Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΚΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 8,26-39) του Δημητρίου Π. Ρίζου Δρ Θεολογίας

 


Κατὰ τὴν πραγματοποίησι τῶν περιοδειῶν του ὁ Κύριος ἔφθασε κάποτε στὴν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, ποὺ εἶναι στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τῆς λίμνης ἀπὸ τὴν Γαλιλαία. Καὶ τὸν συνάντησε κάποιος ἄνδρας τοῦ χωριοῦ, ποὺ ἦταν ἀπὸ χρόνια δαιμονισμένος, ροῦχα δὲν φοροῦσε, καὶ σὲ σπίτι δὲν ἔμενε ἀλλὰ στὰ μνήματα. Ὅταν εἶδε τὸν Κύριο ἔβγαλε δυνατὴ κραυγὴ καὶ τοῦ εἶπε˙ Τί ἔχομε μεταξύ μας, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσης. Τὰ εἶπε αὐτά, διότι ὁ Κύριος παρήγγειλε στὸ πνεῦμα νὰ φύγη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν κρατοῦσε καὶ ἦταν δεμένος μὲ ἁλυσίδες καὶ χειροπέδες, ἀλλὰ τὶς ἔσπαζε, καὶ τὸ δαιμόνιο τὸν ὁδηγοῦσε στὶς ἐρήμους. Τότε τὸν ρώτησε ὁ Ἰησοῦς˙ Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου; Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε˙ Λεγεών, διότι ἦσαν πολλὰ δαιμόνια. Καὶ παρακαλοῦσε νὰ μὴν διατάξη νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἄβυσσο. Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα κοπάδι χοίρων ποὺ ἔβοσκαν στὸ βουνό. Καὶ παρακαλοῦσε νὰ τοὺς ἐπιτρέψη νὰ μποῦν στοὺς χοίρους. Καὶ τοὺς ἐπέτρεψε. Τὰ δαιμόνια βγῆκαν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μπῆκαν στοὺς χοίρους. Καὶ ὥρμησε τὸ κοπάδι ἀπὸ τὸν γκρεμὸ στὴν λίμνη, καὶ ἐκεῖ πνίχτηκαν. Οἱ φύλακες τοῦ κοπαδιοῦ εἶδαν καὶ ἔφυγαν καὶ ἀνέφεραν τὸ γεγονὸς στὴν πόλι καὶ τοὺς ἀγρούς. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νὰ δοῦν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθαν στὸν Ἰησοῦ, καὶ βρῆκαν καθισμένο δίπλα του τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε βγάλει τὰ δαιμόνια, ντυμένο καὶ φρόνιμα νὰ κάθεται δίπλα στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ φοβήθηκαν. Ὅσοι εἶδαν, πῶς σώθηκε ὁ δαιμονισμένος, τοὺς διηγήθηκαν τὸ περιστατικό. Καὶ αὐτοὶ ὅλοι ἀπὸ τὰ περίχωρα τῶν Γαδαρηνῶν παρεκάλεσαν τὸν Κύριο, ἀπὸ τὸν μεγάλο τους φόβο, νὰ φύγη. Καὶ αὐτὸς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ γύρισε πίσω. Τὸν παρακαλοῦσε δὲ, ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεραπεύθηκε, νὰ τὸν πάρη μαζί του, ἀλλὰ ἐκεῖνος τοῦ παρήγγειλε νὰ γυρίση στὸ σπίτι του καὶ νὰ διηγῆται ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Καὶ πράγματι, γύρισε πίσω καὶ διαλαλοῦσε ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀκούσαμε νὰ τὸ διηγῆται καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Σήμερα δὲν θὰ ἐπαναλάβουμε ὅσα εἴπαμε τότε. Θὰ τονίσουμε ἕνα σημεῖο, ποὺ φαίνεται σὰν μία λεπτομέρεια, ἀλλὰ ἔχει τὴν σημασία του.

Σὲ ποιὰ κατάστασι ἦταν ὁ δαιμονισμένος ὅταν συναντήθηκε μὲ τὸν Κύριο; «Καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασι». Τὸ δαιμόνιο τὸν κατάντησε νὰ εἶναι γυμνός, νὰ μὴν θέλη νὰ φοράη ροῦχα, νὰ μὴν μένη σὲ σπίτι, ἀλλὰ στὰ μνήματα.

Καὶ πῶς ἄλλαξε μετὰ τὴν θεραπεία ἀπὸ τὸν Κύριο; Θεραπευμένο τὸν ἄνθρωπο τὸν εἶδαν «ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ δαιμόνιο εἶναι πρῶτα ντυμένος καὶ μετὰ σώφρων κοντὰ στὸν Χριστό. Σώφρων εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει σῶας τὰς φρένας, εἶναι μὲ μυαλό, ἔχει τὰ λογικά του.

Τί βλέπομε ἐμεῖς σήμερα νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι; Κυριαρχεῖ ἡ γύμνια, ἰδίως τῶν γυναικῶν καὶ περισσότερο τοὺς θερινοὺς μῆνες. Καὶ δὲν ὑπάρχει διάκρισις τοὺ χώρου. Δηλαδὴ δὲν σέβονται οὔτε τὴν ἱερότητα τῶν ναῶν. Μάλιστα στοὺς ναοὺς ὅταν γίνωνται μυστήρια, ὅπως γάμος ἢ βάπτισις, τότε συναγωνίζονται στὴν γύμνια, χωρὶς κανένα σεβασμὸ πρὸς τὸν ναὸ καὶ πρὸς τὸ μυστήριο. Καὶ ἐὰν τολμήσει ὁ ἱερέας, ὅπως ἔχει ὑποχρέωσι, νὰ κάνη παρατήρησι, κινδυνεύει.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεγυμνώνεται, ὄχι ἐπειδὴ ὑπάρχει ζέστη. Δὲν φταίει ὁ καιρός. Φταίει τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεό, χάσαμε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, λείπει ὁ σεβασμὸς καὶ πέσαμε ἔστι στὴν κυριαρχία τοῦ δαίμονος. Τὰ δαιμόνια σμπρώχνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν φοράη ροῦχα. Γυμνὸς ἐμφανίζεται ὁ ἄνθρωπος στὰ Γάδαρα, διότι τὸ δαιμόνιο τὸν κάνει νὰ φέρεται ἔτσι. Ἡ γύμνια εἶναι δαιμονοπληξία.

Μετὰ τὴν θεραπεία ὅμως, καὶ ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸς ντύθηκε. Τώρα εἶναι «ἱματισμένος». Ὅσο δὲν τὸν ἐπηρεάζει ὁ δαίμονας, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὸν ἑαυτό του, κάνει τὸ σωστό. Σκεπάζει τὴν γύμνια του. Καὶ ἐπὶ πλέον κάθεται φρόνιμος κοντὰ στὸν Χριστό. Αὐτὸς ποὺ ἔφευγε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ζοῦσε μόνος στὰ μνήματα, τώρα ξαναβρίσκει τὴν συντροφιὰ  τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄγριος καὶ φοβερός, τώρα εἶναι φρόνιμος καὶ μυαλωμένος.

Φαίνεται ἐδῶ καθαρὰ ἡ διαφορὰ τοὺ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι καὶ ζεῖ μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι κοντὰ «παρὰ τοὺς πόδας» τοῦ Ἰησοῦ. Κάποτε πρέπει νὰ καταλάβωμε ὅτι ἢ θὰ εἴμαστε μὲ τὸν Θεὸ ἢ θὰ μᾶς καταπιέζει ὁ διάβολος. Τρίτη κατάστασι δὲν ὑπάρχει. Ὅταν λείπει ὁ Θεός, ἔρχεται καὶ παίρνει τὴν θέσι του ὁ διάβολος. Καὶ τὸτε ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς φόβο Θεοῦ, γίνεται φοβερός, δὲν θέλει τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, ζεῖ στὰ μνήματα. Τὰ μνήματα εἶναι ὁ θάνατος, ἡ φθορά. Καὶ τὸ δαιμόνιο θέλει τὸν θάνατό μας τὸν πνευματικό, θέλει τὴν φθορά μας, τὴν αἰώνια καταστροφή μας.

Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄθλια κατάστασι μόνον ὁ Χριστός μας μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη. Μόνον ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει τὰ δαιμόνια καὶ τὰ διατάσσει νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω μας. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ὅμως πρέπει νὰ θέλωμε καὶ ἐμεῖς.

Σήμερα, δυστυχῶς, κυριαρχεῖ ἡ ἀσέβεια, καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουμε νὰ κατευθύνη τὴν ζωή μας ὁ Χριστὸς. Θέλομε μιὰ ζωὴ χωρὶς Χριστό. Δὲν τὸν θέλομε στὴν ζωή μας. Οἱ Γαδαρηνοί, ὅπως ἀκούσαμε στὸ εὐαγγέλιο, ὅταν εἶδαν τὸν πρὶν δαιμονισμένο νὰ εἶναι «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν», ἀντὶ νὰ χαροῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸν Κύριο, ποὺ ἔδιωξε τὰ δαιμόνια, αὐτοὶ «ἐφοβήθησαν». Καὶ στὴν συνέχεια τὸν παρακάλεσαν νὰ φύγη. Ἔδιωξαν τὸν λυτρωτή τους. Καὶ ὁ Κύριος ἔφυγε.

Ποτὲ καὶ κανέναν δὲν ἐξαναγκάζει ὁ Κύριος νὰ τὸν δεχθῆ. Ἂν τὸν θέλομε μένει μαζί μας, ἂν τὸν διώχνουμε φεύγει. Γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι πρέπει νὰ θέλομε καὶ ἐμεῖς τὴν λύτρωσι καὶ τὴν σωτηρία μας. Ὁ Κύριος μὲ ὅλα ὅσα ἔκανε ἀπέδειξε ὅτι καὶ θέλει καὶ μπορεῖ, ὅταν καὶ ἐμεῖς θέλομε. Δική μας εἶναι ἡ εὐθύνη νὰ ἐπιλέξωμε: Γυμνοὶ καὶ φοβεροὶ στὰ μνήματα καὶ στὸν θάνατο, ἢ ἱματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες κοντὰ στὸν Χριστό;

Μήπως καὶ ἐμεῖς ἀκοῦμε καὶ κάνομε ὅσα μᾶς ὑποδεικνύει, ὁ κόσμος, ὁ διάβολος, ἡ μόδα, κτλ. καὶ δὲν ἀκοῦμε τὸν Χριστό;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου