ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ
Ἐφ. 5, 8-19
Ἔλεγχος
«Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις
τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους,
μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε»
(Ἐφ. 5, 11)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σήμερα ὡς Ἀπόστολος διαβάστηκε ἕνα κομμάτι ἀπὸ μιὰ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου. Τί ἦταν αὐτὴ ἡ Ἔφεσος; Ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἡ Ἔφεσος ἦταν χτισμένη ὄχι μακριὰ ἀπʼ τὴ θάλασσα καὶ γιʼ αὐτὸ εἶχε γίνει πόλις ἐμπορική. Κίνησις μεγάλη, λεφτὰ πολλά. Καὶ ὅπου πολλὰ λεφτά, ἐκεῖ καὶ οἱ κοινωνίες διαφθείρονται. Ἀν ζοῦσε κανεὶς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, θὰ ἔβλεπε ὅτι ἡ Ἔφεσος ἦταν γεμάτη ἀπὸ ταβέρνες καὶ σπίτια ἁμαρτωλά. Κρασί, γυναῖκες ἁμαρτωλές, γλέντια, πορνεῖες, μοιχεῖες, ὄργια. Σʼ αὐτὴ τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ ἄσωτη ζωὴ ζοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς Ἐφέσου. Σʼ αὐτὴ τὴν κατάστασι πολὺ τοὺς ἐνίσχυε ἡ θρησκεία τους. Καὶ ἡ θρησκεία τους ἦταν ἡ εἰδωλολατρία. Οἱ θεοί τους ἦταν κι αὐτοὶ ἄσωτοι καὶ διεφθαρμένοι. Ἦταν θεοὶ χειρότεροι ἀπʼ τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ θεοί τους ἔκλεβαν, μεθοῦσαν, ἀπατοῦσαν γυναῖκες. Κι ἀφοῦ οἱ θεοί τους ἦταν τέτοιοι, φανταστῆτε τί ἦταν οἱ ἀνθρωποι. Ὅλοι ζοῦσαν καὶ στὴ διαφθορά. Σὰν τὰ ζῷα. Χειρότερα ἀπʼ τὰ ζῷα.
Ἀλλὰ ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ πιστέψουν καὶ νὰ σωθοῦν, ἔστειλε τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Τὰ θεῖα λόγια τοῦ Παύλου ἦταν ἕνα δυνατὸ φῶς, σὰν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ποὺ βγαίνει τὸ πρωῒ καὶ διαλύει τὰ σκοτάδια τῆς νύχτας. Φῶς πραγματικὸ ἀνέτειλε στὴν Ἔφεσο. Ἄνθρωποι, ποὺ πριν ἔρθῃ ἐκεῖ ὁ Παῦλος ζοῦσαν τὴν πιὸ διεφθαρμένη ζωή, ὅταν ἄκουσαν τὸν Παῦλο νὰ κηρύττῃ τὸ Χριστό, κάτι μεγάλο αἰσθάνθηκαν μέσʼ στὴν καρδιά τους. Ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ εἶδαν τὸ φῶς, εἶδαν τὴν ἀλήθεια, πίστεψαν καὶ μετανόησαν, ἔχυσαν πικρὰ δάκρυα γιὰ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ εἶχαν κάνει, μίσησαν τὴν εἰδωλολατρία, μίσησαν τὸν σατανᾶ καὶ τὰ πονηρὰ ἔργα του, βαπτίσθηκαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί. Ὁ κόσμος, ποὺ ἔβλεπε ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἄλλαξαν ζωή, θαύμαζε τὴ δύναμι τῆς νέας θρησκείας, καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὸ παράδειγμά τους παρακινοῦνταν καὶ πίστευαν στὸ Χριστό.
Ἀλλὰ στὴν Ἔφεσο ὑπῆρχαν καὶ ἄνθρωποι κακοὶ καὶ διεστραμμένοι, ποὺ δὲν ἔβλεπαν μὲ καλὸ μάτι τὴν ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἀλλαγή. Μισοῦσαν τὸ φῶς, μισοῦσαν τὸ Χριστό, γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ χαθῇ ἡ εἰδωλολατρία μὲ τοὺς ψεύτικους θεούς. Ἡ θρησκεία γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ἦταν ἕνα ἐμπόριο. Ἔφτειαχναν ἀγάλματα μικρὰ καὶ μεγάλα, τὰ πουλοῦσαν, καὶ κέρδιζαν λεφτά. Εἶχαν ταβέρνες ποὺ γέμιζαν ἀπὸ πελάτες κʼ ἔκαναν χρυσὲς δουλειές. Εἶχαν σπίτια ἁμαρτωλὰ καὶ ἐκμεταλλεύονταν τὶς γυναῖκες. Ἀλλὰ τώρα, μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, ὅλο αὐτὸ τὸ αἰσχρὸ ἔμπόριο κινδύνευε νὰ καταστραφῇ. Τί θὰ γινόταν αὐτοί, ἄν ὅλοι γίνονταν χριστιανοί; Ποιός θὰ ἀγόραζε πιὰ ἀγάλματα; Ποιός θὰ πήγαινε στὶς ταβέρνες καὶ στὰ σπίτια τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ θὰ ξώδευε ἐκεῖ τὰ χρήματά του; Γιʼ αὐτὸ μίσησαν τὸν Παῦλο σὰν τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό τους˙ καὶ θὰ τὸν σκότωναν, ἄν τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν προστάτευε ἀπὸ τὴ μανία τους.
Ὁ Παῦλος ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ πῆγε σʼ ἄλλα μέρη. Ἀλλὰ καὶ μακριὰ ποὺ ἦταν δὲν ξεχνοῦσε τοὺς χριστιανοὺς ποὺ πίστεψαν στὸ Χριστό. Ἤξερε, πόσο διεφθαρμένη ἦταν ἡ εἰεδωλολατρικὴ κοινωνία τῆς Ἐφέσου, καὶ φοβόταν, μήπως οἱ λίγοι ἄνθρπωοι ποὺ πίστεψαν στὸ Χριστὸ νικηθοῦν ἀπʼ τοὺς πειρασμοὺς καὶ ἐπιστρέψουν στὴν παλιά τους ζωή. Συγγενεῖς καὶ φίλοι τους προσπαθοῦσαν μὲ διάφορα πονηρὰ μέσα νὰ τοὺς τραβήξουν στὴν παλιά τους θρησκεία. Εἶνε σὰν νὰ ἀκούω νὰ λένε τοὺς χριστιανοὺς ποὺ πίστεψαν στὸ Χριστό˙ Οὔφ, καημένε˙ τὸν Παῦλο ἀκοῦτε; Αὐτὸς εἶνε ἕνας φανατικὸς ἄνθρωπος, κρίνει τὰ πράγματα πολὺ αὐστηρά. Δὲν εἶνε κανένα μεγάλο κακὸ νὰ πᾶμε σὲ καμμιὰ ταβέρνα ἀπόψε, νὰ πιοῦμε κρασὶ καὶ νὰ διασκεδάσουμε... Ἔτσι κάνει πάντοτε ὁ διάβολος. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ μικρὰ δῆθεν καὶ ἀθῷα, γιὰ νὰ καταλήξῃ στὰ τρομερὰ ἁμαρτήματα. Οὐφ, καημένε, σοῦ λέει˙ ἕνα ποτηράκι κρασί˙ δὲν χάθηκε ὁ κόσμος... Ὑποχώρησες; Τὸ ἕνα ποτήρι θὰ γίνῃ δυό, τὰ δυὸ τέσσερα, τὰ τέσσερα ὀχτώ, καὶ θὰ καταλήξῃς στὸ τέλος νὰ γίνῃς ἕνας ἀλκοολικός, μέθυσος, ἄνθρωπος ποὺ δὲν μπορῇ πιὰ νὰ ξεκολλήσῃ ἀπʼ τὸ ποτήρι. Γιʼ αὐτὸ ὁ Παῦλος συνιστοῦσε στοὺς χριστιανούς, νὰ μὴν ἔχουν φιλίες μὲ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν μέσʼ στὴν αἰσχρὴ ζωὴ τῆς εἰδωλολατρίας. Ποτὲ νὰ μὴν δικαιολογοῦν τὰ πονηρά τους ἔργα. Ἀλλὰ μὲ τὰ λόγια τους οἱ χριστιανοὶ καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὸ παράδειγμά τους νὰ τοὺς ἐλέγχουν, μήπως κι αὐτοὶ μετανοήσουν καὶ ἐπιστρέψεουν. Ὁ ἔλεγχος, ποὺ θὰ κάνουν οἱ χριστιανοί, θὰ ξεσκεπάσῃ ὅλη τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὴ διαφθορά τους, καὶ ὅσοι ἀπʼ αὐτοὺς εἶνε καλοπροαίρετοι μποροῦν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ὁ ἔλεγχος θὰ εἶνε σὰν τὸ φάρμακο, ποὺ εἶνε πικρὸ καὶ δυσάρεστο καὶ δὲν θέλει νὰ τὸ πάρῃ ὁ ἄρρωστος, κι ὅμως αὐτὸ τὸ πικρὸ καὶ δυσάρεστο φάρμακο εἶνε ἡ σωτηρία του.
* * *
Χωρὶς διδασκαλία, χωρὶς ἔλεγχο τῆς κακίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, οἱ κοινωνίες θὰ σαπίσουν καὶ θὰ καταστραφοῦν. Κι ἀλλοίμονο στὶς κοινωνίες ἐκεῖνες ποὺ μισοῦν τὸν ἔλεγχο καὶ καταδιώκουν τοὺς θαρραλέους ἐκείνους ἀνθρώπους ποὺ κηρύττουν καὶ γράφουν τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Παῦλος, στὴν περικοπὴ ποὺ διαβάστηκε, δὲν ἐλέγχει γενικὰ καὶ ἀόριστα. Ἐλέγχει πάνω σὲ συγκεκριμένα ἁμαρτήματα. Ἰδιαιτέρως ἐλέγχει ἕνα ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἦταν συνηθισμένο στὴν Ἔφεσο. Κάθε βράδι ἔβλεπε κανεὶς μέσα στὴ μεγάλη αὐτὴ πόλι ἀνθρώπους νὰ εἶνε τύφλα στὸ μεθύσι, νὰ μὴ ξέρουν τί λένε καὶ τί κάνουν, νὰ γυρίζουν στὰ σπίτια τους καὶ νὰ βασανίζουν γυναῖκα καὶ παιδιά. Καὶ ὁ Παῦλος φωνάζει˙ Χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου, πιστέψατε στὸ Χριστό; βαπτισθήκατε στὸ ὄνομά του; μισήσατε τὸ σατανᾶ καὶ τὰ ἔργα του; Μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς μέθης!... Εἰδωλολάτρης καὶ μέθυσος ταιριάζει, ἀλλὰ ζριστιανὸς καὶ μέθυσος ὄχι. Ὁ μέθυσος, ὅπως εἶνε ζαλισμένος ἀπὸ τὸ κρασὶ καὶ δὲν κυβερνάει τὸν ἑαυτό του, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ πιὸ ἀνόητα, τὰ πιὸ αἰσχρὰ πράγματα, μπορεῖ νὰ διαπράξῃ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα. Κι ὅταν ξεμεθύσῃ καὶ μάθῃ καὶ τί ἔκανε, θὰ ντρέπεται γιὰ τὸ κατάντημά του. Καὶ δὲν εἶνε μόνο ὅτι ὁ ἀλκοολικὸς κάνει κακὸ στὸν ἑαυτό του˙ κάνει κακὸ καὶ στὴν οἰκογένειά του. Ἀφήνει γυμνὴ τὴ γυναῖκα του, νηστικὰ τὰ παιδιά του, κι ὅλα του τὰ λεφτὰ τὰ ξοδεύει γιὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸ πάθος του. Τὸ ἀλκοὸλ καταστρέφει τὴν ὑγεία, ποτίζει ὅλο τὸ κορμὶ μὲ δηλητήριο, σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὰ παιδιὰ ποὺ βγαίνουν ἀπὸ ἀλκοολικὸ πατέρα γεννιοῦνται ἀνάπηρα, κουφά, τυφλά, κουτσά, ἠλίθια˙ εἶνε γεμᾶτα μελαγχολία, πηγαίνουν κι αὐτοκτονοῦν. Καὶ δυστυχῶς τὸ κακὸ τοῦ ἀλκοολισμοῦ, ἀντὶ νὰ λιγοστεύῃ, αὐξάνει. Ἄλλοτε οἱ πόλεις εἶχαν ταβέρνες˙ ἐνῶ τώρα γέμισαν καὶ τὰ χωριὰ ἀπὸ ταβέρνες, καὶ οἱ ἄνθρωποι ξοδεύουν χιλιάδες, ἑκατομμύρια γιὰ τὸ οἰνόπνευμα.
* * *
Ποιός, ἀγαπητοί μου, ποιός φταίει γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή; Πολλοὶ καὶ πολλά. Ἀλλἀ κυρίως φταῖμε ἐμεῖς οἱ κληρικοί, ποὺ δὲν διδάσκουμε τὸ λαὸ καὶ δὲν ἐλέγχουμε τὸ κακό, καὶ ἔτσι μὲ τὴν ἔνοχη σιωπή μας τὸ κακὸ ξαπλώνεται. Ποιός θὰ περιορίσῃ τοὺς μέθυσους; Ποιός θὰ ἐλέγξῃ τοὺς μεθυσμένους καὶ ἐν ἀνάγκῃ θὰ τοὺς τιμωρήσῃ μὲ ἐπιτίμια πνευματικά; Ποιός μὲ τὴ διδασκαλία ἤ τὸ βίο του θὰ κάνῃ τοὺς χριστιανοὺς ἐγκρατεῖς, σὲ ὅλα ἐγκρατεῖς, στὰ φαγητὰ καὶ στὰ πιοτά; Ἄς ἀκοστῇ καὶ πάλι στὸν τόπο μας ἡ σάλπιγγα τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ζωηρὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου. Ἄς ἀκουστῇ μὲ χίλιες γλῶσσες στὶς πόλεις μας καὶ στὰ χωριά μας ἡ φωνὴ τοῦ Παύλου˙ «Μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾦ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι» (Ἐφ. 5, 18).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 273-279 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου