέσει, ἀλλὰ ἐπειδὴ βιάζονταν γιὰ τὸ κήρυγμα, ἐνῶ καὶ ἡ πόλη εἶχε ἤδη ὠφεληθεῖ σὲ ἱκανοποιητικὸ βαθμό· διότι δὲν ἔπρεπε νὰ παραμείνουν ἄλλο· καθόσον τὸ θαῦμα φαίνεται μεγαλύτερο, ἐφόσον διακηρύττει αὐτὸ πολὺ περισσότερο τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ ἀναχώρησαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸ πραγματοποίησαν· διότι ἡ πίστη τοῦ δεσμοφύλακα κατεῖχε θέσῃ φωνῆς. Τί μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ αὐτό; Φυλακίζεται καὶ φυλακισμένους ἐλευθερώνει, λύνει διπλὸ δεσμό, μὲ τὸ νὰ δεθεῖ ὁ Παῦλος ἔλυσε ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔδεσε. Αὐτὸν τὸν πρώην φυλακισμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία δεσμοφύλακα, ἂς φέρουμε συνέχεια στὴ σκέψη μας καὶ ὄχι τόσο τὸ θαῦμα τοῦ σεισμοῦ μέσα στὴ φυλακή. Αὐτὰ πραγματικὰ εἶναι ἔργα χάριτος.

Τί θὰ ποῦν οἱ Ἕλληνες; Ὅτι ἐνῶ ἦταν φυλακισμένος, ἔπεισε τὸν δεσμοφύλακα; «Καὶ ποιός», θὰ ἔλεγαν στὴ συνέχεια, «ἔπρεπε νὰ πειστεῖ, παρὰ ὁ μιαρὸς ἄνθρωπος καὶ ταλαίπωρος καὶ ποὺ δὲν εἶχε νοῦ, ἀλλὰ ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ ἀμέτρητα κακὰ καὶ εὔκολα πίστευε;» Ἀκόμα καὶ αὐτὰ λένε: «Ποιός ἄλλος λοιπὸν πίστεψε; Μόνο κάποιος βυρσοδέψης, κάποια γυναῖκα ποὺ πωλοῦσε πορφύρες, κάποιος εὐνοῦχος, κάποιος δεσμοφύλακας, κάποιοι δοῦλοι καὶ κάποιες γυναῖκες;». Τί λοιπὸν θὰ μπορέσουν νὰ ποῦν, ὅταν ἀναφέρουμε καὶ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ εἶχαν ἀξιώματα, τὸν ἑκατόνταρχο, τὸν ἀνθύπατο, ὅλους ἐκείνους ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, τοὺς ἴδιους τοὺς κατόχους τῆς ἐξουσίας, τοὺς βασιλεῖς;

Ἀλλὰ ἐγὼ λέω καὶ κάτι ἄλλο σπουδαιότερο ἀπὸ αὐτό, ἂς ἐξετάσουμε αὐτοὺς τοὺς εὐτελεῖς καὶ ἄσημους ἀνθρώπους ποὺ πίστεψαν. «Καὶ ποῦ εἶναι», θὰ ρωτοῦσε κάποιος, «τὸ ἄξιο θαυμασμοῦ;». Αὐτὸ βέβαια εἶναι τὸ ἄξιο θαυμασμοῦ· διότι ἂν μὲν πειστεῖ κάποιος γιὰ τυχόντα πράγματα, δὲν εἶναι καθόλου ἄξιο θαυμασμοῦ, ὅταν ὅμως ὁμιλεῖ σὲ ἀνθρώπους εὐτελεῖς γιὰ ἀνάσταση, γιὰ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ ζωὴ ἐνάρετη καὶ πείθει αὐτούς, αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἄξιο θαυμασμοῦ, παρὰ ἂν ἔπειθε σοφούς· διότι ὅταν δὲν ὑπῆρχε κίνδυνος καὶ πείθει κάποιος, πολὺ σωστὰ προβάλλουν τὴν μωρία, ὅταν ὅμως λέει σὲ ἐκεῖνον ποὺ κατὰ τὴν γνώμη σου εἶναι δοῦλος, ὅτι ἂν πεισθεῖς σὲ ἐμένα κινδυνεύεις, ὅλους θὰ τοὺς ἔχεις ἐχθρούς, πρέπει νὰ πεθάνεις, νὰ πάθεις ἀμέτρητα κακά· καὶ στὴν συνέχεια τόσο πολὺ συναρπάζεις τὴν ψυχὴ ἐκείνου, αὐτὸ δὲν εἶναι πλέον δεῖγμα μωρίας· διότι ἐὰν μὲν τὰ δόγματα πρόσφεραν ἡδονή, πολὺ σωστὰ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ τὸ πεῖ αὐτό, ἐὰν ὅμως, ἐκεῖνο ποὺ δὲν δέχονταν νὰ τὸ μάθουν οἱ φιλόσοφοι, αὐτὸ τὸ μαθαίνει ὁ δοῦλος, τὸ θαῦμα εἶναι μεγαλύτερο.

Καὶ ἂν θέλετε, ἂς φέρουμε μπροστά μας τὸν ἴδιο τὸν βυρσοδέψη, καὶ ἂς δοῦμε τί λέει σὲ αὐτὸν ὁ Πέτρος· ἢ ἂν θέλεις, ἂς πάρουμε αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν δεσμοφύλακα. Τί λοιπὸν εἶπε σὲ αὐτὸν ὁ Παῦλος; «Τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε», θὰ ἔλεγε κάποιος, «ὅτι ὑπάρχει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅτι ὑπάρχει βασιλεία οὐράνια καὶ τὸν ἔπεισε εὔκολα, ἐπειδὴ ἦταν εὐκολόπιστος». Τί λοιπόν; Γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς δὲν εἶπε τίποτα, ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ δείχνει σωφροσύνη, ὅτι πρέπει νὰ εἶναι ἐξουσιαστὴς καὶ ὄχι δοῦλος τῶν χρημάτων, ὅτι πρέπει νὰ μὴν εἶναι σκληρός, ὅτι πρέπει νὰ δίνει τὰ δικά του στοὺς ἄλλους; Καὶ βέβαια τὸ νὰ πειστεῖ σὲ αὐτὰ ὄχι μόνο δὲν ἦταν δεῖγμα μωρίας, ἀλλὰ καὶ δεῖγμα μεγάλης ψυχῆς. Διότι ἂς ὑποθέσουμε ὅτι αὐτοὶ ἀποδέχονταν τὰ δόγματα ὁπωσδήποτε ἀπὸ μωρία, τὸ νὰ ἀποδέχονται ὅμως μιὰ τόσο ἐνάρετη ζωή, ποιᾶς μωρίας ἀποτέλεσμα ἦταν;

Ὥστε ὅσο ἀνόητος συμβαίνει νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πείθεται, ἐφόσον πείθεται γιὰ αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν μπόρεσαν οὔτε οἱ φιλόσοφοι νὰ πείσουν τοὺς φιλόσοφους, τόσο τὸ θαῦμα γίνεται μεγαλύτερο καὶ παρουσιάζουν μὲ τὰ ἔργα, αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ Πλάτωνες καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν νὰ πείσουν κανένα. Καὶ γιατί λέω ὅτι δὲν ἔπεισαν κανένα; Οὔτε τοὺς ἑαυτούς τους ἔπεισαν. Διότι γιὰ τὸ ὅτι δὲν πρέπει νὰ περιφρονοῦμε τὰ χρήματα, δὲν ἔπεισε γι᾿ αὐτὸ ὁ Πλάτων, καθόσον συγκέντρωσε ὁ ἴδιος μιὰ τόσο μεγάλη ἐξουσία καὶ πλῆθος χρημάτων καὶ χρυσὰ δαχτυλίδια καὶ δοχεῖα· γιὰ τὸ ὅτι ἐπίσης δὲν πρέπει νὰ περιφρονοῦμε τὴν δόξα ἐκ μέρους τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, τὸ φανερώνει σὲ αὐτοὺς ὁ Σωκράτης, καὶ ἂν ἀκόμα διδάσκει πάρα πολλὰ γι᾿ αὐτό· διότι ὅλα τὰ ἔκανε ἀποβλέποντας πρὸς τὴ δόξα. Καὶ ἂν γνωρίζατε τοὺς λόγους τοῦ Σωκράτη, θὰ μποροῦσα νὰ πῶ πάρα πολλὰ γι᾿ αὐτούς, καὶ θὰ ἔδειχνα ὅτι ὑπάρχει πολλὴ εἰρωνεία σὲ αὐτούς, ἐὰν δηλαδὴ πρέπει νὰ πειθόμαστε σὲ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ μαθητὴς αὐτοῦ, καὶ πὼς ὅλοι οἱ λόγοι του ἔχουν σὰν ἀφορμὴ τὴν κενοδοξία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου